Να επανορθώσουμε άμεσα το ολέθριο λάθος του θεσμικού εφησυχασμού. Του Αλέξη Π. Μητρόπουλου

Όταν ο Χέλμουτ Κολ αξίωσε τη διαγραφή της ρήτρας αλληλεγγύης από τη Σύμβαση της Ρώμης (1957) επειδή το γράμμα και το πνεύμα του κυοφορούμενου Μάαστριχτ δεν μπορούσε να συνταιριάξει με τέτοιους… ρομαντισμούς, λίγοι κατάλαβαν τη νέα αποφασιστική φάση, στην οποία εισερχόταν το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Για τους διαλεκτικούς όμως μελετητές, ήταν ήδη σαφές ότι το νέο δημιούργημα του Συμφώνου Σταθερότητας, της ΟΝΕ και του ευρώ, κάθε άλλο παρά προοιωνιζόταν τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» (κατά το πρότυπο των ΗΠΑ), όπου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανακυκλώνει τα πλεονάσματα και τις αναπτυξιακές και κοινωνικές ροές από τις πλούσιες Πολιτείες στις φτωχές.
Η πορεία, ως εκ τούτου, της απόκλισης μεταξύ των βόρειων και των νότιων χωρών είχε αρχίσει στο όνομα (υποτίθεται) της σύγκλισης, που το έντονο στην πατρίδα μας βρυξελληνικό πνεύμα είχε ήδη προεξοφλήσει. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό.
Πολλές συλλογικότητες και ρεύματα, κυρίως στον αριστερό ανανεωτικό χώρο και βεβαίως στα μεγαλύτερα τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας, δεν έδειξαν καμιά επιφυλακτικότητα για τη φύση και τις αρχές του εγχειρήματος. Χρησιμοποιούσαν αφαιρετικές και επιμέρους προσεγγίσεις, που τους αποστερούσε τη θέαση του «καθ’ όλου» και κυρίως τη διορατικότητα. Όλες οι τάσεις και όλες οι σχολές της ευρωκομμουνιστικής πολιτικής σκέψης επένδυσαν στη συγκεκριμένη μορφή της Ε.Ε., πιστεύοντας (ακόμη και οι πλέον δύσπιστοι) ότι είχε δρομολογηθεί η πορεία της διαρκούς βελτίωσης και τελειοποίησης του θεσμικού πλαισίου. Μάλιστα δε και η Αριστερά αιμοδότησε με επιφανείς διανοουμένους και πολιτικούς ακτιβιστές τα όργανα της Ε.Ε., που καλούνταν πλέον να εφαρμόσουν την πιο συστηματική νεοφιλελεύθερη πολιτική, που εκφραζόταν όμως στα κείμενα του πρωτογενούς Δικαίου με πολλούς ευφημισμούς (για να δημιουργούν αμφισημίες, αλλά και ελπίδες, για τη χωρητικότητά τους).
Η ταύτιση με την Ε.Ε., την ΟΝΕ, το ευρώ και τη συγκεκριμένη «πορεία ολοκλήρωσης» ήταν σχεδόν πλήρης. Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε σε όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Οι ανεξάρτητοι διανοούμενοι, που αποκάλυψαν την αληθινή και βαθιά ταξική φύση του Μάαστριχτ, φάνταζαν σαν… εξωγήινα όντα, που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης. Όσοι έλεγαν ότι η πολιτική Μάαστριχτ θα γενικεύσει τα προγράμματα λιτότητας και θα τα διευρύνει καθ’ ύλη και κατά χρόνο, αντιμετώπιζαν αυξανόμενη δυσπιστία. Και όσοι υποστήριζαν ότι θεσπίζεται πλέον ο κοινωνικός πόλεμος Κεφαλαίου-Εργασίας, που διεξάγεται με όρους κεφαλαίου και μεγιστοποιεί για την Ελλάδα μακροπρόθεσμα τα δυσμενή αποτελέσματα, χαρακτηρίζονταν δογματικοί.
Στο σημείο αυτό δεν είναι άστοχο να παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα από παλαιότερα βιβλία μας, για να διαπιστώσουμε αν η γερμανική σφαίρα επιρροής υλοποιεί ή όχι τις προδιαγραφές του Μάαστριχτ.
