Του Στέλιου Ελληνιάδη
Πρωτάκουσα τον Μητροπάνο να τραγουδάει, στο Στορκ, ένα από τα πιο κυριλέ κοσμικά μαγαζιά της καλής εποχής της «παραλίας», στον Άγιο Κοσμά, με το μεταξωτό πουκάμισο ανοιχτό, όπως ταίριαζε στα λαϊκά παιδιά, τύπου Πουλόπουλου. Με τη διαφορά ότι ο Μητροπάνος είχε κρεμασμένο στο στήθος του από μια χρυσή αλυσίδα ένα μικρό σφυροδρέπανο αντί για το κλασικό σταυρουδάκι!

Το ξάφνιασμα ήταν ευχάριστο αν και δεν κόλαγε καθόλου με την πελατεία και τις σαμπάνιες. Αυτός έχει τη δική του, είπα μέσα μου. Εξάλλου, ο λόγος που μου άρεσε δεν είχε καμία σχέση με τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Είχε να κάνει με την ερμηνεία του. Και το στιλ του. Απλό και λιτό στο πάλκο και την πίστα, της σχολής Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Διονυσίου.
Ήμουν τότε διευθυντής ρεπερτορίου στη δισκογραφική εταιρία CBS και βασικό μέρος της δουλειάς μου ήταν να παρακολουθώ από κοντά ό,τι συνέβαινε στο χώρο του τραγουδιού, προσπαθώντας να επισημάνω τα μουσικά ρεύματα που αναδύονταν και τις τάσεις του κοινού, να εντοπίσω ταλέντα και να κλείσω συνεργασίες.
Από τα ραδιόφωνα, τα μπουζουξίδικα, τα καφενεία, τις ταβέρνες και τα ταξί όλης της χώρας ξεχυνόταν η φωνή του Μητροπάνου με ένα λαϊκό τραγούδι, αλλιώτικο, μπαλαντοειδές, ερωτικό, σπαρακτικό, «καψούρικο» που, όμως, δεν είχε το φτηνό, το «χύμα» των καψουροτράγουδων που βρίσκονταν στον αντίποδα των «πολιτικών» τραγουδιών και των εμβατηρίων που είχαν κατακλύσει ορμητικά τα γήπεδα, τις μπουάτ και τα δισκοπωλεία στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Κάνε κάτι, λοιπόν, να χάάάάσω το τρένο…
Όταν το πρωτάκουσα, ένιωσα ότι είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα λαϊκά τραγούδια νέου τύπου, που ξεπηδάνε μέσα από τα μπουζουξίδικα στις Τζιτζιφιές. Πιο βαρύ από τα ελαφρολαϊκά της Μαρινέλλας που πήραν το πάνω χέρι στα χρόνια της δικτατορίας και πιο ελαφρύ από τα ζεϊμπέκικα που τραγουδούσε ο Διονυσίου λίγο πιο κάτω.
Το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν του Τάκη Μουσαφίρη, που ήταν ίσως ο πιο εμπορικός τραγουδοποιός της εποχής, αλλά και ο πιο αντιφατικός. Δούλευε μαέστρος στα μπουζουξίδικα και έγραφε τα πιο σοκαριστικά σουξέ της εποχής όπως το κραυγαλέο «Ατάκα κι επί τόπου» που τραγούδησε η Δούκισσα. Μέσα το, όμως, κρατούσε ζωντανό τον άλλο του εαυτό, τον τραγουδιστή που με την κιθάρα του έλεγε ερωτικές μπαλάντες στις μπουάτ. Στον Μητροπάνο, ο Μουσαφίρης βρήκε τον ιδανικό ερμηνευτή των συνθέσεών του, γιατί ο Τρικαλινός μπορούσε να τραγουδήσει τα πιο ντιρέκτ ερωτικά τραγούδια, τα τραγούδια με σλόγκαν που αποτελούσαν ειδικότητα του Γιαννιώτη δημιουργού, χωρίς τη χροιά του «καψούρικου». Με τα τραγούδια του Μουσαφίρη («Πες μου που πουλάν καρδιές», «Σε μια στοίβα καλαμιές», «Τι το θες το κουταλάκι να μου δίνεις το φαρμάκι…» κ.ά.) και τα συγγενή τραγούδια του Σπύρου Παπαβασιλείου («Καλοκαίρια και χειμώνες» κ.λπ.) ο Μητροπάνος απογειώνεται. Μέχρι τότε, ο Μητροπάνος έχει κάνει επιτυχίες, αλλά σκόρπιες μέσα σε μια δεκαετία. Σ’ αυτή τη διετία,’76-’77, ο Μητροπάνος σαρώνει με ριπές επιτυχιών και καθιερώνεται σαν μονάδα με προσωπικό ύφος και ρεπερτόριο.
