Παρακολούθησα τον Βασίλη Παπαβασιλείου, στον κύκλο εκδηλώσεων που οργάνωσε ο Διονύσης Σαββόπουλος για τα «’60’s». Στο αμφιθέατρο της Παλιάς Βουλής, εκείνος είχε αναλάβει τον κύκλο «Θέατρο» κι εγώ (μαζί με τον Λάμπρο Λιάβα) τον κύκλο «Μουσική». Με ξάφνιασε ευχάριστα ο λόγος του, εκτός θεάτρου.

Μεστός, δυνατός, ωραίος, πρωτότυπος. Για περισσότερα έψαξα συνεντεύξεις και γραπτά του. Το βιογραφικό του είναι πλούσιο σε σκηνοθεσίες και εν γένει τολμηρά εγχειρήματα. Είχε διατελέσει διευθυντής στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και είχε εμπλακεί στο σχεδιασμό της Ακαδημίας Θεάτρου και του Εθνικού Κέντρου Θεάτρου και Χορού που τα έφαγε, άδοξα, η κρατική μαρμάγκα.
Είχα μπει για τα καλά στον πειρασμό να συνομιλήσω μαζί του εκτενέστερα και να συνδεθώ μαζί του, στενότερα. Ήμουν πια σίγουρος ότι είναι απ’ αυτούς, τους ολίγους, που ψάχνω όλη μου τη ζωή με το φανάρι. Και μόλις διάβασα ότι ετοιμάζεται να παρουσιάσει τον Τυχοδιώκτη του Μιχαήλ Χουρμούζη, άδραξα τη δεύτερη ευκαιρία. Τηλεφωνηθήκαμε και την περασμένη Κυριακή το μεσημέρι, Στο Κόκκινο 105,5, επί δύο ώρες μιλούσαμε για τον Χουρμούζη και τη βαυαροκρατία, το θέατρο και το ρόλο του στην Ελένη του Γιάννη Ρίτσου, την ελληνικότητα, τη γλώσσα και το τραγούδι, το ελλαδικό κράτος και την αντιπαροχή, τα ΜΜΕ και την Aριστερά.  Και ταυτόχρονα μου έλυσε την απορία για το «είδος» του. «Είμαι σκηνίτης ή σκηνόβιος. Δηλαδή, όταν με ρωτούν “είστε ηθοποιός; είστε σκηνοθέτης;” λέω, είμαι ένας “λιγαπολίτης” -εκ του “λίγο απ’ όλα”- της σκηνής.»
Ήταν τόσο σχετική με το Περίπτερο Ιδεών αυτή η κουβέντα, που σκέφτηκα να μοιραστώ, τουλάχιστον, κάποια μέρη της (από ένα σύνολο οκτώ χιλιάδων λέξεων!) με φίλους που προτιμούν την ανάγνωση.

Βαυαροί και αυτόχθονες τυχοδιώκτες

Βασίλη, γιατί διάλεξες τον Χουρμούζη; Και συγκεκριμένα τον Τυχοδιώκτη;
Με μία έννοια ο Χουρμούζης, σ’ αυτή τη φάση, με διάλεξε, δεν τον διάλεξα. Ο Χουρμούζης στον Τυχοδιώκτη στηλιτεύει τα δεινά της πρώτης βαυαροκρατίας. Το έργο είναι γραμμένο το 1835 και το αφιερώνει, χαρακτηριστικά, ο Χουρμούζης στον Βαυαρό «Στρατηγό Άιδεκ». «Μ’ εμισούσε διότι ήμην Έλλην και η παρουσία του στην Ελλάδα εσύντεινε πολύ εις το να γίνη μέγα μέρος των στρατιωτών της πατρίδος ψωμοζήται, και εγώ Κωμωδοποιός». Βεβαίως, γράφοντας τον Τυχοδιώκτη, ήξερε ότι δεν επρόκειτο να παιχτεί το έργο. Είναι κατά κάποιον τρόπο η διατύπωση ενός πληγωμένου θυμού ενός ανθρώπου που συμμετείχε στον αγώνα της επανάστασης (σημ. αντισυνταγματάρχης στο στρατό των Aτάκτων στην επανάσταση) και ο οποίος έβλεπε μπροστά στα μάτια του όλα αυτά που διαδραματίζονταν, όλα αυτά που συνδέονταν με την έλευση των Βαυαρών κ.λπ. Με την επιδρομή αυτοχθόνων και ετεροχθόνων Ελλήνων και Βαυαρών, με τη δημιουργία μιας γραφειοκρατίας, ενός παρασιτικού στρώματος κ.λπ.
Με απασχολούσε σταθερά το έργο αυτό. Πριν από πέντε χρόνια το ξανασκεφτόμουνα. Σήμερα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά, το πλαίσιο είναι διαφορετικό, άρα και η προσέγγισή μας στο κείμενο είναι κι αυτή διαφορετική.

