Πόσο θάνατο κρύβει μέσα της η αμερικάνικη κοινωνία;

Από τότε που ανακάλυψα την Αμερική, με τη δίψα που είχα για διανοητικά ταξίδια σε μέρη μακρινά και δημιουργικά, μαζί με την ευχαρίστηση που βίωνα μέσα από την αγάπη μου για την αμερικάνικη κουλτούρα, βίωνα και το θάνατο που αυτή εμπεριείχε. Αυτό βέβαια, το συνειδητοποιούσα μεγαλώνοντας. Οτιδήποτε με άγγιζε, μέσα από το διάβασμα, την ακρόαση, την παρατήρηση, τις αγάπες, τη γλώσσα και την τεχνολογία (πικάπ, διαστημόπλοιο, τρανζίστορ κ.ά.), κάθε τι που μου τραβούσε την προσοχή, εμπεριείχε μια αναφορά ή μια δόση θανάτου. Στην αρχή αυτό μου φαινόταν τυχαίο, περιστασιακό, μεμονωμένο. Ή ότι ανήκε στο παρελθόν. Όμως, όλο και περισσότερο αντιλαμβανόμουν ότι ο θάνατος ήταν του παρόντος και καθόλου τυχαίος μέσα στην κουλτούρα που αποσπούσε το ενδιαφέρον μου.
Ήμουν 13 ετών όταν είδα την πρώτη ακατάλληλη ταινία, στο Σελέκτ, στον Άγιο Λουκά, σε ένα ωραίο σινεμά που σήμερα είναι ένα απαίσιο σουπερμάρκετ Μαρινόπουλος. Με πήρε μαζί του ο Μάκης, ο Τσουφαντάρης, που ήταν λίγο πιο μεγάλος και πιο έμπειρος και ήξερε πως να με περάσει από την είσοδο παρ’ όλο το φόβο μου ότι θα μας πιάσουνε, γιατί η αστυνομία έκανε ελέγχους μέσα στους κινηματογράφους. Η ταινία ήταν με καουμπόιδες και Ινδιάνους. Καθισμένος στην πρώτη σειρά του εξώστη, για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τόσους πολλούς σκοτωμούς, τόση βία, σφαγές. Οι λευκοί ήταν οι καλοί και είχαν νικήσει θριαμβευτικά. Θυμάμαι ένα καταστραμμένο καταυλισμό Ινδιάνων γεμάτο νεκρούς, ημίγυμνους άντρες με φτερά και γυναίκες με μικρά παιδιά, πεσμένους ανάμεσα σε σκηνές που καίγονταν.
Κι ένα πρωί που έφευγα για το σχολείο, περίπου την ίδια εποχή, το 1963, έπαθα σοκ βλέποντας με τεράστια γράμματα σε όλα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που ήταν κρεμασμένες στα περίπτερα, τον ανατριχιαστικό τίτλο «Σκοτώσανε τον Κένεντι» με τη μαυρόασπρη φωτογραφία του προέδρου των ΗΠΑ χτυπημένου από σφαίρες μέσα στη μαύρη ανοιχτή λιμουζίνα, στο Τέξας. Μόλις πριν από λίγες μέρες είχαμε δει για πολλοστή φορά την ταινία Fun in Acapulco με τον Έλβις Πρίσλεϊ και την Ούρσουλα Άντρες, που μας μετέφερε σε ένα κόσμο αβλαβή, εύπορο, αγαπησιάρικο, ονειρικό. Πώς να ταιριάξεις μέσα σου τον κόσμο της ταινίας με τον κόσμο των εφημερίδων; Τα τραγούδια σε μαγευτικές παραλίες με τη δολοφονία του δημοφιλούς προέδρου της Αμερικής;

