Τέσσερις λόγοι για τους οποίους το Grexit μπορεί να επανέλθει ως επιλογή των εταίρων-δανειστών μέχρι τον επόμενο Ιούνιο Τι είπε και τι εννοούσε η Μέρκελ στη Σύνοδο Κορυφής. Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

Το είπε ή δεν το είπε η Άνγκελα Μέρκελ ότι αν η Ελλάδα έφευγε από την Ευρωζώνη αργά ή γρήγορα όλοι θα την ακολουθούσαν; Μικρή σημασία έχει πόσο ακριβής είναι η εικόνα που μετέδωσε το ρεπορτάζ της Monde για τα παραλειπόμενα της τελευταίας ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής. Έτσι κι αλλιώς, οι φράσεις που αποδίδονται στη Γερμανίδα καγκελάριο αποτυπώνουν ρεαλιστικά τη διφορούμενη, αλλά όχι και αντιφατική στάση της γερμανικής ηγεσίας απέναντι στο «ελληνικό ζήτημα».
Υπήρξε πράγματι μια περίοδος κατά την οποία εκτιμάτο πως μια εξώθηση της Ελλάδας από το ευρώ θα προκαλούσε ένα ντόμινο κατάρρευσης στην Ευρωζώνη. Στο μεταξύ, η ελληνική οικονομία, μαζί με τις άλλες μνημονιακές χώρες, έγινε ένα από τα σημαντικότερα «οικοδομικά υλικά» της οχυρωματικής ζώνης με την οποία προστατεύτηκε η υπόλοιπη Ευρωζώνη, πρωτίστως οι τράπεζές της. Παρ’ ότι η οχυρωματική αυτή ζώνη δεν είναι ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ απόλυτα ασφαλής, επιτρέπει στις κεντρικές χώρες, κυρίως την ίδια τη Γερμανία, να μπορούν να το ξανασκεφτούν. Εξ ου και το δεύτερο σκέλος της διατύπωσης που αποδίδεται στην κ. Μέρκελ: «Δεν είμαι βέβαιη αν θα μπορούσα να πράξω ανάλογα δεύτερη φορά… Αυτό μπορεί να εκτροχιαστεί σε κάποιο σημείο».
Ο μύθος δηλοί ότι το Grexit, το οποίο εξετάστηκε αλλά αποκλείστηκε στις πρώτες φάσεις της ελληνικής κρίσης, παραμένει ως εναλλακτική (ή κίνδυνος) ακόμη και στις πολιτικές ηγεσίες που επένδυσαν στον μνημονιακό εγκλωβισμό της Ελλάδας και άλλων χωρών. Η επαναξιολόγηση του ελληνικού ζητήματος έχει συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα. Για την ακρίβεια το επόμενο εξάμηνο που ταυτίζεται με την ελληνική προεδρία. Στο εξάμηνο αυτό κρίνονται πολλά:
Πρώτον, η κοινωνική και πολιτική «σταθερότητα» στην Ελλάδα. Δεν χρειαζόταν, βεβαίως, η εκτίμηση του Economist ότι η Ελλάδα βρίσκεται – μαζί με την Αίγυπτο, το Σουδάν ή τη Ζιμπάμπουε – ανάμεσα στις χώρες με υψηλό ρίσκο κοινωνικής αναταραχής εντός του 2014 για να επισημανθεί η βασιμότητα του ρίσκου αυτού. Και μόνον οι πανικόβλητες κινήσεις και κυβερνητικές εξαγγελίες για την αντιμετώπιση της απειλητικής αιθαλομίχλης είναι αρκετές για να αποκαλυφθεί η βαθιά ανησυχία των κυβερνητικών εταίρων. Η ίδια η τρόικα αντιλαμβάνεται πολύ καλά ότι ο βίος της κυβέρνησης κρέμεται διαρκώς από μια κλωστή. Και γι’ αυτό, χωρίς να ρισκάρει ούτε ένα ευρώ από τις δανειακές δόσεις που εκκρεμούν μέχρι τον προσεχή Ιούνιο, ανέχεται κάποιους μονομερείς πειραματισμούς της κυβέρνησης στο φορολογικό και σε άλλα πεδία.