Στο βιβλίο μας Νεοφιλελευθερισμός και Υποβάθμιση της Εργασίας (Εκδ. Αφοι Τολίδη, 1991), στο κεφάλαιο Η σφαγή του 1992 (σελ. 38), αναφέραμε:
«Η οικονομική, τεχνολογική, αμυντική υπερδύναμη, που δημιουργεί το διευθυντήριο, θα επιδιώξει να κερδίσει το χαμένο έδαφος έναντι των άλλων οικονομικών, στρατιωτικών κ.λπ. υπερδυνάμεων, στα πλαίσια της νέας παραγωγικής αναδιάρθρωσης και αποικιοποίησης των χωρών του καθυστερημένου Νότου». (σελ. 38)
Εξάλλου, στις σελ. 125 επ. στο βιβλίο μας Εργασία και Συνδικάτα στη Μεταβιομηχανική Κοινωνία (Εκδ. Λιβάνη, 1993) υποστηρίζαμε:
«…Ανεξάρτητα, όμως, από την υλική και θεσμική του ύπαρξη ή αμφισβήτηση, το Μάαστριχτ υπάρχει ως συμπύκνωση των επιδιώξεων και σχεδιασμών της ελίτ της ευρωπαϊκής πολιτικής τάξης και των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, που στοχεύουν όχι προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας Ευρώπης με καθολική πρόοδο και ευημερία των λαών της, όσων σήμερα μετέχουν των διαδικασιών και των άλλων που αναμένεται να συμμετάσχουν, αλλά για την επίτευξη της νέας, μεταβιομηχανικής ευρωπαϊκής συσσώρευσης και του ανταγωνισμού έναντι των οικονομικών ολοκληρώσεων της Ιαπωνίας, της Άπω Ανατολής, της Κίνας, των ΗΠΑ και των δορυφόρων τους. (…)
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσουμε επιγραμματικά όλη αυτή τη διαδικασία, όπως εκφράστηκε στο Μάαστριχτ, θα πρέπει να πούμε ότι η σύγκλιση επί τω αυτώ των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων, που έτσι αποστερούν για μακρύ χρονικό διάστημα την ύπαρξη εναλλακτικής πρότασης και για τα κατ’ ιδίαν κράτη και για την Ευρώπη, αποτελεί την απεγνωσμένη και αγχώδη, κυρίως για την Ευρωπαϊκή Αριστερά, προσπάθεια συμμετοχής του παρηκμασμένου πολιτικού παράγοντα στις αδυσώπητες και καταιγιστικές διαδικασίες της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της κυριαρχίας του. Αυτό δηλαδή που πρυτανεύει είναι ότι, αφού οι εξελίξεις στην οικονομία μάς προσπέρασαν και εν πολλοίς μας κατέστησαν περιττούς, αφού οι θεσμοί της αστικής δημοκρατίας δεν μπόρεσαν να τιθασεύσουν και να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις οικονομικές δυνάμεις, προκειμένου να θεωρηθούμε εμπόδιο και να αγνοηθούμε παντελώς, ας προσχωρήσουμε στις ανάγκες και τις παραδοχές των δυνάμεων του κεφαλαίου, απεμπολώντας -χάριν της επιβίωσης- τις πολιτικές μας αρχές.
Έτσι συμπερασματικά το Μάαστριχτ:
α. Για τους Ευρωπαίους πολιτικούς αποτελεί προσχώρηση στους κανόνες της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης,
β. Για τις δυνάμεις του κεφαλαίου αποτελεί κατίσχυση των επιδιώξεών τους και καθυπόταξη των κατεστημένων πολιτικών δυνάμεων ανεξαιρέτως,
γ. Για το μαζικό κίνημα αποτελεί τη διάζευξή του από τις πολιτικές δυνάμεις, αφού αυτές λύουν μια παραδοσιακή συμμαχία που σημάδεψε την πορεία της ευρωπαϊκής αστικής δημοκρατίας και κυρίως της σοσιαλδημοκρατικής της εκδοχής και προσχωρούν στον ταξικό του αντίπαλο. Άρα αποτελεί ήττα του, με την έννοια ότι είναι αναγκασμένο να αναζητήσει σύντομα τη γνήσια πολιτική του έκφραση και
δ. Για την αστική (καθεστωτική) Αριστερά σημαίνει την οριστική της ήττα, αφού πλέον, προσχωρώντας στις ιδεολογικές παραδοχές των κυρίαρχων δυνάμεων, αφαιρεί από τον εαυτό της τη δυνατότητα προβολής εναλλακτικής πρότασης.
Η πορεία αυτή σημαίνει εξάλλου και το τέλος του καπιταλιστικού εθνικού κράτους. Η επιδίωξη δηλαδή της ανάπτυξης-συσσώρευσης χωρίς το κράτος, που, ως οικονομική οντότητα και θεσμική παραδοχή, αποτελεί εμπόδιο και τροχοπέδη στη διαδικασία των οικονομικών ολοκληρώσεων. Αφαιρείται από αυτό όχι μόνο η οικονομική δραστηριότητα, αλλά και η άμεση πολιτική παρέμβαση επ’ αυτής, όπως έγινε με το σοσιαλδημοκρατικό, αλλά και το πρώιμο κεϊνσιανό κράτος. Η εξουθένωση αυτή του κράτους ως οικονομικού και πολιτικού μηχανισμού αποτελεί κορυφαία στρατηγική πολιτική και οδηγεί ευθέως στη συρρίκνωση της αστικής δημοκρατίας. …». (σελ. 125 επ.).
Αυτά και άλλα πολλά υποστηρίζαμε από την κυοφορία του Μάαστριχτ. Σήμερα βρισκόμαστε στην τελική φάση της μετάλλαξης. Στον Ευρωπαϊκό Νότο, ως αδύναμο κρίκο του συστήματος, δημιουργούνται κράτη-παρίες («rogue»), χωρίς εθνική κυριαρχία, χωρίς το διαχρονικό άυλο και υλικό δημόσιο πλούτο (που ήταν ο σκελετός της αυτόνομης ύπαρξής του), με αποδυναμωμένους δημοκρατικούς θεσμούς, με αδύναμο έως ανύπαρκτο Κοινωνικό Κράτος.
Βρισκόμαστε, επομένως, στην «ώρα μηδέν» για το λαό, για το κίνημα, για τη νεολαία, για την Αριστερά. Είναι ώρα για αποφάσεις, για τη σύλληψη του μέλλοντος κι αυτή τη φορά χωρίς αυταπάτες, φρούδες ελπίδες, συστημικές συμπεριφορές. Πρέπει άμεσα να επανορθώσουμε το ολέθριο λάθος του θεσμικού εφησυχασμού που γενικεύτηκε μετά τον Μάη του ’68 και όλοι μαζί να φύγουμε προς τα μπρος!

* Ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και πρόεδρος της Ένωσης για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ -www.enypekk.gr).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!