Διαβάζοντας διάφορα κείμενα και συνεντεύξεις των τελευταίων χρόνων, είδα μέσα από τις τοποθετήσεις σου ότι σαν να διαισθανόσουν την έλευση αυτών που ζούμε σήμερα. Είναι τρομερό! Μήπως τα σχεδίασες εσύ επειδή ήθελες να ανεβάσεις τον Τυχοδιώκτη; Ως σκηνοθεσία Παπαβασιλείου μοιάζει αυτό που συμβαίνει σε μας, σήμερα!
Στέλιο, είναι πολύ κολακευτικό αυτό. Είναι σαν να σκηνοθετεί κανείς την ιστορία. Η ιστορία όμως, τελικώς, είναι μία τυχοδιωκτική δύναμη. Αυτό που ζούμε στην Ελλάδα είναι μία μορφή επιδρομής της ιστορίας. Ας σκεφτεί κανένας αυτές τις ποικίλες μορφές επιδρομής της ιστορίας, μόνο στον 20ό αιώνα. Αυτό που λέμε «ανταλλαγή των πληθυσμών». Τι ήταν αυτό για τον παππού μου ο οποίος ζούσε στα βάθη της Τραπεζούντας, του Πόντου; Δηλαδή, η γενιά του και η οικογένειά του, 400 χρόνια εκεί, κι ένα ωραίο πρωί έρχεται κάποιος και του λέει «κοίταξε, τελείωσε εδώ. Τα μαζεύεις, παίρνεις τα μπαούλα της προσφυγιάς, μπαίνεις σ’ ένα καράβι κι εγκαθίστασαι κάπου σ’ ένα χωριό στην ελληνική μεθόριο, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα». Αν σ’ αυτό προσθέσεις τη γιαγιά μου που ήρθε, αντιστοίχως, από την Ανατολική Θράκη, κατά κάποιον τρόπο, όλοι μας είμαστε απόγονοι ανθρώπων οι οποίοι υπέστησαν την επιδρομή της Ιστορίας. Να μην βάλουμε μετά τα άλλα, εμφύλιο κ.λπ. Να μην τα βάλουμε.

Ο τυχοδιώκτης είναι πάντα επίκαιρος

Στα χρόνια που ήμουν στο ΕΚΚΕ, στη δεκαετία του ’70, είχαμε δημιουργήσει τον εκδοτικό οίκο Να υπηρετούμε το λαό. Με επιμέλεια του Γιώργου Κοτανίδη, εκδώσαμε -μεταξύ άλλων βιβλίων- και τον Τυχοδιώκτη του Χουρμούζη, γιατί θεωρήσαμε ότι ήτανε και τότε επίκαιρος.

