Της Έλενας Πατρικίου. Μα σε ποια γλυκά του κουταλιού μπαίνει και λίγη αρμπαρόριζα; Οι μαμάδες μας το ήξεραν.

Aκόμα κι αν δεν έφτιαχναν γλυκά του κουταλιού, είχαν δει τις δικές τους μανάδες να επαναλαμβάνουν τις τελετουργικές χειρονομίες. Έφυγαν χωρίς να αποκαλύψουν το μυστικό και τα καλοκαίρια μας είναι τώρα ορφανά.
Μα πώς ξέρεις πότε έδεσε το σιρόπι; Ξόρκια για δεσίματα της καρδιάς και του σώματος, μαγικές επωδοί για το δέσιμο του γλυκού, το φούσκωμα του ζυμαριού, για να μη γυρίσει το γάλα, να πήξει η κρέμα, να δέσει το ασπράδι, να μην ψηθεί ο κρόκος μες στο καυτό βούτυρο… Μαγεία της πείρας και χημεία της αγάπης. Και μαγικές προφυλάξεις: ποτέ δεν χτυπάς σαντιγί όταν έχεις περίοδο. Μισογυνικό; Ποια γυναίκα «αδιάθετη» αντέχει να πιάσει χτυπητήρι και δεν θα λυγίσει η ανάσα κι ο καρπός της την κρίσιμη στιγμή;
Γεύσεις αλλοτινού καλοκαιριού, με την εκρηκτική ηδονή του περιττού στα βαριά απογεύματα μετά τη σιέστα, στα ήπια βράδια μετά το σινεμά, στις ανήσυχες νύχτες που βυθίζονταν σε ανθρώπινους ήχους. Ζάχαρη άχνη και μυρωδιά τριαντάφυλλου στις άκρες των χειλιών, λίγο αμύγδαλο στα δόντια -το πιπιλίζεις απομυζώντας λίγη ακόμα γεύση λουκουμιού. Τραγανή φλούδα του κερασιού που σκάει- και χύνεται στο στόμα η βρασμένη σάρκα του φρούτου ξεχειλίζοντας βαθυκόκκινο σιρόπι. Διαφάνεια του κυδωνιού σαν θάλασσα που κοκκινίζει στο ηλιοβασίλεμα – και δαγκώνεις απαλά τον ίδιο τον ήλιο. Φαντασμαγορία των σιροπιών που με τρόπο ασύστολο γλιστρούν ανάμεσα στα χείλια…
Κανταΐφι κριτσανιστό, μέσα μελωμένο -ένας κόλπος θηλύτητας φιλοξενώντας τη σκληράδα του καρυδιού και του φιστικιού- και σάμαλι αχεροποίητο, χαραγμένο μπακλαβαδωτά μέσα στο αυγουστιάτικο φεγγάρι. Μελαχρινά κορίτσια μαυρισμένα στην απόχρωση της καρυδόπιτας. Ξανθά κορίτσια – το δέρμα στους ώμους σαν φράουλες με κρέμα και το χνούδι στο πάνω χείλι και στη ρίζα του αυχένα σαν ροδοζάχαρη.
Γρανίτα φράουλα με κομματάκια παγωμένου νερού και το καλαμάκι που βγάζει ακατανόμαστους ήχους στον πάτο του ποτηριού-παγωτό κυπελλάκι Παπασπύρου, με ξύλινο κουταλάκι που σ’ ανατριχιάζει καθώς περνάει γρέτζο από τη γλώσσα και τα χείλια. Νικημένες γεύσεις του πιο δικού μας καλοκαιριού.
Καμάρωναν αλαζονικά οι πάστες στις βιτρίνες των καλών ζαχαροπλαστείων: στο Ντόλτσε (πριν γίνει Φίλιον) περίλαμπρα εκλαίρ σοκολάτα, βελούδινες τρούφες και τάρτες βερίκοκο αστράφτοντας μες στο σφιχτοδεμένο ζελέ που ανατρίχιαζε σαν δέρμα στο χάδι, στο Ντεζιρέ βαρύτιμα σαιντ-ονορέ παραγεμισμένα μια ακατάδεχτη κρεμ ανγκλαίζ, στο Ντελισιέ αέρινα χιλιόφυλλα μιλφέιγ, στον Μαγεμένο Αυλό ανατρεπτικά σοκολατένια μιλφέιγ, στο Σε Κρετέν κροκεμπούς ορθωμένα σαν αρχιτεκτονικά θαύματα με αντηρίδες τις λεπτές κλωστές καραμέλας που συγκρατούσαν το ζιγκουράτ από σου και μπάλες παγωτού, στο Ελληνικό ξινούτσικες ψηλομύτες σοκολατίνες…
Πάστες νικήτριες του σιωπηλού εμφύλιου των αισθήσεων που λυσσομανούσε κάτω απ’ την γλώσσα μας, ανάμεσα σε μια Ανατολή ραχατλίδικη, ράθυμη, ναρκωμένη από τα αρώματα και τα μπαχάρια, έγκλειστη σ’ ένα χαρέμι περιορισμένων γεύσεων κι απεριόριστων ονειροπολήσεων και μια Δύση νευρώδη, ριψοκίνδυνη στη διέγερση ανεξιχνίαστων εντάσεων, γεμάτη αισθησιακούς φραξιονισμούς και γευστικές διαστροφές, αλλά επιστημονικά πειθαρχημένη στους απαρέγκλιτους κανόνες της ζαχαροπλαστικής ως «κλάδου της αρχιτεκτονικής». Ο άναρχος πόθος του μελιού ηττημένος από την διαφωτισμένη ηδονή της ζάχαρης. Η μάχη κατά του άκριτου εξευρωπαϊσμού είχε ήδη χαθεί μέσα στο στόμα μας.
Μα σε ποια γλυκά του κουταλιού μπαίνει και λίγη αρμπαρόριζα, κεντρίζοντας με το ευγενικό πιπεράτο της άρωμα τη βαρύθυμη αρχοντική μονοτονία του σιροπιασμένου φρούτου;

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!