Συνέντευξη στον Δημήτρη Οικονόμου.

Τα είκοσι χρόνια της δημιουργικής πορείας του Καλλιτεχνικού Οργανισμού «Φάσμα» και του Απλού Θεάτρου γιορτάζει, φέτος, ο Αντώνης Αντύπας. Έχοντας στις αποσκευές του το μεγάλο βραβείο που απέσπασε από την Ένωση Θεατρικών Κριτικών για την ουσιαστική του προσφορά στο χώρο του θεάτρου, έχει κάθε λόγο να νιώθει ευτυχής για την αναγνώριση της σκηνοθετικής του δουλειάς. Μια δουλειά που επιβραβεύεται καθημερινά από το κοινό και στις φετινές παραστάσεις των έργων Επιστάτης και Ευτυχισμένες μέρες, των δύο κορυφαίων δραματουργών Χάρολντ Πίντερ και του Σάμιουελ Μπέκετ αντίστοιχα. Αυτές οι σκηνοθετικές επιλογές υπήρξαν η αφορμή για τη συνάντηση μαζί του, η οποία βεβαίως ανοίχτηκε λίγο πιο πέρα από το ρεπερτόριό τους.

Τη χρονιά της χειρότερης κρίσης στη σύγχρονη ελληνική ιστορία το Απλό Θέατρο επιλέγει να ανεβάσει, ταυτόχρονα, Πίντερ και Μπέκετ. Το επιλέξατε επίτηδες;
Όχι, είναι η φυσική πορεία των επιλογών που κάνω τόσα χρόνια τώρα. Όλα αυτά τα χρόνια, αυτά τα έργα κυκλοφορούν μέσα στο μυαλό μου. Περισσότερο το βρίσκω ότι είναι μια συγκυρία, μια κίνηση η οποία είναι απόηχος της συνέπειας που έχω στο ρεπερτόριο αυτό, παρά ότι είπα «έχουμε κρίση, να ανεβάσω αυτά τα έργα».

Δηλαδή, θεωρείτε ότι δεν μπορεί αυτή η κοινωνία που βράζει υπόκωφα σε αυτά τα έργα να λειτούργησε έστω και υποσυνείδητα;
Ίσως, αλλά δεν το έκανα εγώ. Έγινε από μόνο του στην ανάγκη μου ως καλλιτέχνης να εκφραστώ. Δεν έγινε εσκεμμένα, δεν σκέφτηκα τώρα τι θα ανεβάσω; Πάντα, όμως, με επηρεάζει η κοινωνικό-πολιτική κατάσταση, γιατί οτιδήποτε ανεβάζω θέλω να έχει μια επικαιρότητα, μια αμεσότητα με την κοινωνία. Αυτή τη στιγμή ένιωθα κι εγώ ένα αδιέξοδο και θέλοντας να το εκφράσω βρήκα σ’ αυτούς τους ανθρώπους όπως είναι ο Επιστάτης μια παρόμοια κατάσταση. Ο Ντέιβις ρωτά «κι εγώ τι θα απογίνω;» και μετά κλείνουν τα φώτα. Που αν το πάρεις μεταφορικά είμαστε όλοι στη ίδια κατάσταση. «Και εγώ τι θα απογίνω;» Κι από την άλλη υπάρχει μια αισιοδοξία στον Μπέκετ, μια αισιοδοξία μέσα στο τέλος της Γουίνι, την ίδια στιγμή που το βιώνει. Αντιδρά στην τραγική κατάσταση της και λέει «άλλη μια ωραία μέρα», κρατάει αντίσταση. Ο τρόπος που το λέει είναι «σε λίγο θα πεθάνω», αλλά κρατάει τη δύναμή της

Το βιώνει με αξιοπρέπεια…
Ακριβώς γιατί αυτή είναι η ομορφιά της ζωής . Η ζωή είναι πάνω απ’ όλα. Έστω και μια ώρα να ζήσεις, να τη γευτείς, είναι αυτό: το φως, το φως! ο ήλιος, να καίει ο ήλιος! Γιατί ο χρόνος είναι προσωπικός για τον καθένα και ο καθένας τον βιώνει διαφορετικά.

Αναφερθήκατε στις Ευτυχισμένες μέρες και θα ήθελα να ρωτήσω σχετικά με την παράσταση που είχε ανέβει στην Επίδαυρο με τη Φιόνα Σο…
Όχι, δεν την είχα δει, γιατί όταν διαισθάνομαι ότι κάποιο έργο με ενδιαφέρει και κάποτε θα το ανεβάσω δεν θέλω να το δω, γιατί ξέρω ότι υποσυνείδητα σε επηρεάζει, δηλαδή ενώ εσύ πιστεύεις ότι βρήκες μια ιδέα, αυτή έχει ήδη καταγραφεί. Αυτό το αποφεύγω από τότε που ξεκίνησα να σκηνοθετώ. Εκτός αν θες να αντιγράφεις. Ούτως η άλλως δεν υπάρχει παρθενογένεση, αλλά εγώ έχω ανάγκη από μια πρόκληση, όχι μια απλή παράσταση, αλλά να έρθω αντιμέτωπος σε ένα κείμενο το οποίο όσο πιο δύσκολο και δύσβατο, τόσο πιο ενδιαφέρον είναι για μένα. Το αποτέλεσμα θα έχει ενδιαφέρον και για τον κόσμο. Γι αυτό και επιλέγω ηθοποιούς που έχουν μια πορεία, μια πείρα μια ευφυΐα σκηνική. Ο Πίντερ έχει γράψει για προσωπικότητες . Δεν μπορείς να ανεβάσεις Πίντερ στη σκηνή, αν δεν έχεις εξαιρετικούς ηθοποιούς. Ένας χαρακτήρας του πρέπει να είναι επιθετικός, με ποια έννοια; Μην περιμένεις το κοινό να σε αποδεχτεί για να παίξεις καλά. Πες του το. Δώσε τη δύναμή του χαρακτήρα σου και καθηλωσέ το. Πρέπει να είσαι σίγουρος, να έχεις ξεπεράσει τις ανασφάλειες που έχει κάθε ηθοποιός, του καλλιτέχνη, να έχεις μελετήσει γερά το ρόλο σου και να έχεις δέσει με τους συναδέλφους σου, σαν γροθιά επί σκηνής.

