Αρχική περίπτερο ιδεών Είτε το θέλουν οι Δυτικοί είτε όχι, ο κόσμος αλλάζει!

Είτε το θέλουν οι Δυτικοί είτε όχι, ο κόσμος αλλάζει!

Την ώρα που οι Βρετανοί ασχολούνταν με το δημοψήφισμα στη Σκωτία, οι Ισπανοί με το δημοψήφισμα στην Καταλωνία, οι Γάλλοι με τις αποκαλύψεις της συντρόφου του Ολάντ, οι Πολωνοί με τις εξελίξεις στην Ουκρανία και το διορισμό του πρωθυπουργού τους στη θέση του προέδρου του Συμβουλίου της Ευρώπης και οι Έλληνες με τις κόρες της Αμφίπολης και το κόψιμο του Τσίπρα από τη ΝΕΡΙΤ, ένας παράλληλος κόσμος κάνει μεγάλα βήματα στην οικοδόμησή του. Ένας παράλληλος κόσμος που η εξέλιξή του θα καθορίζει όλο και πιο πολύ την πορεία της ανθρωπότητας. Πρόσφατο, αλλά όχι μοναδικό συμβάν παγκόσμιας εμβέλειας, η συνάντηση του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίν και του Ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι, στο Δελχί, και η διαμορφούμενη νέα ποιότητα στις σχέσεις των δύο γιγάντων. Μία συνάντηση που σκόπιμα πέρασε χαμηλότονα στις σελίδες των δυτικών ΜΜΕ, κι ας αφορά άμεσα τις κοινωνίες δύο δισεκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων ψυχών (2,3 δισ.!) και έμμεσα τους πάντες επί γης.

 

Κίνα – Ινδία

Οι προβλέψεις δυτικών αναλυτών και οι ελπίδες των δυτικών μητροπόλεων ότι ο νεοεκλεγείς με εθνικιστική ρητορεία πρωθυπουργός της Ινδίας θα ήταν πιο επιθετικός έναντι των Κινέζων, δεν φαίνεται να επαληθεύονται. Μάλλον το αντίθετο προκύπτει εάν κρίνει κανείς από το κλίμα της συνάντησης, από το μέγεθος των συμφωνιών που υπογράφτηκαν και από τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν για την επίλυση χρόνιων εκκρεμοτήτων, όπως οι συνοριακές διαφορές, μεταξύ των δύο χωρών.

«Είμαι ευχαριστημένος με τις συμφωνίες για τα δύο κινεζικά βιομηχανικά πάρκα στην Ινδία και τη δέσμευση για την πραγματοποίηση κινεζικών επενδύσεων ύψους 20 δισ. δολαρίων τα επόμενα πέντε χρόνια. Επίσης, συμφωνήσαμε σε συγκεκριμένα βήματα για να ενισχύσουμε τη συνεργασία στην αναβάθμιση του σιδηροδρομικού τομέα της Ινδίας. Θα ξεκινήσουμε τη διαδικασία δρομολόγησης της συνεργασίας στην πυρηνική ενέργεια η οποία θα υποστηρίξει την ευρύτερη συνεργασία μας στην ενεργειακή ασφάλεια», δήλωσε ο Ναρέντρα Μόντι. Παραπέρα, συζήτησαν για θέματα που αφορούν την ανάπτυξη σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, ζητήματα που αφορούν την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή τους και την προοπτική δημιουργίας ενός «οικονομικού διαδρόμου» που θα συνδέει την Κίνα, την Ινδία, το Μπάνγκλαντες και τη Μιανμάρ. Συμφώνησαν δε να ανοίξει οδικά άλλος ένας συνοριακός σταθμός μεταξύ των δύο χωρών. «Αρχίζουμε μία νέα περίοδο στις σχέσεις μας».

Ήδη το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών έχει φτάσει τα 66 δισ. δολάρια ετησίως, με τη μερίδα του λέοντος στις κινέζικες εξαγωγές, μια ανισορροπία που ο Κινέζος πρόεδρος υποσχέθηκε να αλλάξει επιτρέποντας την εισαγωγή στην Κίνα περισσότερων ινδικών προϊόντων, εξέλιξη που θα ενισχύσει τόσο τον τομέα της βιομηχανίας και των υπηρεσιών όσο και τον αγροτικό τομέα στην Ινδία.

