Η έκταση και η ένταση της ελληνικής Αντίστασης δεν θα μπορούσε να προκύψει αν δεν συντελούνταν μια συνολικότερη κίνηση μαζών στην Ελλάδα της Κατοχής, γεγονός που προϋπέθετε κοινωνικές συνθέσεις, κυριαρχία της αντιστασιακής ιδεολογίας και μεταβολές στους πολιτικούς προσδιορισμούς των κοινωνικών τάξεων της χώρας. Και είναι προφανής αυτή η προϋπόθεση στο βαθμό που η ελληνική αντίσταση συνιστά μια ιστορική περίπτωση συγκρίσιμη, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, με τα αποτελέσματα απελευθερωτικών αγώνων που πραγματοποιήθηκαν στη δεκαετία του 1960, όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ. Γιατί και ο πόλεμος της Αντίστασης ήταν και με τυπικούς όρους νικηφόρος.

Υποχρέωσε τους Γερμανούς να καθηλωθούν στα αστικά κέντρα, να αντιδρούν με σπασμωδικά αντίποινα και να επιζητούν συμφωνίες με εγχώριες δυνάμεις, ακόμα και με τους Βρετανούς, για να αντιπαρέλθουν τη συνεχώς αυξανόμενη στρατιωτική ισχύ των ανταρτών. Τους Βρετανούς να προετοιμάσουν μια εκτεταμένη καταστολή -αυτή των Δεκεμβριανών και λίγο αργότερα του μεταβαρκιζιανού κράτους και του εμφυλίου με τη συνδρομή και των Αμερικανών- αλλά και τους εγχώριους ταξικούς αντιπάλους να εξοπλιστούν, με τα Τάγματα Ασφαλείας και το στρατό της Μέσης Ανατολής, -αργότερα με τον «εθνικό» στρατό-, εκλιπαρώντας ταυτόχρονα και δουλικά τη συνδρομή της Δύσης.
Αυτές ακριβώς οι διαδικασίες δεν ήταν το αποκύημα της ιστορικής στιγμής, με την τρέχουσα σημασία του όρου. Ήταν προϊόν μιας ευρύτερης, και χρονικά, διεργασίας κοινωνικο-πολιτικού μετασχηματισμού που συντελέστηκε πριν ακόμα την εισβολή των Γερμανών και η οποία τον επιτάχυνε στο έπακρο. Η αφετηρία της εντοπίζεται στην περίοδο του μεσοπολέμου, με άξονα το γεγονός ότι τότε  τέθηκαν οι βάσεις μιας κινηματικής και κυρίως μαζικής Αριστεράς. Οι δύο αυτοί όροι, ανεξαρτήτως πώς επιτεύχθηκαν και τι ενστάσεις μπορεί να προβάλει κανείς, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την κεφαλαιώδη πολιτική τομή που συντελέστηκε με το ΕΑΜ και μάλιστα υπερβαίνοντας ακόμα και τα όρια των δοσμένων προθέσεων των αριστερών πολιτικών δυνάμεων που επιχείρησαν να εκπροσωπήσουν τους μετασχηματισμούς αυτούς.  Γιατί απελευθερώθηκε η κοινωνική δυναμική και αυτενέργεια των μαζών, όπως σε ένα βαθμό εκφράστηκε και από τις δομές λαϊκής εξουσίας που συγκροτήθηκαν στην Ελεύθερη Ελλάδα.  
Με άλλα λόγια, ήδη από την εποχή που συγκροτήθηκε το Παλλαϊκό Μέτωπο δημιουργήθηκαν, με επιταχύνσεις, καθυστερήσεις και αναστροφές, όπως συντελείται σε κάθε αυθεντική ιστορική διαδικασία, οι όροι για μια εν δυνάμει αριστερή πολιτική ηγεμονία. Αυτή την προοπτική κατέστειλε η δικτατορία Μεταξά, από αυτή τρομοκρατήθηκαν «σύμμαχοι» και εχθροί στην κατεχόμενη Ελλάδα. Οι αναδιατάξεις σε επίπεδο συσχετισμών στο εσωτερικό της αστικής τάξης και οι καμπές στον ανταγωνισμό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ήταν δευτερεύουσες ως προς την παραγωγή της ιστορίας της εποχής. Τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου τη συνέδραμαν οι μεγάλες δυνάμεις  για να μην επαναληφθεί εκείνο, την αποτροπή του οποίου διαφήμιζε ο Μεταξάς: μια ενδεχόμενη κομμουνιστική εξέγερση και η επανάληψη των γεγονότων της Ισπανίας. Το ΕΑΜ το κατέστειλαν για να μην δημιουργηθεί ένα ανεξέλεγκτο καθεστώς στο «μαλακό υπογάστριο» της Ευρώπης.
