Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη με τον Αντώνη Αντωνίου. Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή

Όποιος (ξανα)διαβάσει το «Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη», τουτέστιν τη νουβέλα του Θανάση Βαλτινού που γράφτηκε το 1964, θα αισθανθεί ότι απεικονίζει το σήμερα. Κι αυτό, διότι η αφήγηση εστιάζει στις αρχές του περασμένου αιώνα, τότε δηλαδή που η σταφιδική κρίση και ο πόλεμος του 1897 βύθιζαν τη χώρα στην έσχατη φτώχεια και στη χρεοκοπία. Κάτι επιστρέφει λοιπόν και ξαναζεί με τη μορφή του σήμερα, καθώς ο λόγος στο «συναξάρι» είναι εξαιρετικά επίκαιρος. Όμως η επικαιρότητα -όπως θα πει στη συνέχεια ο δοκιμασμένος ηθοποιός Αντώνης Αντωνίου, που αποφάσισε να σκηνοθετήσει το έργο και να το ανεβάσει εν είδει μονολόγου στη «Θεατρική σκηνή» της οδού Νάξου- είναι η μια και, μάλιστα, η δευτερεύουσα πλευρά του έργου. Ο πυρήνας του αφορά στη θέληση που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος να φύγει από τη μιζέρια και να περάσει με το ζόρι στη ζωή και τη διεκδίκησή της. Αυτή είναι η γοητεία του λόγου του Βαλτινού, ενός λόγου που χάρις στο ταλέντο του Αντωνίου μεταφέρεται ως λύτρωση στο θεατή της παράστασης.

Όσοι έχουν διαβάσει τη νουβέλα του Θ. Βαλτινού “Το συναξάρι του Α. Κορδοπάτη”, αντιλαμβάνονται τον «επίκαιρο» συμβολισμό του έργου, άρα και τους λόγους που σας οδήγησαν στη σκηνοθεσία του. Θα σας ζητούσα, για όσους δεν ξέρουν την ιστορία, να μας κάνετε μια περιήγηση στο θέμα της.
Η ιστορία του Κορδοπάτη είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που ανδρώθηκε εκεί γύρω στα 1900. Τότε είναι που αποφασίζει, ακολουθώντας χιλιάδες χωριανούς του και συμπολίτες του, να φύγει για την Αμερική. Έχει πέσει μεγάλη δυστυχία στον τόπο· έχουμε τον πόλεμο του 1897. Άρα, ακολουθεί κι ο Κορδοπάτης το ρεύμα να μεταναστεύσει προς την Αμερική που ήτανε η «γη της επαγγελίας» εκείνο τον καιρό. Φρόντιζαν κι οι πράκτορες γι’ αυτό, διαδίδοντας ότι εκεί «τρέχουν» τα δολάρια στο δρόμο. Παράλληλα, όμως, υπήρχε και μια επιδημία στα μάτια, τα λεγόμενα τραχώματα, που κράτησε αρκετά χρόνια. Οι Αμερικανοί, όμως, ήθελαν τους εργάτες τους υγιέστατους για να μπούνε κατευθείαν στην παραγωγή. Δεν είχανε χρόνο να τους γιατρέψουνε και μετά να τους βάλουν στη δουλειά, γιατί θα έχαναν λεφτά. Οπότε κάνανε αυστηρούς ελέγχους και όσοι δεν ήταν υγιείς τους… πετάγανε. Εκεί, λοιπόν, έπεσε θύμα και ο Ανδρέας Κορδοπάτης. Προσπάθησε μια, δυο, τρεις φορές δεν τα κατάφερε να περάσει τα σύνορα, την τέταρτη αναγκάστηκε να περάσει λαθραία και  να βγει «σκαστός» στην Αμερική. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει το κυνηγητό. Τώρα τι έγινε στο τέλος, επίτρεψέ μου να μη στο πω, θα το δουν οι θεατές στο έργο… Αλλά όλη αυτή η περιπέτεια, όλες οι συνθήκες της μετανάστευσης -πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά, το κυνηγητό στην Αμερική- μας αποκαλύπτουν έναν κόσμο όχι μόνο επίκαιρο, δεν είναι η επικαιρότητα που κάνει το έργο σπουδαίο. Μας αποδεικνύουν το πείσμα και τη θέληση που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος -και εδώ μπορώ να πω ένας Έλληνας- να φύγει από τη μιζέρια, να φύγει από το θάνατο και να περάσει με το ζόρι στη ζωή και τη διεκδίκησή της. Το τελικό στοιχείο που κάνει αυτό το πράγμα γοητευτικό είναι ο λόγος του Βαλτινού. Μπορεί να το διαβάζεις σαν ένα φυσικό κείμενο, στο βάθος όμως η γεύση που σου μένει είναι ενός πλούσιου ποιητικού λόγου, μιας γλώσσας που οι λέξεις έχουν ουσία, έχουν βάθος, έχουν περιεχόμενο. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο η επικαιρότητα, διότι το τι τραβάει ένας παράνομος μετανάστης μπορεί να το περιγράψεις και σε ένα ρεπορτάζ. Εδώ μιλάμε για ένα λογοτεχνικό έργο που το ρουφάς στην κυριολεξία.

