Μισητέ Αϊ-Βασίλη,
Εγώ δεν είχα καμία όρεξη να σου γράψω αυτό το ηλίθιο γράμμα. O μπαμπάς και η μαμά με πίεσαν. Ο μπαμπάς επιμένει να σε πιστεύει και η μαμά συνεχίζει να πιστεύει στα θαύματα γενικώς, παρόλο που δεν της συνέβη ποτέ κανένα – εκτός από μένα, όπως συχνά μου λέει. Κι εγώ έγινα χωρίς την παραμικρή σου μεσολάβηση (απ’ όσο γνωρίζω, τουλάχιστον…).

Τέλος πάντων, σου ξαναγράφω, παρ’ ότι ξέρω πως είσαι μεγάλος απατεώνας. Δεν έχω ελπίδα να πραγματοποιήσεις οποιαδήποτε από τις επιθυμίες τους. Θυμάσαι τα περσινά; Σου είχαν ζητήσει μια κυβέρνηση της προκοπής. Τι τους έστειλες; Την τρόικα – και δεν ήταν καν με ταράνδους. Τι άλλο σου είχαν ζητήσει; Λεφτά; Τι έστειλες εσύ; Τρεις περικοπές μισθών σε δόσεις για τον μπαμπά που είναι στο Δημόσιο. Του έφαγες και το δώρο! Μα, το δώρο; Είσαι τελείως ηλίθιος; Αυτό είναι που διασώζει το μύθο σου! Κι άφησες να κοπεί… Τι άλλο σου ζητούσαν; Α, ναι! Να γίνει κάτι με τα δάνειά μας. Τι έκανες εσύ; Τους έστειλες τον δικαστικό κλητήρα με κατασχετήριο σπιτιού και αυτοκινήτου και έναν περίεργο τύπο, σφίχτη κι αγριόφατσα. Δήλωσε «συνεργάτης της τράπεζας» που πέρασε απλώς για μια «υπενθύμιση» για τις καθυστερημένες δόσεις του καταναλωτικού. Το ότι ο μπαμπάς γύρισε το ίδιο βράδυ με μαυρισμένο μάτι και στραμπουληγμένο χέρι ήταν, και καλά, τυχαίο…
Το αποκορύφωμα ήταν βέβαια το χουνέρι που έκανες στη μαμά. Η οποία τι σου ζητούσε; Ένα καλύτερο πόστο στη δουλειά γιατί είχε μπουχτίσει μ’ έναν μαλάκα προϊστάμενο ή μια καλύτερη δουλειά, γιατί είχε μπλέξει με εργοδότη που πλήρωνε όποτε του περίσσευαν από τις γκόμενες και το καζίνο. Και τι της έδωσες; Το χαρτί της απόλυσης. Να σε χαιρόμαστε! Πάντα τέτοια! Και του χρόνου!

Αντιπαθητικέ και άχρηστε Αϊ-Βασίλη,
Εγώ δεν θέλω τίποτα απολύτως από σένα. Μπορείς να κάτσεις στ’ αβγά σου, εκεί στο Ροβανιέμι, στην Καισάρεια, στη χώρα του Ποτέ Ποτέ ή όπου αλλού βρίσκεσαι; Μπορείς να μείνεις εκεί, στη φωτιά σου και στις ανέσεις σου, να κουτουπώνεις πότε πότε την Αϊ-Βασίλαινα ή τα χόμπιτ σου –αν είναι του γούστου σου–, να τρως λουκάνικα ταράνδου και να την περνάς ζωή και κότα (ή ζωή και τάρανδο); Καλό θα μας κάνεις.
Αν πάντως επιμένεις ντε και καλά να περάσεις απ’ τα μέρη μας (αφήνει, βλέπεις, ο σπόνσορας, η Coca Cola;) και να μας ευεργετήσεις με την ίδια γενναιοδωρία που δείχνεις στα παιδιά της Αφρικής που πεθαίνουν από Aids, στα Ινδάκια που δουλεύουν σαν σκλάβοι, στα Αφγανάκια που σκυλοπνίγονται με τους γονείς τους στο Αιγαίο (με χορηγό τη Frontex…), αν επιμένεις λοιπόν να μας σώσεις και φέτος (όπως ο Παπανδρέου σώζει την Ελλάδα, ας πούμε), έχω να σου ζητήσω το εξής:
Φέρε στον μικρό Γιωργάκη που τυγχάνει πρωθυπουργός της χώρας ένα ελικόπτερο. Όχι παιγνίδι, κανονικό, μεγάλο, τουλάχιστον τεσσάρων θέσεων, και με δυνατότητα νυχτερινής πτήσης, να είναι σε ετοιμότητα στο Μαξίμου. Νομίζω πως θα του χρειαστεί.
Για μένα δεν θέλω τίποτα. Αν επιμένεις ντε και καλά να μου φέρεις δώρο, στείλε μου καμιά δεκαριά μολότοφ, να βρίσκονται για ώρα ανάγκης.
Χωρίς καμιά εκτίμηση, ο (όχι και τόσο μικρός) Γιαννάκης.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!