Αρχική περίπτερο ιδεών Ελλάδα-Τουρκία: Nαι στην ειρήνη, όχι στον πόλεμο

Ελλάδα-Τουρκία: Nαι στην ειρήνη, όχι στον πόλεμο

Έγραψα στο προηγούμενο «Περίπτερο» ότι αυτός ο τόπος είναι εκτός τόπου και χρόνου, αναφερόμενος στα ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. Συμπληρώνω ότι αυτός ο τόπος είναι εξίσου εκτός τόπου και χρόνου και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.

Η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, ο ψυχρός πόλεμος τελείωσε, τα Βαλκάνια αναδομήθηκαν, η ανατολική Μεσόγειος βρίσκεται σε καθεστώς διαρκούς ανάφλεξης, το κέντρο οικονομικού βάρους στον κόσμο μετακινείται ανατολικά, ισχυρές χώρες σε Ασία, Νότια Αμερική και Αφρική ανεξαρτητοποιούνται από τα μητροπολιτικά κέντρα, η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Η Ευρώπη αυτοϋπονομεύθηκε με ευρεία εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, διεύρυνση με χώρες που δεν πληρούν βασικές προϋποθέσεις ισότιμης ένταξης, εμπλοκή σε πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς με ηγέτες β΄ διαλογής από τα πανέρια της σόου μπίζνες κ.λπ. Σε σχέση με αυτή τη ριζικά νέα πραγματικότητα, η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας παρέμεινε προσκολλημένη στα υπαρκτά ή ανύπαρκτα δεδομένα της προ του 1990 εποχής. Εν ολίγοις, η Ελλάδα δεν πήρε χαμπάρι ότι ο κόσμος άλλαξε γύρω της.

Συνέβαλε σ’ αυτό ολόκληρο το εποικοδόμημα. Πολιτικοί, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και αρχιερείς κινήθηκαν παράλληλα και συμπληρωματικά. Διαφοροποιήθηκαν μερικοί διανοητές, που είτε δεν εισακούστηκαν είτε χλευάστηκαν.

Ιδίως από την εποχή της δικτατορίας, κύριος εχθρός της χώρας-του έθνους-του λαού θεωρείται η Τουρκία. Σε μικρότερο βαθμό, η Αλβανία, η Βουλγαρία και η ΠΓΔΜ. Το γεγονός ότι τα βόρεια σύνορα της χώρας δεν απειλήθηκαν ούτε αμφισβητήθηκαν σοβαρά δεν είχε σημασία.

Αυτή η ιεράρχηση των εξωτερικών κινδύνων εξυπηρέτησε πλήρως τα σχέδια των διαίρει-και-βασίλευε μητροπόλεων, που δολερά παρεμβαίνουν στην οικονομία και την πολιτική της Ελλάδας. Παράλληλα με την αποβιομηχάνιση και την υποβάθμιση-εξάρτηση του αγροτικού τομέα, εξαγόρασαν αναπτυσσόμενες δημόσιες επιχειρήσεις και υπέθαλψαν τον άνευ ορίων δανεισμό της χώρας από τις τράπεζές τους, θέτοντάς τη σε καθεστώς κινούμενης άμμου με τη συνέργεια της εντόπιας πολιτικο-οικονομικής νομενκλατούρας. Αύξησαν δε, σε υψηλότατο βαθμό, τις δαπάνες για την αγορά οπλικών συστημάτων, κατατάσσοντας τη μικρή Ελλάδα στους καλύτερους πελάτες τους, τροφοδοτώντας την ένταση ανάμεσα σε δύο χώρες που ανήκουν στην ίδια συμμαχία!

Σ’ αυτόν το φαύλο κύκλο της αντιπαράθεσης ενεπλάκη και η Τουρκία. Σε αντίθεση, όμως, με την ελληνική, η σημερινή πολιτική ηγεσία της Τουρκίας δείχνει να έχει αντιληφθεί το πρόβλημα και προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τις πολιτικές της, προκειμένου να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντά της.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, στο βιβλίο του Το στρατηγικό βάθος (εκδόσεις Ποιότητα), επισημαίνει ότι «η Τουρκία, για να μπορέσει να ξεπεράσει το πρόβλημα της έλλειψης εμπιστοσύνης που βιώνει με τους εγγύτερους γείτονές της, πρέπει να ενεργοποιήσει ταυτόχρονα ένα ευρύ σχέδιο ειρήνης και ένα σχέδιο ανάπτυξης, στο οποίο το κέντρο βάρους θα είναι οι τομείς των οικονομικών και πολιτισμικών σχέσεων. Στερούνται ορθολογικής βάσης προτάσεις, όπως είναι η διατήρηση των σχέσεων με τις γειτονικές χώρες συνεχώς υπό ένταση… Μια χώρα, η οποία ζει συνεχώς κρίσεις με τις όμορες χώρες της, είναι αδύνατο να παράγει περιφερειακές και παγκόσμιες πολιτικές που αναπτύσσονται πέρα από τα σύνορά της».