Κουλτούρα του θανάτου
Ακολούθησαν οι δολοφονίες του Ρόμπερτ Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αργότερα του Μάλκολμ Χ και πολλών άλλων πολιτικών ακτιβιστών, οι οποίες εντάσσονταν πια στο φρικιαστικό σκηνικό των αμερικανικών βομβαρδισμών στο Βιετνάμ που εξολόθρευαν με εμπρηστικές βόμβες τους Βιετναμέζους κατά χιλιάδες, αλλά και των Αμερικανών στρατιωτών που γύριζαν στα χωριά τους μέσα σε φέρετρα σκεπασμένα με καλοσιδερωμένες σημαίες και τιμητικά αγήματα.
Η μουσική δεν μπορούσε πια να είναι τόσο αθώα. Οι καλλιτέχνες μεταστρέφονταν, οι διανοούμενοι ξεσηκώνονταν, οι νέοι συνειδητοποιούνταν. Αλλά οι πιέσεις του θανάτου ήταν αφόρητες κι έφερναν κι άλλο θάνατο. Δεν σκοτώνονταν μόνο αγρότες στο Βιετνάμ, στο Λάος και την Καμπότζη. Ούτε μόνο γκάνγκστερ και αστυνόμοι στο Σικάγο. Όλη η Αμερική οπλοφορούσε. Νομοθετικά καταργούνταν οι φυλετικές διακρίσεις, αλλά ο ρατσισμός έμενε εμπεδωμένος στην κοινωνία. Οι τρομαχτικές συγκρούσεις ανάμεσα στο καλό και το κακό, στο δίκαιο και το άδικο, στο προοδευτικό και το συντηρητικό, δεν αποτελούσαν μόνο γενεσιουργό αιτία της εναλλακτικής κουλτούρας, που τόσο θαυμάζαμε, αλλά και αιτία εξόντωσης για τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους που είτε συνθλίβονταν κάτω από το βάρος της «επιτυχίας» είτε διαλύονταν πνευματικά και σωματικά από τη βία και την ασχήμια του αναδυόμενου lifestyle και την κουλτούρα του θανάτου που διαπερνούσε την αμερικάνικη κοινωνία. Ούτε η Μέριλιν Μονρόε, η Τζούντι Γκάρλαντ και ο Έλβις Πρίσλεϊ, ούτε η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζίμι Χέντριξ, ο Τζιμ Μόρισον, ο Τιμ Μπάκλεϊ, ο Λένι Μπρους, ο Τιμ Χάρντιν, ο Τζακ Κέρουακ και πολλοί άλλοι, άντεξαν σ’ αυτό το «περιβάλλον». Έκτοτε, ο κατάλογος μάκρυνε πολύ. Τσετ Μπέικερ, Πολ  Μπάτερφιλντ, Τζον Μπελούσι, Μάικ Μπλούμφιλντ, Τζον Κασαβέτης, Σόνι Κλαρκ, Τρούμαν Καπότε, Κουρτ Κομπέιν, Μάικλ Τζάκσον, Έιμι Γουάινχαουζ (της «βρετανικής Αμερικής») και τώρα η Ουίτνι Χιούστον, αλλά και τόσοι άλλοι διάσημοι και λιγότερο διάσημοι, θύματα της κουλτούρας του θανάτου που έστειλε πρόωρα στον τάφο και τον Τζον Λένον.

