Παλαιότερα οι Έλληνες «μίσευαν», τώρα λέμε πως «μεταναστεύουν». Της Μαρίας Πετρίτση

Από τα τέλη του 19ου και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, η μετανάστευση αποτελεί γνωστό φαινόμενο του ελληνισμού. Στο παρελθόν η μετανάστευση αφορούσε κυρίως τα κατώτερα εργατικά στρώματα, που ξενιτεύονταν προκειμένου να γλιτώσουν από την ανέχεια. Τώρα παρατηρείται πως την Ελλάδα εγκαταλείπουν κυρίως άνθρωποι που διαθέτουν πανεπιστημιακή μόρφωση, επειδή γνωρίζουν δυστυχώς πως τη σήμερον ημέρα ένα μικρό γράμμα είναι το μόνο που χωρίζει το έδρανο από τον έρανο.
Όσο και αν απολαμβάνουν τα φυσικά προτερήματα της χώρας τους, οι Έλληνες δεν τολμούν να εμπιστευτούν το μέλλον τους σε μια κοινωνία που δείχνει να έχει εξαντλήσει τη θέληση και την ικανότητά της να διαχειριστεί εποικοδομητικά την κρίση της.

Η φυγή
Η ανεπάρκεια των εναλλακτικών λύσεων που υπαγορεύονται από την κορυφή της πυραμίδας, αναγκάζει το λαό να επινοεί λύσεις ανάγκης από τη βάση της. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα της κρίσης ανοίγει διάπλατα τις πόρτες προς το εξωτερικό, όχι προς αναζήτηση περαιτέρω εξειδίκευσης ή κάποιας λαμπρής καριέρας, όπως γινόταν παλιότερα, αλλά προς άγραν τροφής και στέγης για ανθρώπους που στην πατρίδα τους θα δυσκολεύονταν πλέον μέχρι και να επιβιώσουν. Η αδυναμία του κράτους να απορροφήσει το επιστημονικό δυναμικό της χώρας είναι η κυριότερη αιτία που οδηγεί τους νέους σε αυτή τη λύση ανάγκης. Τη φυγή. Παλαιότερα οι Έλληνες «μίσευαν», τώρα λέμε πως «μεταναστεύουν». Η φόρτιση των λέξεων είναι διαφορετική, όπως είναι άλλωστε πια και οι συνθήκες του ξενιτεμού. Παρόλα αυτά, το συναίσθημα παραμένει απαράλλαχτο. Όπως τότε, έτσι και τώρα ο Έλληνας είναι αναγκασμένος να πληρώσει το τίμημα επιβιώνοντας μόνος στην αλλότρια γη αλλά και ταυτόχρονα διατηρώντας ανέπαφες τις παραδοσιακές αξίες και την ταυτότητά του. Οφείλει να ενσωματωθεί το συντομότερο δυνατόν στη νέα τάξη πραγμάτων υπερασπιζόμενος όμως τους κώδικες, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου του που έφτασαν ώς εκείνον ταξιδεύοντας από γενιά σε γενιά. Αυτή είναι μια δύσκολη εσωτερική μάχη.
Είναι γεγονός πως ορισμένες ευρωπαϊκές, τουλάχιστον, κοινωνίες είναι αρκετά ανθεκτικές σε εξωτερικές «εισβολές». Κατά κάποιο τρόπο αντιστέκονται κάπως στο ξενόφερτο στοιχείο. Αρχικά τουλάχιστον, και ιδίως σε καιρό κρίσης. Χωρίς ακριβώς να ζητούν εχέγγυα και δοκιμές, είναι βέβαιο πως ο Έλληνας είναι υποχρεωμένος να φανεί γενναίος. Να αποδείξει την ασυμβίβαστη ακεραιότητα του χαρακτήρα και την αξία του περνώντας από ένα είδος καθημερινού «ελέγχου διαπιστευτηρίων» του κύρους και της προσαρμοστικότητάς του προτού τον δεχτούν στους κόλπους τους ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας τους – κάτι που, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν επιτυγχάνεται ποτέ 100%.
Παρ’ ότι προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα και φυσικά δανείζεται και υιοθετεί νέα στοιχεία, είναι γεγονός πως ο Έλληνας δεν λησμονεί την Ελλάδα. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα ήταν ασυνεπές με την προσωπικότητά του και ιδιαίτερα πικρό παρ’ όλη την ευημερία που ενδέχεται να προσφέρει το ξένο κράτος. Αντιθέτως, η νοσταλγία του ενδυναμώνει την αίσθηση του πρωταρχικού ανήκειν του. Το ανοίκειο περιβάλλον, όσο βολικό και αν είναι, δεν του αφαιρεί την ιδιοπροσωπία του. Σε ορισμένα πράγματα μένει πιστός μέχρι θανάτου. Ο περίγυρος από τον οποίο απομακρύνθηκε ζει πάντα εντός του. Η σκέψη του παραμένει αδιαπραγμάτευτα ελληνική, όπως και η ταυτότητά του. Παρ’ όλες τις σύγχρονες τάσεις και αντιφάσεις, παρ’ όλη την τάση παγκοσμιοποίησης μέχρι και των ίδιων των ανθρώπινων ιδανικών και αξιών, η ιστορική μνήμη του Έλληνα λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα για την ταυτότητά του. Το ίδιο και τα οράματά του.

