Αν το 4% επέτρεπε συμπάθεια και ανοχή, το 26% δεν αφήνει κανένα περιθώριο. Του Γιάννη Τσούτσια

Οι ημέρες που διανύουμε, σε σύγκριση με την ένταση της προεκλογικής περιόδου που προηγήθηκε, μοιάζουν με ανάπαυλα πολιτικής νηνεμίας. Έστω, μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Ένα τέτοιο «διάλειμμα», εναρμονίζεται με το κυματικό χαρακτηριστικό των τελευταίων δύο χρόνων: Πάντα την έξαρση των διαθέσεων και των κινητοποιήσεων, διαδέχονταν περίοδοι περισυλλογής και ανασύνταξης. Το σχήμα αυτό επαναλαμβάνεται συνέχεια για να περάσει απαρατήρητο. Καταδεικνύει πρόδηλα, κάθε φορά, σε κάθε κύκλο, πέρα από τη γενική αιτιολογία του, την ανεπάρκεια μιας πολιτικής υποκειμενοποίησης, ικανής να τροφοδοτήσει την κίνηση παραπέρα. Απουσιάζει, δηλαδή, η σύλληψη και η παγίωση των κάθε φορά συνειδητοποιήσεων και κατακτήσεων, σε μια διαφορετικής ποιότητας πολιτικοποίηση, έτσι ώστε ο επόμενος κύκλος να ξεκινάει από μια πιο αναβαθμισμένη βάση. Σε ό,τι μας αφορά, εδώ αξιολογείται η αδυναμία της Αριστεράς να συμπυκνώσει, να ανταποκριθεί ως πολιτικό υποκείμενο σ’ αυτόν το ρόλο.
Οι περίοδοι βουβής ανασύνταξης είναι βέβαια εξαιρετικά γόνιμοι, παρά το ότι αυτό δεν πιστοποιείται με δράσεις και κινητοποιήσεις. Πληθαίνουν οι συνειδησιακές διεργασίες, οι αναστοχασμοί, μέσα από τους οποίους η κοινωνική δυναμική βγαίνει αναβαθμισμένη, ξαφνιάζοντάς μας κάθε φορά με νέα πεδία, με αναπάντεχες πρωτοβουλίες, που ορίζουν διαφορετικά την επικαιρότητα. Γι’ αυτό και η περίοδος που διανύουμε έχει τη σημασία της. Είναι η ώρα που αξιολογείται μαζικά η πρόοδος της Αριστεράς. Τα δεδομένα άλλαξαν. Και τα ακροατήρια, επίσης. Πέρα από τις διεκδικητικές αιχμές που κοπάζουν, με αφορμή τη διαδικασία των προγραμματικών δηλώσεων (που γι’ αυτό μετατρέπονται σε σημαντικό γεγονός), η Αριστερά οφείλει να σκιαγραφήσει την ουσία της πολιτικής της, να μιλήσει για το περιεχόμενο μιας εναλλακτικής πολιτικής, να στείλει μήνυμα ανταπόκρισης στην κοινωνία. Τι κατανόησε από την προηγούμενη φάση; Ποιές δυνατότητες θα δείξει, συγκροτώντας λόγο διεξόδου; Συνήθως σ’ αυτά η Αριστερά δυσκολεύεται και αδυνατεί. Είναι ικανή να μάχεται και να αντιστέκεται, ασθμαίνει όμως, όταν πρόκειται να συγκροτήσει λόγο συνολικής προοπτικής, βασισμένο στο σήμερα και ικανό να οδηγεί στο αύριο.