Αυτό ακριβώς συνέχει την ιστορία του Παλλαϊκού Μετώπου και του ΕΑΜ: η δυναμική μιας προϊούσας εργατικής ηγεμονίας. Γιατί η προπαγάνδα των Γερμανών στην Κατοχή ηττήθηκε πολύ νωρίτερα, όταν το Παλλαϊκό Μέτωπο απέτρεψε τη διαδικασία εκφασισμού της κοινωνίας και κατέστρεψε τα μαζικά του ερείσματα, ενώ ο μετασχηματισμός των συνειδήσεων των ανθρώπων, που τους ώθησε να διακινδυνεύσουν τα πάντα υπέρ της Αντίστασης, άρχισε να συντελείται όταν το Παλλαϊκό Μέτωπο πρόβαλε όρους μαζικών κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης. Όπως η ΕΟΝ και οι άλλες μαζικές οργανώσεις της δικτατορίας δεν θα αποκτήσουν ποτέ πραγματικό μαζικό έρεισμα, έτσι και τα Τάγματα Ασφαλείας θα χαρακτηριστούν προδοτικά. Όπως οι μηχανισμοί του αστικού κράτους με την απειλή του «Ιδιώνυμου» δεν εξαφάνισαν τους συνδικαλιστικούς αγώνες και χρειάστηκε η Δικτατορία για να το κάνει, έτσι και το κατοχικό κράτος δεν επέβαλε την εργατική επιστράτευση, δεν κατόρθωσε, παρά αναιμικά, να αποσπάσει το κοινωνικό προϊόν από την Ελεύθερη Ελλάδα, δεν μετέτρεψε την ελληνική κοινωνία σε ένα βασίλειο κλεφτών, συμμοριών,  ζητιάνων και απονενοημένων ανθρώπων λόγω της πείνας.
Γιατί δεν ήταν η πείνα που επαναστατικοποίησε το φρόνημα στην Κατοχή, παρά σε δευτερεύοντα βαθμό. Ήταν οι ίδιοι οι πολιτικοί όροι που διαμόρφωσε το ΕΑΜ, συρρικνώνοντας στο έπακρο την Ελλάδα της «συνεργασίας», όπως η γενική απεργία της παραμονής της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου δημιούργησε φοβικά σύνδρομα στην αστική τάξη του Μεσοπολέμου. Αλλά και το μεγάλο πλεονέκτημα των εργατικών κινητοποιήσεων του Μεσοπολέμου, η λογική ότι ο αντίπαλος έπρεπε να αντιμετωπιστεί «από τα κάτω», επεκτείνοντας στα όριά του τις πρακτικές πολιτικού ακτιβισμού, ήταν αυτό που ανανεώθηκε με την Αντίσταση, απελευθερώνοντας και την κοινωνική δυναμική που εξηγεί την έκτασή της. Τα λαϊκά στρώματα είχαν εθιστεί να αντιστέκονται έστω και παθητικά και αυτό συλλειτούργησε με την αξιοποίηση πολιτικών όρων ώστε να ανανεωθεί η εμπιστοσύνη στην αριστερή ιδεολογία και ο αριστερός οικονομισμός να υποστεί σημαντικές ήττες, διαδικασία που τέθηκε εν ισχύ, άλλωστε, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930.          