Η προσέγγιση αυτή αλλάζει ακόμα περισσότερο τα δεδομένα στις παγκόσμιες γεωπολιτικές ισορροπίες. Ενισχύει όχι μόνο τις διμερείς σχέσεις των γιγάντων, αλλά και το εγχείρημα των BRICS, δηλαδή των χωρών (Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Νότια Αφρική) που δημιουργούν από κοινού ένα ξεχωριστό οικονομικό και πολιτικό πόλο από τον μέχρι σήμερα κυρίαρχο δυτικό. Με δεδομένη δε την περαιτέρω σύσφιγξη των ρωσοκινεζικών σχέσεων που φαίνεται να επιταχύνεται καθώς ξεδιπλώνεται η αυξανόμενη επιθετικότητα των ΗΠΑ, όπως εκφράστηκε στη Λιβύη, τη Συρία και, καθοριστικά, στην Ουκρανία, όλα δείχνουν ότι καινούργια κέντρα αποφάσεων σχηματίζονται ανεξάρτητα από τα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης. Όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να υποτιμήσει τα γεγονότα, μία νέα απτή πραγματικότητα διαμορφώνεται συν τω χρόνω.

 

Κίνα – Ρωσία

«Η εδραίωση στενότερων δεσμών με την Κίνα –τον έμπιστό μας φίλο- αποτελεί την άνευ όρων προτεραιότητα της Ρωσίας στην εξωτερική πολιτική… Καθιερώσαμε μια υποδειγματική συνεργασία που πρέπει να γίνει μοντέλο για τις μεγάλες δυνάμεις.» (Βλαντιμίρ Πούτιν, Κινέζικη Κεντρική Τηλεόραση CCTV)

Από τη δεκαετία του 1960, οι Κινέζοι με τους Σοβιετικούς είχαν διαχωρίσει τις επιλογές και τα συμφέροντά τους. Κι έτσι, η μετασοβιετική εποχή βρήκε την Κίνα και τη Ρωσία διαποτισμένες τουλάχιστον από επιφύλαξη και καχυποψία. Έκτοτε, άρχισαν να γίνονται διεργασίες άρσης των εμποδίων και ανεύρεσης πεδίων συνεργασίας, αλλά σε ρυθμό ρελαντί, γιατί πλέον συναλλάσσονταν ως ανταγωνιστικά καπιταλιστικά κράτη που διεκδικούν αγορές και επιζητούν κέρδη. Η υπεροπλία της Ρωσίας και ο εκρηκτικός ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας χρειάζονταν ένα εξωτερικό παράγοντα για να τα κάνει συμβατά. Κι αυτός ο εξωτερικός παράγοντας είναι οι ΗΠΑ, οι οποίες με την αυξανόμενη επιθετικότητά τους άμβλυναν τις ρωσοκινέζικες διαφορές και έσπρωξαν εσπευσμένα τις δυο μεγάλες χώρες σε μια στρατηγική συνεργασία.

Η καταστροφή της Λιβύης και η εκδίωξη 14 χιλιάδων Κινέζων τεχνικών, που φιλοξενήθηκαν προσωρινά στην Κρήτη, αλλά και η παρ’ ολίγον στρατιωτική επέμβαση στη Συρία (που ακόμα παίζεται) η οποία απείλησε τη σύμμαχο της Ρωσίας, δεν είναι παρά μόνο δύο από τις πιο κραυγαλέες πτυχές αυτής της επιθετικότητας. Η δημιουργία της AFRICOM και οι στρατιωτικές επεμβάσεις των Γάλλων στην Αφρική, όπου υπάρχει σημαντική επενδυτική δραστηριότητα της Κίνας, η ενίσχυση του αμερικανικού στόλου στον Ειρηνικό σε απόσταση αναπνοής από την Κίνα, η ενθάρρυνση της Ιαπωνίας και των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας να περιορίσουν τις συναλλαγές τους με την Κίνα, η επέκταση του ΝΑΤΟ και οι πυραυλικές εγκαταστάσεις στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η ενεργή ανάμιξη στις ρωσογεωργιανές υποθέσεις και, τώρα, η προκλητική συμβολή των Αμερικάνων στο πραξικόπημα που ανέτρεψε τον εκλεγμένο πρόεδρο της Ουκρανίας, είναι μερικές μόνο από τις εχθρικές δράσεις των ΗΠΑ εναντίον της Κίνας και της Ρωσίας, οι οποίες, κατά κανόνα, μέχρι στιγμής, ακολουθούν μια πολύ υποχωρητική γραμμή σε στρατιωτικό επίπεδο, θέλοντας να κερδίσουν χρόνο, εκτιμώντας προφανώς ότι δεν τις συμφέρει να παρασυρθούν σε μια γενικευμένη πολεμική αναμέτρηση. Δεν μένουν, όμως, ανενεργές, αναζητώντας συνεχώς αντίμετρα και εναλλακτικούς δρόμους που πλήττουν τον αντίπαλο στο πολιτικό και οικονομικό του υπογάστριο, εκεί που είναι συγκεντρωμένες όλες οι αδυναμίες του. Η δημιουργία του BRICS είναι ίσως η σημαντικότερη επιλογή τους, με τακτικά οφέλη και στρατηγικούς στόχους.