Κοινωνία του θεάματος και της βίας
Πραξικοπήματα, εισβολές, Άγιος Δομίνικος, Γρενάδα, Αϊτή, Παναμάς, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ, Πακιστάν, Λιβύη, Μπαχρέιν, Γκίτμο, φυλακές, θανατική ποινή, όπλα, πολλά όπλα σε κάθε σπίτι, εγκληματικότητα, φυλακές, αλκοόλ, νόμιμες και παράνομες ναρκωτικές ουσίες σχεδόν σε κάθε σπίτι, αυτοκτονίες… βασανιστήρια, εκτελέσεις, τηλεκατευθυνόμενα βομβαρδιστικά που ισοπεδώνουν χωριά στο Πακιστάν και την Υεμένη, ντρόουνς… Στυλοβάτες των πιο δολοφονικών καθεστώτων στον κόσμο και παραστρατιωτικών ομάδων θανάτου στη Λατινική Αμερική, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, στο Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα, την Ονδούρα… αριστερούς, Ινδιάνους, συνδικαλιστές, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, πολιτικούς… μια κουλτούρα θανάτου που εξαπλώθηκε στον κόσμο από τις ΗΠΑ, υιοθετήθηκε από καθεστώτα και κράτη όπως το Ισραήλ, και, δυστυχώς, έβαλε ξανά την Ευρώπη εκεί απ’ όπου φαινόταν ότι είχε ξεφύγει, τους πολέμους.
Δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι, κυρίως νέοι, είναι φανατικοί χρήστες των βιντεο«παιχνιδιών» που ο μοναδικός στόχος είναι να σκοτώνεις όλο και περισσότερους «εχθρούς»! Το Χόλιγουντ και οι τηλεοράσεις γεμάτες με ταινίες βίας, με το θάνατο πάντα πρωταγωνιστή. Θάνατος για το θάνατο. Στην πολιτική, στην κοινωνία, στον πολιτισμό…

Πίσω από τη βιτρίνα
Ακούω στα αφτιά μου τη φωνή της Ουίτνι Χιούστον βλέποντας τη φωτογραφία της. Η ομορφιά προσωποποιημένη. Η ζωή σε εικόνα. Μια εικόνα της Αμερικής που ξεγελάει για την αμερικάνικη πραγματικότητα. Μια εικόνα για εσωτερική κατανάλωση, αλλά και για εξαγωγή. Σαν το σίριαλ της μαύρης οικογένειας Κόσμπι. Εύπορη, σε ένα ωραίο σπίτι με όλες τις ανέσεις, χαρούμενη, ευτυχισμένη. Σαν το ζευγάρι Ομπάμα. Πίσω από το χαμόγελο και τους καλούς τρόπους η βία και ο θάνατος.
30 εκατομμύρια άνθρωποι είναι στην ανεργία, εκατομμύρια σπίτια υπό κατάσχεση, 50 εκατομμύρια άτομα ζούνε με κουπόνια διατροφής, 150 εκατομμύρια πολίτες βρίσκονται στα όρια της στοιχειώδους διαβίωσης, 2,5 εκατομμύρια σε φυλακές-κάτεργα. Όλα αυτά στις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, 1000 στρατιωτικές βάσεις στο εξωτερικό, τεράστιοι εξοπλισμοί, ένα αστυνομικό κράτος που μετράει και καταγράφει ακόμα και τις ανάσες των πολιτών και δύο άνθρωποι, ο Μπιλ Γκέιτς και ο Γουόρεν Μπάφετ, με ατομική περιουσία 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων!
Οι πολιτικοί είναι παχύδερμα. Η Χιούστον ήταν ψυχούλα. Ανέβηκε έχοντας ταλέντο, ευαισθησία και ομορφιά, αλλά διαλύθηκε φτάνοντας στην κορυφή. Ούτε 170 εκατομμύρια δίσκοι και βίντεο που είχαν πουληθεί με τη φωνή και την εικόνα της δεν μπορούσαν να τη σώσουν. Θύμα και επιβεβαίωση της κουλτούρας του θανάτου που διαπερνάει όλη την αμερικάνικη κοινωνία και, μάλλον, ορίζει και την τύχη της.
Το αμερικάνικο όνειρο που κράτησε όσο ένας μακρύς γλυκός ύπνος. Κι ύστερα ήρθε το ξύπνημα, όχι γι’ αυτούς που είχαν εφιάλτες ανέκαθεν, ούτε τους ολιγάρχες που είναι αναίσθητοι, αλλά για τους πολλούς, τους αμέριμνους, που έβλεπαν μόνο παραλίες και ξαπλώστρες στη Φλόριδα.

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!