Γιατί η λογική ότι ήταν δυνατή η ανασύνταξη του κινήματος της εργατικής τάξης στη βάση ενιαίων πρακτικών και με άξονα ένα αντιφασιστικό πρόγραμμα στα πλαίσια μιας ευρύτητας κοινωνικών συμφερόντων της μορφής προγραμματικών συμμαχιών, τέθηκε πριν εκδηλωθεί η Αντίσταση ήδη από το Παλλαϊκό Μέτωπο. Όλα αυτά βέβαια προϋπέθεταν μια πολιτική πρωτοβουλία που όφειλε να συρρικνώσει την καχυποψία που γεννούσαν τα εργατικά αιτήματα στα υπόλοιπα στρώματα του πληθυσμού και να αφήσει τη δυναμική των νέων συνθηκών να γεννήσει τις καινούργιες εργατικές προοπτικές. Στο πλαίσιο αυτό κινήθηκε και η προπολεμική πολιτική του ΚΚΕ του Παλλαϊκού Μετώπου, αυτήν την πολιτική ακολούθησε και το ΚΚΕ της Αντίστασης.
Αυτό πραγματοποιήθηκε, για πρώτη φορά, τον Ιανουάριο του 1934, όταν η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ, έναντι του κλονισμού που επέφερε η επιβολή του φασισμού στη Γερμανία, αναγνώρισε ότι μοναδική απάντηση στο φασισμό, ήταν η πολιτική των συνθέσεων και το 5ο Συνέδριό του κόμματος, δύο μήνες μετά, έθεσε ως στρατηγικό του στόχο την «κεραυνοβόλα αντιφασιστική κινητοποίηση» και τις επιτροπές πάλης σε «κάθε εργοστάσιο, χωριό, επιχείρηση και συνοικία». Έτσι, τα συνδικάτα αναγορεύθηκαν σε «αντιφασιστικά φρούρια», ο φασισμός ανήχθη σε αυτόνομο πολιτικό φαινόμενο, και η στρατηγική του «σοσιαλφασισμού» εγκαταλείφθηκε. Στις 5 Οκτωβρίου 1934 το ΚΚΕ εξασφάλισε και το προοίμιο της πρώτης εργατικής συμμαχίας με το Αγροτικό Κόμμα (Α. Τανούλας, Α. Βογιατζής), το Σοσιαλιστικό Κόμμα (Στρ. Σωμερίτης), το Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Γ. Πυρπασόπουλος), τη ΓΣΕΕ (Ι. Καλομοίρης) και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα (Γ. Λάσκαρης).
Στο ίδιο πλαίσιο, στις 13 Ιουνίου 1935 το ΚΚΕ ζήτησε να κτυπηθεί με κάθε μέσο ο πολιτικός σεχταρισμός που εμπόδιζε την αντιφασιστική συσπείρωση, στις 25 Ιουλίου το 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς ζήτησε την ενότητα δράσης εναντίον του φασισμού ενώ στις 12 Σεπτεμβρίου 1935, το ΚΚΕ διακοίνωσε ότι θα προάσπιζε την ακεραιότητα της χώρας στο πλευρό των άλλων πολιτικών δυνάμεων και ζητούσε ανοικτή συνεργασία με τους Φιλελεύθερους. Στις 6 Μαρτίου 1936 θα  ψηφίσει τον Φιλελεύθερο Θ. Σοφούλη ως πρόεδρο της Βουλής.  Ωστόσο, η τελική αποτυχία των συνεργασιών του μετώπου, εκτός από τη σύμπραξη του Μετώπου Αγροτών και Εργατών του Απ. Βογιατζή, –μόνο το Αγροτικό Κόμμα του Ι. Σοφιανόπουλου προχώρησε εγκαίρως σε πραγματικές συνεννοήσεις–  ήταν και αυτό ένα δίδαγμα που αξιοποιήθηκε αργότερα.
Αυτά ακριβώς τα «διδάγματα» επιχείρησε το ΚΚΕ να αξιοποιήσει και στην περίπτωση του ΕΑΜ. Με γνώμονα τη λογική που διατύπωσε μια άλλη 6η Ολομέλεια, αυτή των αρχών Ιουλίου του 1941, το ΚΚΕ τάχθηκε υπέρ ενός πάνδημου αντιφασιστικού μετώπου, που επεκτάθηκε αργότερα μέχρι και τους μοναρχικούς και απευθύνθηκε στον αστικό πολιτικό κόσμο που επέδειξε μια εθελόδουλη, περιδεή και κομμουνιστοφοβική στάση. Ούτε χειρονομίες, όπως η προσφορά της προεδρίας του ΕΑΜ στον Γ. Παπανδρέου, είχαν κάποιο αποτέλεσμα. Απέμειναν μικρά σοσιαλιστικά κομματίδια, όπως αυτά του Σβώλου, του Τσιριμώκου, του Γρηγοριάδη, του Πασαλίδη.   