Εντωμεταξύ, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απέναντί του μια κυβέρνηση που δεν πρόκειται, ούτε προτίθεται να διαπραγματευτεί. Ο Σαμαράς λέει «ναι σε όλα». Για να διαπραγματευτεί, θα έπρεπε να μπορεί να δώσει κάτι ως αντάλλαγμα. Αλλά η κυβέρνησή του δεν έχει το παραμικρό, της τα αφαίρεσαν όλα. Θα μπορούσε ίσως, να επιχειρήσει να αναμετρηθεί πολιτικά, ακόμη και όντας αδύναμη, για να ληφθεί υπ’ όψιν. Αλλά οι πρόθυμοι ποτέ δεν υπολογίζονται. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση Σαμαρά, απλώς παρακαλεί να της δοθεί κάτι, για να το χειριστεί και να δείξει ότι διαπραγματεύεται. Και σ’ αυτό όμως, είναι καταδικασμένη. Η τρόικα δεν θα αποδεχτεί τίποτα, δεν θέλει να συνδράμει στην εικόνα κάποιας επιτρεπτής διεκδίκησης, έστω περί τα δευτερεύοντα, μας θέλει απόλυτα ευθυγραμμισμένους. Πολιτική Βενιζέλου, με άλλα λόγια: Από το Μνημόνιο θα απαλλαγούμε, μόνο περνώντας από την απόλυτη εφαρμογή του! (Κάποτε, γιατί ο κύκλος προβλέπεται αέναος). Ο νέος υπουργός Οικονομικών το είπε πιο καθαρά, χωρίς ασάφειες: «… Μπαίνουμε σε πολύ βαθιά νερά, μας περιμένουν δύσκολα χρόνια… Το τούνελ είναι μακρύ… Δεν βλέπουμε την τρόικα ως κατακτητές, την βλέπουμε ως συναδέλφους… είμαστε υποχρεωμένοι να συμβιώσουμε…». (Δηλώσεις Στουρνάρα, αμέσως μετά την ορκωμοσία του).
Έτσι μπαίνουν σε προτεραιότητα οι ιδιωτικοποιήσεις, κάτι που ακόμη και ο ΓΑΠ φρόντισε να αποφύγει, σταθμίζοντας τις συνέπειες. Ιδιωτικοποιήσεις/ ξεπούλημα-απολύσεις, ένα ενιαίο πακέτο με εκρηκτικές προδιαγραφές. Εκτός των άλλων, γιατί οι ιδιωτικοποιήσεις θα ανοίξουν ένα νέο κύκλο εκμαυλισμού του πολιτικού προσωπικού, με το γνωστό τρόπο, επιχειρώντας την ανασύσταση ενός (ληστρικού) συστημικού πόλου. Όμως κι έτσι, ο συστημισμός δύσκολα θα σταθεί.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, ο πειρασμός για εύκολη καταγγελτική, αντιπολίτευση, μάλιστα κατά τα συνήθη, είναι μεγάλος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, πρέπει να βρει τη δύναμη να αντισταθεί. Να αλλάξει τον εαυτό του, τον τρόπο μιας βολικής εκδοχής της πολιτικής, να αγνοήσει τα εύκολα και να μπει στα ουσιαστικά. Αν το 4% ως ποσοστό, επέτρεπε συμπάθεια και ανοχή απέναντι σε μικρές ή μεγάλες αμέλειες, το 26% δεν αφήνει κανένα περιθώριο. Γι’ αυτό και σε ότι αφορά την περίοδο που διανύουμε, κάθε κίνηση, δεσμεύει αντιστοίχως. Είναι η ώρα να ειπωθούν τα σημαντικά, σε κάθε άξονα πολιτικής μέσω του οποίου νευρώνεται η φυσιογνωμία της Αριστεράς και δίνεται πολιτική κατεύθυνση στην κοινωνία. Είναι επίσης η ώρα να υποσταλούν οι ενοχλητικές επικοινωνιακότητες, τα περί σκιώδους κυβέρνησης και τα περί Υπευθύνων Τομέων (που διοχετεύουν τα ονόματά τους στην επικαιρότητα) και άλλες αντίστοιχες ελαφρότητες. Για να προχωρήσουμε. Ή μήπως όχι;

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!