Στην Τουρκία, τα ΜΜΕ δεν διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική και ο κλήρος δεν επιτρέπεται να αναμιχθεί στην πολιτική. Αυτή είναι μία από τις ελάχιστες ακόμα σε ισχύ κληρονομιές του κεμαλικού κράτους, που άρχισε να αποσυντίθεται από τους διαδόχους του Κεμάλ σχεδόν από την επομένη του θανάτου του.

 

Ο ακήρυχτος πόλεμος δεν τελείωσε

Οι δικοί μας πολιτικοί και αναλυτές δυσκολεύονται να αντιληφθούν τι είναι πραγματικά η Τουρκία. Δεν γνωρίζουν τουρκικά (ούτε καν οι διπλωμάτες μας στην Τουρκία!), δεν έχουν ιδέα για την εθνική ψυχοσύνθεση και την κουλτούρα των Τούρκων και δεν έχουν σοβαρές σχέσεις με Τούρκους πολιτικούς, δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες κ.λπ. Επιπλέον, αρκετοί είναι διαποτισμένοι από τις παρενέργειες του πολυετούς ακήρυχτου ψυχολογικού πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και επηρεάζονται από μια εθνικιστική νεύρωση, που με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση διαπερνάει όλη την κοινωνία και καλλιεργείται από κύκλους και κυκλάκια που εμπορεύονται τον πατριωτισμό. Μία ψύχραιμη θεώρηση θα είχε, από καιρό, οδηγήσει στη χάραξη μιας άλλης πολιτικής, σε αρμονία με τα πραγματικά δεδομένα και όχι με ιδεοληψίες και τεχνάσματα.

Βασικό γνώρισμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι ότι δεν καθορίζεται έξω από τα σύνορα της χώρας. Οι αναλύσεις, που στηρίζονται στην εκτίμηση ότι η Τουρκία αποτελεί εξάρτημα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, προσκρούουν συνεχώς σε υφάλους, παγόβουνα και ερμηνευτικά αδιέξοδα. Η Τουρκία είναι ίσως η μοναδική κρατική οντότητα που ποτέ στην ιστορία της δεν έχει βρεθεί υπό ξένο ζυγό, τόσο στα 700 χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας όσο και στα 80 του τουρκικού κράτους. Οι Τούρκοι γνωρίζουν τι σημαίνει υποταγή στην ντόπια εξουσία, αλλά δεν γνωρίζουν τι σημαίνει υποτέλεια στους ξένους. Αυτή είναι μία σημαντική παράμετρος, που οι προερχόμενοι από ένας κράτος υποτελές εκ της συστάσεώς του δυσκολεύονται να αντιληφθούν.

Δεύτερον, η Τουρκία συγκροτήθηκε από τον Κεμάλ πάνω στην αρχή του απαραβίαστου των συνόρων και της μη επέκτασής τους. Αρχή η οποία τηρήθηκε, παρ’ όλο που οι σχέσεις με τις γειτονικές χώρες δεν ήταν πάντα φιλικές (στην Κύπρο ξέρουμε τι συνέβη, κι ας μην άνοιξε ποτέ ο φάκελός της). Επίσης, η Τουρκία ουσιαστικά απέφυγε την εμπλοκή της στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρ’ όλο που συνδεόταν στενά με τη Γερμανία.

Στην Ελλάδα, αντί να εξετάζεται η Τουρκία σε βάθος, με επιστημονική ακρίβεια και με βάση την ιστορική της συγκρότηση και διαδρομή, την εσωτερική της διάρθρωση και τα συμφέροντά της, εξετάζεται με βάση τα ιστορικά τραύματα που εμείς κουβαλάμε (μικρασιατική καταστροφή κ.λπ.) ή ορισμένες ενέργειες που γίνονται και για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, όπως οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου. Ή και γιατί οι ιθύνοντες έχουν λανθασμένο προσανατολισμό, όπως υπογραμμίζει ο Νταβούτογλου. «Το βασικότερο αδιέξοδο εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, τα τελευταία χρόνια, είναι ότι επιδίωξε να παραγάγει περιφερειακές πολιτικές σε μια διαδικασία, η οποία την έκανε να βιώσει συγκυριακές εντάσεις με όλους τους γείτονές της πλην της Γεωργίας…».