Ωστόσο, αξιοποιήθηκε η εμπειρία του Παλλαϊκού Μετώπου ώστε να δημιουργηθούν όροι συμμαχιών «από τα κάτω». Η αφετηρία ήταν η μετατροπή των ομάδων αλληλοβοήθειας που προέκυψαν στις ουρές των συσσιτίων στην Εθνική Αλληλεγγύη, το Μάιο του 1941. Το επόμενο βήμα ήταν η σύγκλιση σε συνδικαλιστικό επίπεδο, που απέδωσε συνεργασίες με τον Δ. Στρατή, που αντιτάχθηκε πράγματι στο  καθεστώς Μεταξά, αλλά και τον Γ. Καλομοίρη, που παρέμεινε στα ηγετικά κλιμάκια της ΓΣΕΕ επί δικτατορίας και έγινε και πρόεδρός της υπό αδιαφανείς διαδικασίες μέχρι τον Αύγουστο του 1941.
Η περίπτωση του Εργατικού ΕΑΜ δικαίωσε σε μεγάλο βαθμό τη λογική των ευρέων συμμαχιών αφού συσπείρωσε τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατών της χώρας και δημιούργησε τους πολιτικούς όρους συμμαχιών με τη νέα και παλιά μικροαστική τάξη, όπως αυτές εκδηλώθηκαν με την αποτροπή της επιστράτευσης από το Φεβρουάριο του 1943 και μετά. Ήταν και εδώ μια σύνθετη διαδικασία που προσέχθηκε ιδιαίτερα προκειμένου να μην υπάρξουν υποκαταστάσεις, –πρόσκομμα στις συνεργασίες του Παλλαϊκού Μετώπου, σε πείσμα της αριθμητικής υπεροχής των κομμουνιστών. Στα διοικητικά όργανα του ΕΕΑΜ αντιπροσωπεύτηκαν όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις που αντιστοιχούσαν στα κόμματα του ΕΑΜ και μάλιστα με ίσο αριθμό αντιπροσώπων.
Βεβαίως, η στρατηγική των συμμαχιών με έκπτωση των πολιτικών όρων σύγκλισης μπορεί να διάνοιξε δυνατότητες, –το ΕΑΜ υπήρξε επειδή συγκροτήθηκε το ΕΕΑΜ, αναπαράγοντας σε όλες τις εαμικές οργανώσεις τα χαρακτηριστικά του– εμπεριείχε, όμως, και στοιχεία φαλκίδευσης του αντιστασιακού ενεργήματος. Αυτό, ιδίως, από τη στιγμή που πολιτικοποιήθηκαν περαιτέρω οι αντιθέσεις, δυνάμει της εμπλοκής του βρετανικού παράγοντα και της συσπείρωσης των εθνικιστικών στοιχείων κατά του ΕΑΜ. Η ασθμαίνουσα προσπάθεια του ΚΚΕ να διατηρήσει τη συνοχή του ΕΑΜ, παραχωρώντας ρόλους στους συμμάχους που δεν ανταποκρίνονταν στη δυναμική που είχε σταδιακά διαμορφώσει η ίδια η κίνηση των μαζών, όπως στον Σβώλο να γίνει πρόεδρος της ΠΕΕΑ και να ηγηθεί της αντιπροσωπείας στο Λίβανο, υπογράφοντας τη συμφωνία, παρήγαγε και τη μεταπολεμική υπονόμευση της αντίστασης. Βεβαίως, να μην υποτιμούμε και τους άλλους παράγοντες που συνέβαλαν στην έκπτωση αυτή: η παρουσία της Σοβιετικής Στρατιωτικής Αποστολής στο Βουνό, έπαιξε και αυτή το ρόλο της, αν όχι στις αρχικές συμφωνίες, στη μετέπειτα αποδοχή τους.

*Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι εντεταλμένος διδασκαλίας στο ΠΜΣ του Παντείου Πανεπιστημίου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!