Δεύτερον, η αξιοπιστία του ελληνικού προγράμματος, το οποίο έχει προ πολλού εξοκείλει και δημοσιονομικά και ταμειακά. Από το δανειακό πρόγραμμα του 2013 εκκρεμεί μια δόση 4,9 δισ. ευρώ, ενώ κατά το πρώτο εξάμηνο θεωρητικά θα πρέπει να εκταμιευτούν δόσεις ύψους 8,5 δισ. ευρώ. Είναι προφανές ότι όλο το πρόγραμμα διολισθαίνει χρονικά προς το τέλος του έτους. Ωστόσο, επειδή τον Ιανουάριο λήγουν ομόλογα 1,8 δισ, ευρώ και τον Μάιο περίπου άλλα 5 δισ., η τρόικα πρέπει να προχωρήσει στην τέταρτη αξιολόγησή της και να κρατήσει τα προσχήματα εν μέσω ελληνικής προεδρίας. Μοναδικό αξιοποιήσιμο πρόσχημα είναι το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα, το ακριβές μέγεθος που οποίου θα εκτιμηθεί περί τον Απρίλιο. Αυτό θα αξιοποιηθεί ως εφαλτήριο για ν’ ανοίξει η συζήτηση περί νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους – χωρίς κούρεμα- και περί τρίτου πακέτου βοήθειας, που πάντως αποκλείεται να «κλείσει» πριν τον Ιούνιο και, πάντως, μετά τις ευρωεκλογές. Το πρωτογενές πλεόνασμα, απεχθές συμπύκνωμα της αιματηρής λιτότητας που έχει επιβληθεί στην ελληνική κοινωνία, αποτελεί και τον απαράβατο όρο παραμονής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Τρίτον, η δρομολόγηση της τραπεζικής ένωσης με βάση τον οδικό χάρτη που συμφωνήθηκε στο τελευταίο Eurogroup. Η μεγάλη εκκρεμότητα που μένει σ’ αυτό είναι η εξασφάλιση της συναίνεσης του Ευρωκοινοβουλίου, υπόθεση που, τουλάχιστον από άποψη γραφειοκρατίας, οφείλει να διαχειριστεί η ελληνική προεδρία. Αυτός είναι ένας πρόσφατος λόγος που οι ευρωπαϊκές συνιστώσες της τρόικας απεύχονται ένα «πολιτικό ατύχημα» στην Ελλάδα και θα προσπαθήσουν να μην το υποδαυλίσουν. Η υπόθεση της τραπεζικής ένωσης, άλλωστε, παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη για πολλούς λόγους, πέρα από τη γερμανική προσπάθεια να μετατεθεί χρονικά σε βάθος δεκαετίας. Οι μεγαλύτερες συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν να αντιμετωπίσουν εντός του 2014 τα stress test από τα οποία θα προκύψουν ιλιγγιώδη νούμερα. Για τις 130 σημαντικότερες είναι δεδομένο ότι, με ενεργητικό άνω των 25 τρισ. ευρώ θα πρέπει να ενισχύσουν κατά πολύ τα ίδια κεφάλαιά τους, που σήμερα υπολογίζονται μόλις σε 1 τρισ. Με τι λεφτά; Μια μόχλευση 1 προς 25 θεωρείται απαγορευτική και μπορεί να επιδεινωθεί, αν επικρατήσουν εντός της ΕΚΤ οι φωνές που θέλουν τις τράπεζες να προβαίνουν σε επιπλέον προβλέψεις και για τα κρατικά ομόλογα με τα οποία φουσκώνουν πάλι τα χαρτοφυλάκιά τους, διαψεύδοντας τον θεμελιώδη μύθο της τραπεζικής ένωσης, δηλαδή την περίφημη αποκοπή του ομφαλίου λώρου μεταξύ τραπεζικού και κρατικού χρέους. Επομένως, οι συνθήκες τρομακτικής συρρίκνωσης της ρευστότητας που θα διαμορφωθούν εντός του 2014, στενεύουν και τα περιθώρια όχι μόνο για ανάκαμψη στην Ευρωζώνη, αλλά και για εξασφάλιση εκ μέρους της ελληνικής προεδρίας μιας συμφωνίας με το Ευρωκοινοβούλιο για την τραπεζική ένωση.
Τέταρτον, τον Μάιο, κρίνεται συνολικά το ρίσκο της στήριξης της κυβέρνησης Σαμαρά από την τρόικα. Αν παρά την ανοχή και τα στραβά μάτια της τρόικας, παρά το πλεόνασμα και την όποια κατ’ αρχήν συμφωνία για πρόσθετη βοήθεια στην Ελλάδα οι κυβερνητικοί εταίροι οδηγηθούν σε συντριβή στις ευρωεκλογές και η προσφυγή σε πρόωρες κάλπες γίνει μονόδρομος, είναι αμφίβολο αν οι εταίροι-δανειστές, ιδιαίτερα οι Γερμανοί, θα προσέλθουν τον Ιούνιο με διάθεση συνδιαλλαγής στο τραπέζι των συζητήσεων για νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Ενόψει του προδιαγραφόμενου τέλους της συγκυβέρνησης είναι πιθανότερο να επιλέξουν να χαράξουν νέες, δυσμενέστερες κόκκινες γραμμές λιτότητας, μέτρων και εκποίησης του κράτους με στόχο να εκβιάσουν την κοινωνία, αλλά και να στριμώξουν σε Συμπληγάδες την επόμενη κυβέρνηση, καθιστώντας της σαφές ότι οι δυνατότητες επαναδιαπραγμάτευσης της λιτότητας είναι μηδενικές. Τότε, το Grexit θα γίνει και πάλι ο μπαλαντέρ που θα οδηγήσει είτε σε οδυνηρούς συμβιβασμούς είτε σε δύσκολες μεν αναπόφευκτες δε επιλογές επιβίωσης της χώρας και της κοινωνίας.
Αυτό το σενάριο ίσως φωτίζει καλύτερα το δεύτερο σκέλος του κατά Monde συλλογισμού της Άνγκελα Μέρκελ για την ελληνική διάσωση. «Δεν είμαι βέβαιη αν θα μπορούσα να το πράξω δεύτερη φορά…»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!