Αυτή η περίοδος που είναι ίσως η σημαντικότερη στην καθιέρωσή του, έκτοτε υποτιμάται από τους δημοσιογράφους και βιογράφους του. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ένα διπλό άλμπουμ που εκδίδει το 1985 η Polygram με την οποία συνεργαζόταν μέχρι το 1987, στο μακροσκελές βιογραφικό του σημείωμα, με την υπογραφή Λ. Τ., αυτή η περίοδος των μεγάλων επιτυχιών του και της καθιέρωσής του μεταξύ των βαρέων βαρών του λαϊκού τραγουδιού αποσιωπάται εντελώς. Το ίδιο συμβαίνει σε μεταγενέστερες αναδρομές, ενώ υπερτονίζεται η συνεργασία του με «έντεχνους» δημιουργούς. Είναι μέρος ενός καινούργιου «ίματζ» που λατρεύει τον λαϊκό Μητροπάνο, αλλά για να το ομολογήσει χρειάζεται άλλοθι.
Το 1983, στο πλαίσιο των συναυλιών που οργανώναμε, με το «ντέφι», στο θέατρο Λυκαβηττού με Γαβαλά, Αλεξίου, Αγγελόπουλο, Γλυκερία, Βιτάλη, Παπάζογλου κ.ά., με στόχο να προβάλλουμε το λαϊκό τραγούδι που δεχόταν πυρά από τα δημοσιογραφικά συγκροτήματα και μια μερίδα των «εντέχνων» που αισθάνονταν παραγκωνισμένοι από τη δημοτικότητά του, παρουσιάσαμε και τα τραγούδια του Τάκη Μουσαφίρη με βασικούς ερμηνευτές τον Δημήτρη Μητροπάνο και την Πίτσα Παπαδοπούλου. Παρ’ όλο που ο Μητροπάνος είχε ήδη στο ενεργητικό του πολλές επιτυχίες, ξεκινώντας από τη «Θεσσαλονίκη» και τον «Ξενύχτη» του Ζαμπέτα, το «Δώσε μου φωτιά» των Μανισαλή-Ψυχογιού, το «Ο χάρος βγήκε παγανιά» του Μούτση, τα «Κύθηρα» του Κατσαρού κ.ά., ώς την πληθώρα των πετυχημένων τραγουδιών του Μουσαφίρη, το κατεστημένο των ΜΜΕ τον θεωρούσε περιθωριακό και τον σνόμπαρε μέχρι που τραγούδησε Θεοδωράκη και Τόκα. Με αυτά, όμως, τα λαϊκά τραγούδια της δεκαετίας του ’60 και του ’70, ο Μητροπάνος υπενθύμιζε σε όλους, μέχρι το τέλος, ότι ήταν και παρέμεινε ένας αυθεντικός λαϊκός τραγουδιστής.