Η Τουρκία, τώρα, είναι πιο κοντά στον εαυτό της, γιατί διαχειρίζεται φανερά -και επώδυνα- τις άλυτες (από τους μετακεμαλιστές) αντιθέσεις ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό δυτικού τύπου και την πολιτισμική της παράδοση, στο στρατό και στους πολιτικούς, στους Τούρκους και τους Κούρδους. Ο Ερντογάν δεν είναι Ερμπακάν. Η μαντίλα της συζύγου του είναι σινιέ. Εκπροσωπεί ένα εκσυγχρονιστικό κίνημα που χρησιμοποιεί στοιχεία της οθωμανικής κουλτούρας, όπως η θρησκεία, για να ενισχύσει τη συνοχή 70+ εκατομμυρίων πολιτών, να αναδιατάξει τους συσχετισμούς δυνάμεων στο εσωτερικό, να διευκολύνει την ανάπτυξη σχέσεων με πολλές χώρες της Ασίας και να ενώσει τις δύο μεγάλες ομάδες, τουρκική και κουρδική, που βρίσκονται σε σύγκρουση. Να παύσει ένα διχασμό που θεωρείται εμφύλιος και είναι πολύ απειλητικός για την κρατική οντότητα της Τουρκίας, τον οποίο ο στρατός και το παρακράτος απέτυχαν με την ωμή βία να αποτρέψουν. Η έκβαση της προσπάθειας είναι μη προβλέψιμη.

Η Τουρκία ανοίγει μέτωπο με το Ισραήλ, ενώ προσπαθεί να κλείσει όλα τα άλλα μέτωπα. Η συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ Λούλα (Βραζιλία), Ερντογάν (Τουρκία) και Αχμαντινεζάντ (Ιράν) για την επεξεργασία ουρανίου επί τουρκικού εδάφους για τον ιρανικό πυρηνικό σταθμό αποτελεί κορυφαία πολιτική πράξη διεθνούς εμβέλειας και προκάλεσε αμηχανία στο ισραηλινό λόμπι, που πιέζει την Ουάσινγκτον να δώσει το πράσινο φως για επιδρομή του Ισραήλ στο Ιράν. Η πρόταση του Ερντογάν προς την Ελλάδα για αμοιβαία μείωση των εξοπλισμών είναι συμβατή με τη διαφαινόμενη στροφή της τουρκικής κυβέρνησης σε ελαχιστοποίηση των τριβών με την Ελλάδα, προκειμένου να μπορέσει η Τουρκία να ασχοληθεί με πολύ σοβαρότερες υποθέσεις, που αφορούν τις σχέσεις με Βαλκάνια, Αρμενία, Ιράν, Ιράκ, Συρία και άλλες αραβικές χώρες και, βεβαίως, με την Ουκρανία και τη Ρωσία, με την οποία υπογράφει συμφωνίες στρατηγικής σημασίας.

Σήμερα, η Τουρκία αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα στον τομέα της μεταφοράς ενέργειας αλλά και της διαχείρισης των υδάτινων πόρων, απ’ τους οποίους εξαρτάται μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία δημιουργεί εναλλακτικούς δρόμους στην αβέβαιη ευρωπαϊκή ένταξη, συνυπολογίζοντας ότι η Ευρώπη δεν είναι τόσο πλούσια όσο ήταν πριν από δέκα χρόνια και ότι οι αναδυόμενες χώρες προσφέρουν ένα μεγάλο ανοιχτό πεδίο συνεργασίας και ανάπτυξης.

Η Τουρκία δεν δείχνει ότι σκοπεύει να έρθει σε ρήξη με τις ΗΠΑ, αλλά θα ζητάει όλο και μεγαλύτερο αντίτιμο για τις υπηρεσίες που θα της ζητούν κάθε φορά να παρέχει (εφόσον συμφωνεί). Χτίζοντας ένα ευρύ δίκτυο συνεργασιών, από τη Ρωσία και την Κίνα ως τη Βενεζουέλα και την Αργεντινή, περιορίζει τις εξαρτήσεις από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

 

Η Αριστερά δεν ακούγεται δυνατά

Η χρεοκοπία της Ελλάδας, ο αφελληνισμός της οικονομίας και η περαιτέρω αποδόμησή της με το ξεπούλημα των τελευταίων εθνικών υποδομών και τη διάλυση του κοινωνικού ιστού, από τους υπαίτιους της κρίσης που διαπλέκονται με ένα συνονθύλευμα νεόπλουτων, που δεν συνιστούν μια ορίτζιναλ αστική τάξη με κουλτούρα και εθνικά χαρακτηριστικά, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας ούτε για τη διαμόρφωση μιας αναπτυξιακής πολιτικής ούτε για τη διαμόρφωση εξωτερικής πολιτικής, συμβατής με τα νέα παγκόσμια ρεύματα.