Πολύ πρόσφατα, υπογράφτηκαν δύο πολύ μεγάλες συμφωνίες μεταξύ Κίνας και Ρωσίας. Η μία αφορά την πώληση αερίου στην Κίνα αξίας 400 δισ. δολαρίων σε βάθος 30 χρόνων, αποφέροντας στη Ρωσία 13 δισ. δολάρια ετησίως. Η δεύτερη, που υπεγράφη από δύο μεγάλες τράπεζες, τη ρωσική VTB και την κινεζική Bank of China, προβλέπει την πραγματοποίηση συναλλαγών με ρούβλια και ρενμίνμπι αντί για δολάρια. «Η Κίνα κατέστη σταθερά ο βασικός εμπορικός παρτενέρ μας», δήλωσε ο Βλαντιμίρ Πούτιν, αναφερόμενος στην επέκταση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών που υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν τα 100 δισ. δολάρια το 2015 και θα φτάσουν τα 200 δισ. το 2020.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το κινέζικο νόμισμα έγινε σε λίγα χρόνια το πέμπτο σε παγκόσμια χρήση και υπολογίζεται ότι μέσα σε μία πενταετία θα είναι το τρίτο μετά το δολάριο και το ευρώ. Στο επίπεδο της Νοτιοανατολικής Ασίας, ήδη πραγματοποιούνται συναλλαγές σε ρενμίνμπι που η ισοτιμία τους σε δολάρια, το 2013, ανήλθε στα 759 δισ.

Και οι δύο αυτές συμφωνίες, μαζί με άλλες 40 για την κατασκευή από κοινού μεγάλων αεροσκαφών και ελικοπτέρων, για έργα υποδομής, αγροτικά προϊόντα, ορυκτά, τουρισμό, επιστημονική συνεργασία κ.ά., αλλάζουν όχι μόνον τον οικονομικό, αλλά και τον γεωπολιτικό άξονα και πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι επιλέχθηκαν και προωθήθηκαν ταχύτερα σαν άμυνα στην επιθετικότητα των ΗΠΑ. «Εάν κλειδώσεις την μπροστινή πόρτα, σιγουρέψου ότι είναι κλειδωμένη και η πίσω πόρτα. Στην προκειμένη περίπτωση, η Δύση παρέλειψε να κλειδώσει την πίσω πόρτα», δήλωσε ο David Kuo, διευθύνων σύμβουλος της Motley Fool Singapore.

30_ΣΙ _ΤΣΙΝΠΙΝ-p193119capv4r1pvtkmvit3orgΣΙ ΤΖΙΝΠΙΝ

BRICS

Τέτοιου τύπου διμερείς συμφωνίες, όπως και η ρωσοκινεζική συμφωνία για την ίδρυση οργανισμού αξιολόγησης στον οποίο θα δίνονται στοιχεία από τα δύο κράτη και όχι στις δυτικές εταιρίες αξιολόγησης Fitch, Moody’s και Standard and Poor, πρέπει να ειδωθούν σε συνδυασμό με τις συλλογικές συμφωνίες στο πλαίσιο του BRICS. Και ειδικά σε σχέση με τις φετινές αποφάσεις, στη Φορταλέζα της Βραζιλίας, για τη δημιουργία τράπεζας εναλλακτικής στην Παγκόσμια Τράπεζα με κεφάλαια και των πέντε μελών. Η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα, όπως ονομάστηκε, θα έχει έδρα στη Σαγκάη, πρόεδρο Ινδό και πέντε ισότιμες ψήφους, σε αντίθεση με την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, που οι Αμερικάνοι έχουν το πάνω χέρι.