Έτσι είναι. Ο Κάρολος Κουν είχε ανεβάσει, το ’57, στο Θέατρο Τέχνης, τον Πλούτο του Αριστοφάνη, σε παράφραση του Χουρμούζη και το ’61, ο Μιχάλης Παπαϊωάννου είχε κάνει πολύ σημαντική δουλειά στο θεωρητικό επίπεδο, στην Επιθεώρηση Τέχνης. Ο Χουρμούζης ανακαλύπτεται, ουσιαστικά, μεσούσης της δικτατορίας και πολύ περισσότερο με τη μεταπολίτευση. Το 1972, οι μαθητές του Κολλεγίου Αθηνών έπαιξαν τον Υπάλληλο και το 1974, το «Ελεύθερο Θέατρο» ανεβάζει τον Τυχοδιώκτη με τον αξέχαστο Νίκο Σκυλοδήμο και τα άλλα παιδιά της ομάδας. (σημ. Έπονται με έργα του Χουρμούζη το Θέατρο Καισαριανής, ο θίασος Παρουσία και το Εθνικό Θέατρο). Από μια άποψη, όταν επανανακαλύπτεται ο Χουρμούζης στη δικτατορία και στη μεταπολίτευση, ενεργοποιεί αυτό το μοτίβο του εξορκισμού τής ξενικής εξάρτησης που συνοδεύει το νεοελληνικό κράτος από συστάσεώς του και, μάλιστα, με πρόσφατη την εμπειρία της δικτατορίας, το μοτίβο ξένοι, Έλληνες κ.λπ. είναι πάρα πολύ επίκαιρο. Σήμερα, είναι επίκαιρος και πάλι. Με ποιο τρόπο; Από την ανάποδη. Όταν ήταν να αρχίσουμε τις πρόβες, δεκαπέντε μέρες πριν, έμαθα κι εγώ, όπως κι εσύ, όπως όλοι οι Έλληνες, από τα πιο επίσημα χείλη, ότι η Ελλάδα απώλεσε την εθνική της κυριαρχία. Είπα, λοιπόν, ότι τώρα πρέπει, ως κυριαρχούμενος, να ανεβάσω τον Τυχοδιώκτη του Χουρμούζη. Μήπως δεν πρέπει να το κάνω; Μήπως πρέπει να καταθέσω την εντολή και να πω: πώς θα γίνει; Ο Χουρμούζης έχασε. Δηλαδή, ο άνθρωπος στηλίτευε τα δεινά της πρώτης βαυαροκρατίας και τώρα εγώ θα τον ανεβάσω σε συνθήκες δεύτερης βαυαροκρατίας. Τι πρέπει να κάνουμε; Ή να καταθέσουμε την εντολή ή να συνομιλήσουμε μαζί του σε μια άλλη βάση. Ποια είναι αυτή τη βάση; Αυτή η  βάση υποτίθεται ότι είναι το σχέδιο αυτής της παράστασης. Ασκώντας το συγκριτικό πλεονέκτημα που μου δίνει η τέχνη του θεάτρου, είπα ότι εμείς οι επτά κυριαρχούμενοι Έλληνες ηθοποιοί θα μιμηθούμε τους κυρίαρχους. Θα πούμε ότι δεν ζούμε ούτε στο 1835, αλλά ούτε καν στο 2010. Ότι κάνουμε ένα άλμα και βρισκόμαστε στην 25η Μαρτίου του 2021. Δηλαδή, στα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση και στα 11 χρόνια από την έλευση της τρόικας στην Ελλάδα. Την ημέρα εκείνη υποτίθεται ότι λήγει η αποστολή της τρόικας. Σκέψου δήλωση αισιοδοξίας. Ότι πρώτον θα υπάρξει 25η Μαρτίου 2021, την ώρα που ο άλλος δεν πιστεύει ότι θα υπάρξει η αυριανή Δευτέρα, και σκέψου επίσης ότι θα υπάρξουν τα 200 χρόνια. Αυτοί οι κυρίαρχοι, που παίζονται, επαναλαμβάνω, από τους κυριαρχούμενους ηθοποιούς, κάνουν μια τελετή αναδρομής στο γενάρχη τους, στον πρώτο επαγγελματία σωτήρα της νεότερης Ελλάδας, που είναι αυτός ο αφελής, αδέξιος και τελικά συμπαθής «Τυχοδιώκτης» του Χουρμούζη. Είναι ένα επάγγελμα το οποίο κάνει θραύση. Γιατί, όπως ξέρεις πολύ καλά, η ιστορία του νεοελληνικού κράτους βρίθει τυχοδιωκτικών στιγμών. Και βρίθει επανιδρυτικών στιγμών, στις οποίες αντιστοιχούν ισάριθμες φιγούρες τυχοδιώκτη. Φερ’ ειπείν, ο μαυραγορίτης της Κατοχής και ο εθνικόφρων μετά τον εμφύλιο. Μετά, έχουμε τον επαναστάτη αγωνιστή σοσιαλιστή της ιστορίας του ’80 με το ΠΑΣΟΚ. Έχουμε μετά τον εκσυγχρονιστή. Φιγούρες τυχοδιωκτικές οι οποίες αντιστοιχούν σε ισάριθμες «επανιδρυτικές» στιγμές που γνώρισε αυτός ο τόπος και είναι καμιά δεκαριά, όπως υπολογίσαμε με τον Πέτρο Μάρκαρη, δουλεύοντας επάνω στη δραματουργία του Τυχοδιώκτη.

Αν τους αναμείξουμε με τους σωτήρες πραξικοπηματίες, Πάγκαλο, Κονδύλη, Παπαδόπουλο, Ιωαννίδη κ.ά., συμπληρώνεται το σκηνικό.
Τους επίσημους και με το χρίσμα δεν τους ανέφερα καν. Αναφέρομαι στον ανθρωποκοινωνικό τύπο που λέει «είμαι εθνικόφρων». Ο άλλος ήταν «η χούντα» ή μια άλλη παραλλαγή. Ο άλλος που ανακάλυψε ότι ήταν μεγάλος αγωνιστής προηγουμένως κι έπρεπε να δικαιωθεί το ’81 κ.ο.κ.

Κατάφερναν, πάντως, να ξεπλένουν τους εαυτούς τους. Και να ντύνουνε τη λαμογιά, τη διαφθορά, τη διαπλοκή, την καταλήστευση του τόπου μ’ ένα ένδυμα. Κι αυτοί σκηνοθετούσαν τη ληστεία τους, έτσι;

Το θέατρο είναι εγκατεστημένο στον πυρήνα της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους. Έχουμε μία, σε υψηλό βαθμό, θεατροποιημένη κοινωνική και ιστορική ζωή. Με αποτέλεσμα να είναι προβληματική η ανακάλυψη της ταυτότητας του ίδιου του θεάτρου ως τέχνης ξεχωριστής και λειτουργίας, μέσα σε μια κοινωνία τόσο θεατροποιημένη με τόσο αιματηρή ιστορία η οποία συμβαδίζει με τη θεατρικότητα. Προσωπικά, πιστεύω ότι πειραματόζωο δεν γίναμε προχθές, όπως λέει ο πρωθυπουργός. Από της ιδρύσεώς του το νεοελληνικό κράτος θυμίζει ένα πείραμα που εξελίσσεται μέσα σ’ ένα δοκιμαστικό σωλήνα, με αιματηρές στιγμές, με εκρήξεις, αλλά αυτή η ιστορία κρατάει 180 χρόνια. Απ’ αυτή την άποψη, το τελευταίο επεισόδιο, η επιδρομή που έχει τη μορφή της τρόικας, συνιστά το τέλος του πρώτου μέρους του βιβλίου που έχει τον τίτλο Νεοελληνικό κράτος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!