Η Αριστερά, που βιώνει τη δική της μακροχρόνια κρίση, πελαγοδρομεί. Δεν ευθύνεται μεν για την εξωτερική πολιτική του κράτους, αλλά δυσκολεύεται να αποβάλει τα στερεότυπα και βασανίζεται από τις ενοχές που της προσήψαν οι εθνικόφρονες. Πάντως, οι αριστερές φωνές για μείωση των στρατιωτικών εξοπλισμών, για ανάπτυξη γόνιμων σχέσεων με τους γειτονικούς λαούς σε επίπεδο κοινωνίας (στον πολιτισμό, το συνδικαλισμό, στην εκπαίδευση, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στην αλληλεγγύη, ενάντια στον πόλεμο κ.λπ.) και για αναθεώρηση των βαλτωμένων διακρατικών σχέσεων στο δρόμο της ειρήνης και της συνεννόησης αποτελούν υγιείς πατριωτικές προσεγγίσεις, αν και διαστρέφονται από τις υπερπατριωτικές κορόνες της Λιάνας Κανέλλη, που εκπροσωπεί το ΚΚΕ στα τηλεπαράθυρα, και συκοφαντούνται από τις αναχρονιστικές αναλύσεις ενός συμφύρματος από παράγοντες αριστερής προέλευσης, πρώην πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών, απόστρατους αξιωματικούς και συνταξιούχους διπλωμάτες καριέρας, που μια χαρά υπηρέτησαν το διεφθαρμένο κράτος στις πολυετείς και καλοπληρωμένες θητείες τους.

Η Αριστερά επηρεάζεται επίσης -όχι αδικαιολόγητα- από την κατάσταση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Τουρκία, από το βαθύ μιλιταριστικό καθεστώς και τις εξοντωτικές διώξεις των αγωνιστών. Σ’ αυτό δεν βοηθούν και οι θέσεις της ηρωικής και θυσιαστικής αλλά πολυδιασπασμένης τουρκικής Αριστεράς, που έχουν αποδειχτεί τραγικά ανεδαφικές και σεχταριστικές. Αντιθέτως, οι Κούρδοι πολιτικοί, θύματα κι αυτοί πολύ σκληρών διωγμών, συγκρούονται με την εξουσία και το μεγαλύτερο μέρος της τουρκικής κοινής γνώμης χωρίς να αποκόβονται από τη δική τους κοινωνική βάση.

Κατά τη γνώμη μου, η επιλογή της Αριστεράς ανάμεσα σε ειρηνική συνύπαρξη και πολέμους φθοράς πρέπει να είναι απολύτως σαφής και σθεναρή.

 

Η Ελλάδα γαβγίζει σε λάθος πόρτα

Με τη διόγκωση του κινδύνου εξ ανατολών, ο τόπος αποπροσανατολίστηκε και αφοπλίστηκε. Χάσαμε τον μπούσουλα, μας θόλωσε ο τυφλός αντιτουρκισμός και δεν μπορούμε να δούμε ποιος καταστρέφει την Ελλάδα! Ως αποτέλεσμα, καμία εθνική άμυνα δεν οικοδομήθηκε απέναντι στους πραγματικούς εχθρούς εκ δυσμών, εκθέτοντας τη χώρα στη χρεοκοπία και εκχωρώντας σημαντικό μέρος της εθνικής κυριαρχίας σε ξένους – όχι, βέβαια, Τούρκους. Η παράδοση της χώρας στο ΔΝΤ υποτιμήθηκε και δεν προβλέφθηκε. Την ώρα που ανανεωνόταν η εξάρτηση της Ελλάδας από τους δυτικούς συμμάχους και ολοκληρωνόταν η εκποίηση μπιρ παρά του εθνικού πλούτου στους δυτικούς δανειστές, δυνάμωναν -σε πλήρη αναντιστοιχία πραγματικού και φανταστικού-, οι τσιρίδες που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα γίνεται δορυφόρος της Τουρκίας στο πλαίσιο του «νεο-οθωμανισμού»! Οποία παράνοια! Για άλλη μια φορά, το «εθνικό φαντασιακό», που καλλιεργήθηκε από δικτάτορες και πατριδοκάπηλους επί δεκαετίες, εκτροχίασε την εθνική σκέψη και έριξε το όχημα σε βαθύ χαντάκι, όπως το 1967, με το πραξικόπημα εναντίον του «κομμουνιστικού κινδύνου», το 1974, με την «απελευθέρωση της Κύπρου», και το 2004, με τη «δόξα» των Ολυμπιακών Αγώνων. Μήπως εχθροί είναι οι «δικοί μας» και οι «φίλοι μας»;

