Ο Νάκος, η μάνα του και το «κερί στ’ αυτιά» της κυβέρνησης. Του Δημήτρη Βλαχοπάνου

Ο Νάκος είναι ένας εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες άνθρωπος. Ο νους του είναι κολλημένος στα λεφτά και στη δόση. Κοιμάται και ξυπνά μέσα στην απελπισία του και ζητά διαρκώς και μανιωδώς λεφτά. Το μόνο πρόσωπο που έχει δικό του στον κόσμο είναι η μάνα του. Κι ο μόνος λόγος που τη νιώθει μάνα του είναι πως του δίνει λεφτά για ν’ αγοράζει τη δόση του. Ο Νάκος δεν εργάζεται. Πώς άραγε; Με τι δύναμη. Εργάζεται η μάνα του. Δηλαδή, τι δουλειά; Φροντίζει ανήμπορες ηλικιωμένες κυρίες. Ξένη και πικραμένη στα ξένα σπίτια. Πιο ξένη και πιο πικραμένη στο δικό της σπίτι. Που τις περισσότερες φορές δεν είναι δικό της, αφού μπουκάρουν σ’ αυτό οι φίλοι και οι φίλες του Νάκου και το κάνουν τεκέ. Κι εκείνη τριγυρίζει ξεπατωμένη στην αυλή της οικοδομής ή ξαποσταίνει στις υπόγειες αποθήκες για να περάσει τις νύχτες της. 

Ο Νάκος τηλεφωνεί στη μάνα του αδιάκοπα ή την περιμένει εναγωνίως στην πόρτα του σπιτιού και της ζητάει λεφτά. Κι όλο μεγαλώνουν οι απαιτήσεις του. Ηρεμεί όταν τα παίρνει και παίρνει τη δόση του, αλλά επανέρχεται δριμύτερος ύστερα, όταν η δόση τού λείπει και τον πιάνει το σύνδρομο της στέρησης, ενώ οι άλλοι του ζητούν επειγόντως λεφτά για να του πουλήσουν νέα. Κι ο Νάκος φωνάζει, βρίζει, χτυπιέται, απειλεί, επιτίθεται και σπάζει έξαλλος ό,τι βρεθεί μπροστά του, δηλαδή δικά του πράγματα, τίποτα ψυγεία, τηλεοράσεις, κλιματιστικά, τραπέζια, ντουλάπια, ό,τι να ’ναι.
Η μάνα του σκούζει και κλαίει κι αυτή, «δεν έχω, πού να τα βρω», του φωνάζει, χτυπιέται, αντιστέκεται, τίποτα ο Νάκος. «Λεφτά», της φωνάζει και της αρπάζει τις τσάντες. Μα πού να τα βρει εκείνη η καημένη, αφού με τα ελάχιστα που παίρνει πρέπει να πληρώσει ρεύμα, νερό, τηλέφωνο, κοινόχρηστα… Μα ό,τι κι αν πει, όσο και να φωνάξει, το μυαλό του Νάκου έχει κολλήσει στο χαρτονόμισμα. Ο Νάκος δεν ακούει τίποτε. Ούτε για φαΐ νοιάζεται ούτε για νερό, για τηλέφωνο, ρεύμα και τα συναφή. Για τη δόση του μόνο. Και τα λεφτά. Κι επειδή δεν φτάνουν αυτά, έβαλε χέρι και στα πράγματα του σπιτιού. Τελευταία της έβγαλε και της άρπαξε το δαχτυλίδι απ’ το δάχτυλο. Μπορεί και μ’ αυτό κάτι να κάνει.
Η μάνα του βαδίζει απελπισμένη και παραμιλά, καθώς οι πόρτες που χτύπησε της δώσανε όλες την ίδιαν απάντηση. Πως το πρόβλημα είναι δικό της και, κυρίως, δεν λύνεται. Κι εκείνη πάει να σκάσει και να το πάρει απόφαση πια: ή θα πάει πρώτα εκείνη, σκοτωμένη πιθανόν απ’ το χέρι του γιου της ή θα πάει πρώτα ο γιος της, αν αποφασίσουν να τον ξεκάνουν οι άλλοι. Το ζήτημα είναι μην το ρίξει στις διαρρήξεις και τον πιάσουν και τον κλείσουν μέσα κι αρχίσει μετά ένας νέος Γολγοθάς. Για το Νάκο και για τη μάνα του.  
Οι σκέψεις και οι συνδυασμοί προκύπτουν συνειρμικά και αβίαστα. Φωνάζει ο λαός. Διαμαρτύρεται πως δεν έχει λεφτά, δεν του φτάνουν για να πληρώνει τους λογαριασμούς που του στέλνει το κράτος. Η ελληνική κοινωνία σε απόγνωση. Απολύσεις, περικοπές αλλεπάλληλες και μειώσεις αποδοχών, φόροι αβάσταχτοι, παθογένειες, αυτοκτονίες, ληστείες, μετανάστευση, δυστυχία. Αδειάσανε τα συρτάρια και οι τσάντες. Και ψάχνει σταυρούς, δαχτυλίδια, χρυσαφικά και τιμαλφή πάσης φύσεως για να τα πάει στο ανταλλακτήριο και να πάρει ανάσα, πουλώντας μετρητοίς αναμνηστικά και πολύτιμα δώρα.
Μα το κράτος, η κυβέρνηση δηλαδή, δεν ακούει. Εξαρτημένη απ’ τη δόση της, έχει κολλήσει κι αυτή στα λεφτά – σαν τον Νάκο. Αν υποφέρει ο κόσμος, αν μεγαλώνουν τα χρέη του, αν έχει κλειστεί μέσα και δεν βρίσκει κι αυτός -σαν τη μάνα του Νάκου- σε ποιον να πει τον καημό και τον πόνο του, αν δεν αντέχει άλλο κι αν απειλείται η υγεία του με τις στάχτες που υψώνουν πάνω απ’ τις πόλεις οι ξυλόσομπες και τα τζάκια κι αν οι αρμόδιοι εκπέμπουν πολλαπλά SOS, το κράτος δεν ακούει. Λες κι έχει βάλει στ’ αφτιά του κερί, «λεφτά», φωνάζει κι αυτό και, λες και το πιάνει συχνά το σύνδρομο στέρησης, δεν εννοεί να παραιτηθεί και να ξεκολλήσει απ’ την πολιτική της εξάρτησης, που το κάνει να νοιάζεται μέρα-νύχτα πώς θα μαζέψει τα τελευταία χαρτονομίσματα που απομείνανε στα χέρια του κόσμου.
Μα αν το πρόβλημα της εξάρτησης του Νάκου μοιάζει άλυτο, ποιος είναι αυτός που μπορεί να πιστέψει πως άλυτο είναι και το πρόβλημα της εξάρτησης του ελληνικού κράτους; Όσοι πιστεύουμε σ’ έναν άλλο κόσμο, πόσο ακόμη μπορούμε ν’ ανεχτούμε το σύστημα αυτό που στέλνει στο θάνατο και το κράτος, που εξαρτημένο και με το σύνδρομο στέρησης ζητά επειγόντως λεφτά, και την κοινωνία, που μαραζώνει πληρώνοντας τις δόσεις που της φορτώνει το κράτος; 
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!