Σήμερα, οι BRICS (Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Νότια Αφρική) έχουν το 42,6% του παγκόσμιου πληθυσμού, το 29,6% του εδάφους, το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και την τελευταία δεκαετία έχουν εισφέρει το 50% της παγκόσμιας ανάπτυξης. Η δημιουργία αυτής της τράπεζας «αντανακλά μια θεμελιώδη αλλαγή στην παγκόσμια οικονομική και πολιτική ισχύ. Οι χώρες του BRICS, σήμερα, είναι πλουσιότερες από όσο ήταν οι αναπτυγμένες χώρες όταν ιδρύθηκαν η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Είμαστε σε ένα διαφορετικό κόσμο, αλλά οι παλιοί θεσμοί έχουν μείνει πίσω… Δημιουργείται μια νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική», δήλωσε στο Democracy Now!, ο νομπελίστας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia Joseph Stiglitz, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας.

 

Πώς αλλάζει ο κόσμος

Δεν είναι μόνο η οικονομική ανάπτυξη που απειλεί την μέχρι πρότινος παντοδυναμία των ΗΠΑ. Είναι το διαφορετικό «στυλ» με το οποίο οι νέες δυνάμεις, και λίαν συντόμως υπερδυνάμεις, αναπτύσσονται, συνεργάζονται και επεκτείνονται. Είναι η πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία, ίσως και στην παλιότερη, που αυτό επιτυγχάνεται δια των διαπραγματεύσεων σε βάση ισοτιμίας και όχι στη βάση κυρίαρχου-κυριαρχούμενου. Ακόμα και η μεταπολεμική Ευρώπη αναπτύχθηκε υπό καθεστώς εξάρτησης και κηδεμονίας. Η Ιαπωνία έχει ακόμα το Σύνταγμα που της επέβαλαν οι Αμερικάνοι με τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι και, στο έδαφός της, στην Οκινάουα, σταθμεύουν αμερικάνικα στρατεύματα. Το ίδιο και στην Ευρώπη, τα οποία μάλιστα ενισχύονται αντί να αποδυναμώνονται.

Αυτή η «αντίληψη» είναι αδιανόητη για τους Δυτικούς και δη τους Αμερικάνους. Είναι εντελώς έξω από τη «λογική» πάνω στην οποία έχουν οικοδομήσει την ισχύ και την ύπαρξή τους. Εξ ου και οι χίλιες αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στο εξωτερικό, εξ ου και οι πόλεμοι, επεμβάσεις και πραξικοπήματα που «τρέχουν» στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική, ακόμα και στην ίδια την Ευρώπη (βλέπε Γιουγκοσλαβία και Ουκρανία).

Έτσι, αφενός το «νέο» μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που βασίζεται πολύ στον κεντρικό σχεδιασμό και τον προστατευτισμό εσωτερικά και στις άνευ πολιτικών δεσμεύσεων διακρατικές συμφωνίες εξωτερικά, γίνεται, εκ του αποτελέσματος, όλο και πιο ελκυστικό σε όλο και περισσότερες χώρες ανά τον κόσμο, που έχουν στην κυριολεξία φτύσει αίμα με το καθεστώς και τους όρους της αμερικανοκρατίας από τη δεκαετία του 1940 μέχρι σήμερα. Αυτοί οι δύο λόγοι έχουν αναστατώσει τη Δύση, που δεν δείχνει να έχει καμία ευελιξία. Κι όταν εκδηλώνεται κάποια τέτοια τάση στο εσωτερικό της Δύσης, οι ΗΠΑ, ως υπερκηδεμόνας, επεμβαίνουν και τη σταματούν, όπως έκαναν χρησιμοποιώντας την Ουκρανία για να καταστρέψουν τις σχέσεις συνεργασίας της Ρωσίας με την Ευρώπη που έδειχναν να μπαίνουν σε καλό δρόμο. Το ίδιο προσπαθούν να κάνουν, άλλοτε με επιτυχία κι άλλοτε όχι, στη Νοτιοανατολική Ασία όπου υποθάλπουν όλες τις κληρονομημένες διαφορές, ιδίως εδαφικές, ανάμεσα στις χώρες της περιοχής, προκειμένου να εμποδίσουν την ανάπτυξη των σχέσεων των χωρών με την Κίνα και μεταξύ τους. Το γεγονός ότι δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την εξελισσόμενη σύσφιγξη των σχέσεων της ηπειρωτικής Κίνας με την νησιωτική Κίνα, αλλιώς Ταϊβάν, δείχνει και τα όρια αυτής της προσπάθειας.