Μοιάζει με κρυφή αμαρτία
Η μέρα της επιστροφής στα πάτρια εδάφη είναι για κάθε Έλληνα ο υπέρτατος στόχος και ένα μεγάλο, ανομολόγητο μυστικό. Μοιάζει με κρυφή αμαρτία. Παρ’ όλες τις δυσχερείς συνθήκες που επικρατούν στη χώρα προς το παρόν, η Ελλάδα είναι η γη της γέννησης και ενδεχομένως του θανάτου του. Ο τόπος που μιλάει μέσα του διαφορετικά απ’ όλους τους άλλους τόπους και άρα είναι ικανός τόσο να τον μισεί όσο και να τον λατρεύει. Πολύ συχνά πίσω από τα χειρότερα μίση κρύβονται οι μεγαλύτεροι έρωτες. Η Ελλάδα είναι ο τόπος απ’ όπου ξεκίνησε η ζωή και όπου τον περιμένουν οι πρόγονοί του για να ταφεί πλάι τους στο τέλος.
Ο σύγχρονος Έλληνας μετανάστης δεν θέλει να μιλά ανοιχτά για όλα αυτά. Κατά κάποιο τρόπο δείχνει να τα απεχθάνεται και να τα αρνείται. Τον ενοχλούν. Συχνά προσπαθεί να τα ξορκίσει, όπως έχει ανάγκη να ξορκίζει ο άνθρωπος όλα όσα τον υπερβαίνουν και τον τρομάζουν παρόλο το δέος που αισθάνεται ενώπιόν τους, και ας παραπέμπουν σε κάτι ιερό.
Εντούτοις, δεν υπάρχει ξενιτεμένος Έλληνας που κάποια στιγμή στη ζωή του να μην έχει μουρμουρίσει, έστω και νοερά, το γνωστό στίχο: «Εδώ στην ξένη χώρα, αχ τι στεναχώρια», εννοώντας τον βαθιά. Ακόμα και όσα συχνά καταδικάζει στον χαρακτήρα του τόπου του, υπό άλλες συνθήκες είναι εκείνα ακριβώς που τον προσδιορίζουν, μέσα σε έναν περίγυρο όπου θεωρείται «ξένος» – χωρίς εμπάθεια αλλά ρεαλιστικά, μιας και αυτός ακριβώς ο αλλότριος περίγυρος είναι φυσικό να αγνοεί, αν δεν αντιμάχεται κιόλας, τους κώδικες, τις παραδόσεις και την ταυτότητα ενός Έλληνα.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, οι άνθρωποι δεν ανταγωνίζονται μόνο, μετέχουν και σε μια οικεία τελετή που επιβεβαιώνει κοινές ανθρώπινες αξίες. Χωρίς τις ιδιαίτερες αξίες που τον προσδιορίζουν όμως, και χωρίς το ενδόμυχο όραμα της επιστροφής, ο άνθρωπος αυτός θα ήταν ευάλωτος. Ο αγώνας να κρατηθεί Έλληνας μακριά από το χώμα της πατρίδας του είναι μια καθημερινή μάχη με την πραγματικότητα, που τίποτε δεν θα πρέπει να σταθεί ικανό να την υπονομεύσει. Παρ’ όλη την επιλογή του να εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη -επιβεβλημένη από τη Νέα Τάξη εν προκειμένω- η ελπίδα της επιστροφής σε κάτι «δικό του» είναι η ενδόμυχη καύσιμη ύλη της ψυχής του: ένας Έλληνας που ζει, πεθαίνει και θάβεται σε ξένο τόπο, δεν αναπαύεται ποτέ.

*Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!