Η εικόνα της Τουρκίας προσαρμόζεται στη συνθηματολογία. Με τη συνδρομή διανοουμένων, οι Τούρκοι ιθύνοντες σκιτσάρονται ως αιμοσταγείς Οθωμανοί, όπως απεικονίζονταν στις ζωγραφιές που αναρτούσαν οι δάσκαλοι την 25η Μαρτίου στα σχολεία. Το γεγονός ότι η Τουρκία έχει καλά πανεπιστήμια, μορφωμένη άρχουσα τάξη, εθνικό κεφάλαιο, σύγχρονο δίκτυο επικοινωνιών-μεταφορών, πολυφωνικά ΜΜΕ, βαριά βιομηχανία, εκτεταμένο αγροτικό τομέα, αναπτυγμένο τουρισμό, ισχυρό στρατό και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική αποσιωπάται. Από τη μια, λοιπόν, θεωρούν την Τουρκία επικίνδυνο εχθρό, έτοιμο να μας καταβροχθίσει, κι από την άλλη την υποτιμούν. Δηλαδή, ντούμπλφας λάθος.

Έτσι, ενώ οι Τούρκοι κάνουν συστηματική εξωτερική πολιτική ισότιμα με ισχυρά κράτη, εμείς ευτελιζόμαστε διεθνώς, ζώντας σε μια χρεοκοπημένη χώρα, εθελοτυφλούμε επισείοντας τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε! Οι εθνικιστικές άριες δημιουργούν κατάλληλο περιβάλλον δράσης μόνο για τις αμερικανικές, γαλλικές, γερμανικές και βρετανικές βιομηχανίες όπλων, που τρίβουν τα χέρια τους όσο διαιωνίζονται οι ελληνοτουρκικές αντιπαραθέσεις. Αν, όμως, ασκούσαμε εθνική πολιτική, θα είχαμε εμείς την πρωτοβουλία να προτείνουμε στην Τουρκία την αμοιβαία μείωση των εξοπλισμών. Στον ειρηνικό δρόμο, που δείχνουν 600 χιλιάδες συμπολίτες μας, που επισκέπτονται χωρίς φόβο κάθε χρόνο την ιδιαίτερη πατρίδα μου. Επιτέλους, πρέπει να δούμε την Τουρκία κατάματα, χωρίς παρωπίδες. Η Τουρκία δεν είναι ούτε αγία ούτε σοσιαλιστική. Ούτε η Ελλάδα. Ο ανταγωνισμός είναι στη φύση των καπιταλιστικών κρατών και μπορεί να φτάσει στα άκρα. Οι επενδύσεις επιχειρηματιών στην Τουρκία (συμπεριλαμβανομένων μεσαζόντων ξένων εταιριών) δεν εξασφαλίζουν την ειρηνική συνύπαρξη. Εξάλλου, οι ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις πάντα καρακοδοκούν. Και τα ντόπια κόμματα εξουσίας είναι καταστροφικά λόγω διαφθοράς, άγνοιας και εξάρτησης. Γι’ αυτό οι λαοί των δύο χωρών πρέπει να κινούνται σταθερά στη σωστή κατεύθυνση. Να μη ρίχνουν λάδι στη φωτιά, να επιδιώκουν την ειρήνη, τη δημοκρατία και την καλή γειτονία και να παλεύουν για την εσωτερική αλλαγή των κοινωνιών. Ανακεφαλαιώνοντας, θέλω να υπογραμμίσω ότι έχουμε μείνει πολύ πίσω σε ζητήματα εσωτερικής διακυβέρνησης και εξωτερικής πολιτικής. Ζούμε με αντιλήψεις που απεικονίζουν περισσότερο ένα ωραιοποιημένο παρελθόν, έχουμε σύγχυση για το παρόν και δεν βλέπουμε καθόλου το μέλλον. Κι αυτό θα συνεχίσουμε να το πληρώνουμε ακριβά.

 

Σχόλια

Exit mobile version