Το παιδί από τα Τρίκαλα
Με την «αποχώρηση» του Δημήτρη Μητροπάνου επισπεύδεται το κλείσιμο μιας σημαντικής περιόδου του ελληνικού τραγουδιού. Η περίοδος της συνύπαρξης των δύο μεγάλων συγκοινωνούντων ρευμάτων, του λαϊκού τραγουδιού του Τσιτσάνη και του Ζαμπέτα και του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Περίοδος που δεν χαρακτηρίστηκε μόνο από τους μεγάλους συνθέτες και στιχουργούς, αλλά και από τους σπουδαίους ερμηνευτές που έδωσαν σάρκα και οστά στα τραγούδια και τα μετέφεραν στους «ώμους» τους από τις λαϊκές γειτονιές ώς τα πέρατα της οικουμένης.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος διακρίθηκε για την ευχέρειά του όχι μόνο να χρωματίζει πλούσια τα τραγούδια που του ανέθεταν οι συνθέτες να ερμηνεύσει, αλλά και να διεισδύει βαθιά στον συναισθηματικό κόσμο των ακροατών του. Από τον Άκη Πάνου στον Τάκη Μουσαφίρη και τον Σπύρο Παπαβασιλείου και από τον Δήμο Μούτση στον Απόστολο Καλδάρα, τον Μάριο Τόκα και τον Χρήστο Λεοντή, ο Μητροπάνος άφηνε το ευδιάκριτο στίγμα του, χωρίς περιττούς «θορύβους», πάντα ουσιαστικός σε ένα δρόμο που διάλεξε, ξεκινώντας από τα Τρίκαλα, και ακολούθησε με συνέπεια επί δεκαετίες, παρ’ όλη την πολύχρονη ταλαιπωρία του από σοβαρά προβλήματα υγείας. Αναμφίβολα, έφυγε πολύ νωρίς, στα 64 του χρόνια, ένα από τα πιο αγαπητά και ταλαντούχα παιδιά του ελληνικού τραγουδιού.
Στέλιος Ελληνιάδης

Υ.Γ. Γιατί φεύγουν νωρίς;
Με προσδόκιμο ζωής τα 76,8 χρόνια για τους άντρες στην Ελλάδα, οι καλλιτέχνες μας του τραγουδιού πεθαίνουν με μέσους όρους Περού, Ινδίας και Υεμένης. Τουλάχιστον 25 από τους σημαντικότερους συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές εγκατέλειψαν –εκούσια ή ακούσια- τα εγκόσμια σε ηλικίες δημιουργικές, κάτω από τα 70 χρόνια. Ο Δημήτρης Λάγιος και ο Νικόλας Άσιμος στα 39, ο Παύλος Σιδηρόπουλος 42, ο Μάνος Λοΐζος 45, ο Μανώλης Αγγελόπουλος και ο Μανώλης Χιώτης 50, ο Μάριος Τόκας 54, ο Γιάννης Παπαϊωάννου 59, ο Νίκος Παπάζογλου 63, ο Δημήτρης Μητροπάνος 64, ο Στράτος Διονυσίου και ο Πάνος Γαβαλάς 66, ο Γιώργος Ζαμπέτας και ο Άκης Πάνου 67, ο Απόστολος Καλδάρας 68, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μάνος Χατζιδάκις 69 και ο Στέλιος Καζαντζίδης 70. Μαζί τους και μερικοί από τους σημαντικότερους ποιητές-στιχουργούς, όπως ο Δημήτρης Χριστοδούλου 47, ο Άκος Δασκαλόπουλος 51 και ο Μανώλης Ρασούλης 66. Και βέβαια, σπουδαίες γυναίκες τραγουδίστριες, όπως η Φλέρυ Νταντωνάκη 61, η Βίκυ Μοσχολιού 62, η Ρίτα Σακελλαρίου 65 και η Δούκισσα 69, με προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες στην Ελλάδα (προ μνημονίου) τα 82,06 χρόνια. Ζωές συντομότερες από το αναμενόμενο, αλλά πολύ πιο πάνω από τις παλαιότερες και πιο άτυχες Στέλλα Χασκίλ και Μαρίκα Νίνου που, στη δεκαετία του ’50, έφυγαν στα 36 και 39 αντίστοιχα. Αν σ’ αυτούς προσθέσει κανείς και τους μουσικούς που πέθαναν νωρίς, η λίστα μεγαλώνει πολύ. Αιτία θανάτου, στην πλειοψηφία τους, καρκίνος και καρδιά. Τελικά, η επιτυχία, από μόνη της, δεν εξασφαλίζει τη μακροζωία. Ούτε, όμως, και η μουσική!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!