Είπατε προηγουμένως για δύσκολα κείμενα. Γι’ αυτό έχετε κάποιες, ας πούμε, καλλιτεχνικές εμμονές και ανεβάζετε πολύ συχνά έργα συγκεκριμένων συγγραφέων, Πίντερ, Μπέκετ, Φρίελ;
Με ενδιαφέρουν τα λιτά κείμενα, δηλαδή τα κείμενα που γράφονται με λίγα λόγια. Οι παύσεις. Στα κείμενά του ο Πίντερ διερευνά τα νοήματα και τις καταστάσεις που έχουν την ίδια δυσκολία με τους τραγικούς ή τον Σαίξπηρ, αλλά με λιγότερες λέξεις.

Φέτος γιορτάζετε τα 20 χρόνια στα οποία άλλαξε η κοινωνία με αδιανόητους ρυθμούς και αποτελέσματα.
Αυτό έλεγα στην Ελένη (σ.σ. την Καραΐνδρου). Ποιος φανταζόταν πριν από 20 χρόνια ότι θα πεθάνει η δισκογραφία;

Μα άλλαξαν τα πάντα. Από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, την επέλαση του νεοφιλευθερισμού, το Ίντερνετ, την παγκοσμιοποίηση, τα κινητά, η ζωή όπως την ξέραμε άλλαξε. Αυτή την αλλαγή, στα 20 τελευταία χρόνια, πώς τη βιώσατε μέσα στην κοινωνία και το θέατρο;
Με λιγότερους κραδασμούς απ’ ό,τι άλλοι άνθρωποι. Γιατί έχεις την ευκαιρία να φεύγεις κάθε μέρα απ’ την καθημερινότητα που φέρνει όλη αυτή τη φθορά της καθημερινότητας, για να μπεις στο τούνελ του κάθε συγγραφέα και παίρνεις μια άδεια. Δεν έχεις χρόνο να τα σκεφτείς κι έρχονται μέσα σου μ’ ένα τρόπο ποιητικό. Δεν έρχεσαι κατάφατσα με τα προβλήματα.

Το κοινό πώς το έχετε δει να εξελίσσετε αυτά τα 20 χρόνια;
Παρ’ ότι υπάρχει μια συνέχεια στο κοινό που έρχεται εδώ, υπάρχει μια ανεπάρκεια παιδείας.

Η οποία βαίνει αυξανόμενη;
Ναι, μεγαλώνει! Σιγά-σιγά μπαίνουμε σε ένα άλλο ύφος. Υπάρχει μια νωθρή πνευματική κατάσταση. Υπάρχουν κάποιοι που δεν καταλαβαίνουν τίποτα! Μια κυρία προχτές στον Επιστάτη έβριζε κι έλεγε «στο διάολο οι τρελοί».

Η οικονομική κρίση πώς σας επηρεάζει; Φέτος νομίζω πάτε πολύ καλά.
Όχι, δεν πάμε καλά. Όταν κάνεις πρόβες 4 μήνες πληρώνοντας τα πάντα κι έχεις 300 θέσεις, δεν βγαίνει. Όταν έχεις να πληρώσεις 13 υπαλλήλους και αξιοπρεπείς μισθούς ηθοποιών… Αν συνεχιστεί έτσι η κατάσταση, δεν υπάρχει λόγος συνέχισης.

Μάλιστα. Έχει ξεκινήσει από τις προηγούμενες χρονιές ή φέτος εμφανίστηκε;
Αυτά τα έργα που ανεβάζουμε δεν φέρουν κόσμο, είναι για συγκεκριμένο κοινό, το οποίο φέτος είναι πολύ συγκρατημένο οικονομικά. Αν η πολιτεία δεν πάρει μια απόφαση να βοηθήσει τα επιχορηγούμενα θέατρα, το πρόβλημα θα γίνει τεράστιο. Αυτή τη στιγμή τελειώνει η σεζόν, μας χρωστάνε από προηγούμενα χρόνια και δεν μας λένε πότε θα υποβάλλουμε τις επόμενες προτάσεις. Σε αφήνουν μετέωρο. Δεν σου λένε «θα κοπούν οι επιχορηγήσεις», να ξέρεις τι θα κάνεις. Πώς θα συνεχίσεις του χρόνου, όταν από τώρα θα πρέπει να ενδιαφερθείς για την επόμενη παράσταση, τι έργο θα ανεβάσεις, ποιους ηθοποιούς θα κλείσεις κι όταν ταυτόχρονα υπάρχει το Εθνικό που έχει την οικονομική άνεση να κάνει από τώρα τις διανομές του σε ηθοποιούς, τους οποίους αν θέλω εγώ θα τους έχει κλείσει;

Θα σκηνοθετούσατε στο Εθνικό;
Όχι, δεν με ενδιαφέρει ο χώρος.

Ευχαριστώ, πολύ.
Κι εγώ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!