Του Κώστα Στοφόρου. «Παρακαλείται ο εκδότης κύριος Λυμπέρης να προσέλθει τώρα αμέσως στη ρεσεψιόν. Τον αναζητούν οι εκατοντάδες απλήρωτοι εργαζόμενοί του».

Αυτό και άλλα πολλά συνθήματα, με έντονο το στοιχείο του χιούμορ, ακούστηκαν το βράδυ της Δευτέρας έξω από το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, όπου γινόταν η τελετή απονομής των «Χρυσών Σκούφων» από το περιοδικό Αθηνόραμα.
Ένα περιοδικό που μέχρι πρότινος ανήκε κατά το ήμισυ στον εκδότη Αντώνη Λυμπέρη και με τους γνωστούς… διαφανείς τρόπους έφυγε από τα χέρια του. Ένα περιοδικό που έχει συσσωρεύσει κέρδη εκατομμυρίων, ωστόσο δεν έχει κανένα πρόβλημα να απολύει εργαζομένους.
Το θέμα μου, όμως, δεν είναι να αναλύσω τι συμβαίνει στον εκδοτικό χώρο, με τους απλήρωτους είλωτες εργαζόμενους, με τα κέρδη που εξαφανίζονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς, με εκδότες που καταφέρνουν να διαφύγουν, υπό το άγρυπνο βλέμμα της ΕΛΑΣ, στη Λατινική Αμερική…
Συμμετέχοντας στη διαμαρτυρία παρατηρούσα όλους αυτούς που έσπευδαν να απολαύσουν το δείπνο τους στη Μεγάλη Βρετανία, να κάνουν τις κοσμικές τους επαφές, να κουτσομπολέψουν…
Ανάμεσά τους και πολλοί δημοσιογράφοι. Οι ίδιοι που αύριο μπορεί να βρεθούν στο δρόμο για ένα καπρίτσιο του εκδότη, για μια αντίρρηση που θα φέρουν ή απλώς γιατί κοστίζουν παραπάνω από τα 200-300 ευρώ που θα δίνονταν σε ένα νεαρό συνάδελφο για να κάνει την ίδια δουλειά και μάλιστα ανασφάλιστος. Έτσι το βλέπουν τα αφεντικά: Ουδείς αναντικατάστατος – εκτός από τους ίδιους!
Αναμενόμενα όλα, θα μου πείτε…
Κι όμως, δεν καταλαβαίνω γιατί θεωρείται αυτονόητο και ανεκτό να συμμετέχει οποιοσδήποτε σε τέτοιες φιέστες χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν του τι κάνει αυτός που τον κάλεσε. Την άγνοια δεν μπορεί να την επικαλεστεί κανείς! Ούτε και ο Ηλίας Μαμαλάκης που έκανε ό,τι δεν άκουγε τα συνθήματα. Όλοι αυτοί με τη στάση τους δίνουν συγχωροχάρτι σε κάθε αφεντικό.
Πιο πολύ απ’ όλες τις παρουσίες με ενόχλησε, πάντως, αυτή του Βασίλη Βασιλικού. Από τις σελίδες του Δρόμου έχω αναφερθεί συχνά και επαινετικά στο συγγραφέα του Ζ. Μελαγχόλησα, πραγματικά, όταν τον είδα να διπλοπαρκάρει πλαγίως το αυτοκίνητο του (παρεμπιπτόντως, με ξένες πινακίδες) μπροστά στην είσοδο της Μεγάλης Βρετανίας και αδιάφορος για τις διαμαρτυρίες (ομαδική κώφωση έπαθαν χθες οι καλεσμένοι στη φιέστα) να ανεβαίνει τα σκαλιά για να συμμετάσχει στο κοσμικό τίποτα του Αθηνοράματος. Αυτοί είναι οι διανοούμενοί μας;
Για ένα γκουρμέ γεύμα, για μερικές υποκριτικές χειραψίες, είναι έτοιμοι να γυρίσουν την πλάτη σε έναν κόσμο που διαμαρτύρεται ζητώντας τα αυτονόητα; Που μάχεται για την αξιοπρέπειά του;
Μια απλή μικρή δήλωση του κυρίου Βασιλικού, εκεί μπροστά στα σκαλιά της Μεγάλης Βρετανίας, θα έδινε ένα αποφασιστικό χτύπημα στη φιέστα της κοροϊδίας.
Σκέφτομαι πώς θα γύριζε τη σκηνή ο Κώστας Γαβράς: Ο στρατευμένος συγγραφέας ανεβαίνει τα σκαλιά της Μεγάλης Βρετανίας. Ακούγονται τα συνθήματα. Σταματάει. Γυρίζει και κοιτάζει τους διαδηλωτές. Κοιτάζει τη φωτισμένη είσοδο του ξενοδοχείου. Διστάζει. Ξαφνικά παίρνει την απόφασή του. Διασχίζει το δρόμο και ενώνει τη φωνή του με τους διαμαρτυρόμενους.
Όλα αυτά στη φαντασία μου. Φαίνεται πως στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να διασχίσεις πάλι ένα δρόμο που εγκατέλειψες…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!