«Από το 1900 στο 1980, το 70-80% της παγκόσμιας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών συγκεντρωνόταν στην Ευρώπη και την Αμερική, που κυριαρχούσαν αδιαφιλονίκητα στον υπόλοιπο κόσμο. Το 2010, το Ευρωαμερικάνικο μερίδιο είχε μειωθεί στο 50% περίπου, ή κοντά στο ίδιο επίπεδο που είχαν το 1860. Κατά πάσα πιθανότητα, θα συνεχίσει να πέφτει και μπορεί να φτάσει χαμηλά στο 20-30%, κάποια στιγμή μέσα στον 21ο αιώνα. Αυτό ήταν το επίπεδο που βρίσκονταν στο γύρισμα του 19ου αιώνα και θα είναι συνεπές με το μερίδιο των Ευρωαμερικάνων στον παγκόσμιο πληθυσμό.» (Τομά Πικετί, Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα)

Οι Αμερικάνοι είναι πολύ δύσκολο, έως αδύνατο προς το παρόν, να χωνέψουν ότι οι παγκόσμιοι συσχετισμοί αλλάζουν εις βάρος τους. Και αντιδρούν σκληρά καταστρέφοντας όποιον αδύνατο θεωρήσουν εμπόδιο στο δρόμο τους ή προσφέρεται για εργαλείο τους στην ανάσχεση της ενδυνάμωσης των αναδυόμενων χωρών.

Μπορεί οι Κινέζοι να προσπαθούν να καθησυχάσουν τους Αμερικάνους, αλλά αυτό όσο περνάει ο καιρός και το χάσμα ανάμεσά τους μεγαλώνει, θα είναι όλο και πιο δύσκολο. «Η αναπτυξιακή τράπεζα του BRICS με κανένα τρόπο δεν σχεδιάστηκε για να υπονομεύσει την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο· αντιθέτως αποσκοπεί στο να λειτουργεί συμπληρωματικά και να καλύπτει γωνιές του κόσμου που εκλιπαρούν για βοήθεια, αλλά οι δύο οργανισμοί αδυνατούν να ανταποκριθούν εξ αιτίας έλλειψης είτε κονδυλίων είτε βούλησης», διαβάζει κανείς στο σχετικό editorial του κινεζικού πρακτορείου ειδήσεων Xinhua, αλλά ποιος στην Ουάσινγκτον ή το Λονδίνο το εκλαμβάνει αυτό τόσο ανάλαφρα;

«Δεν αρέσει στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι από το φετινό Σεπτέμβρη, οι ΗΠΑ θα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο, σύμφωνα με το νέο τρόπο που υπολογίζουμε την ισοτιμία των αγορών, το πώς συγκρίνουμε τις χώρες. Νομίζω ότι είναι δύσκολο για τις ΗΠΑ να δεχτούν την έννοια ότι δεν είναι πλέον –ούτε θα είναι στο μέλλον- η μεγαλύτερη χώρα. Δεν είναι πια η μεγαλύτερη χώρα στο εμπόριο, στα διαθέσιμα και σε άλλους τομείς, αλλά η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο (μετά την Κίνα)» (J. Stiglitz).

 

Πού πάει, λοιπόν, ο κόσμος;

Τηρουμένων των αναλογιών, η συμπεριφορά των Αμερικάνων, ώρες-ώρες θυμίζει την εποχή της Αθήνας που ευδοκιμούσαν οι πολιτειακοί θεσμοί, η στρατιωτική υπεροχή, ο υλικός πλούτος, το εμπόριο, τα γράμματα και οι τέχνες, τα οποία, όμως, δεν απέτρεψαν, την αλαζονική επιθετική πολιτική των Αθηναίων η οποία οδήγησε στην τρομακτική καταστροφή στη Σικελία και, τελικά, στην εξουθενωτική ήττα στον τριακονταετή Πελοποννησιακό Πόλεμο.

Σχόλια

Exit mobile version