Είπατε ότι η «επικαιρότητα» δεν είναι το κρίσιμο στοιχείο του έργου, φαντάζομαι ότι κι η λογοτεχνική απόδοση, όσο ωραία κι αν είναι, δεν είναι η «συνθήκη» του έργου. Ποιο είναι, λοιπόν, το στοιχείο που απογειώνει την αφήγηση;
Το έργο είναι λυτρωτικό. Δηλαδή όταν τελειώνει και ο Κορδοπάτης, τότε ταυτόχρονα και ο θεατής βρίσκεται σε μια ανάταση ψυχής, παρ’ όλο που έχουμε παρακολουθήσει τα βάσανα της ζωής του. Σε καμία περίπτωση δεν λες «τον φουκαρά», λες «μπράβο, ρε φίλε»! Υπάρχει μια αισιοδοξία διάχυτη, γι’ αυτό σου είπα ότι είναι και θέμα ιδιοσυγκρασίας του Έλληνα. Είναι αισιόδοξος, είναι μαχητής δεν σκύβει το κεφάλι και μοιραλατρικά, δεν πάει να σωριαστεί μέσα σ’ ένα αμπάρι πλοίου να ταξιδέψει σ’ ένα σκλαβοπάζαρο μόνο για να δουλέψει. Διεκδικεί ακόμα και στο αμπάρι τη δυνατότητα και να το σκάσει, και να υπερασπίσει το διπλανό του με μια ελπίδα κι ένα στοιχείο μακριά από τη μιζέρια. Ο άνθρωπος αυτός είναι δημιουργικός, φεύγει διεκδικώντας. Δεν φεύγει παθητικά, δεν κάθεται σε μια γωνιά άπραγος να κλαίει τη μοίρα του. Αυτό το μήνυμα είναι το «συν» του έργου, δεν είναι η τραγωδία ενός ανθρώπου. Είναι ένα έργο σε ανάταση.

Το δρόμο του Α. Κορδοπάτη προς τη γη της επαγγελίας φαίνεται ότι ακολουθούν εκ νέου τα παιδιά μας, με τη διαφορά ότι αυτά δεν έχουν ως μόνο εφόδιο τα εργατικά τους χέρια. Διαθέτουν γνώσεις, πτυχία και μεταπτυχιακούς τίτλους… Παρ’ όλα αυτά το ερώτημα είναι: θα τα καταφέρουν όπως ο «ήρωας» του Βαλτινού;
Είναι σίγουρο. Μακάρι όμως τα παιδιά να μη φύγουν, να μη φύγει κανένας. Αυτή είναι η ευχή κι αν θέλεις μέσα από το έργο αυτό είναι και το πείσμα του Κορδοπάτη. Δεν φεύγει εύκολα ο Έλληνας από τον τόπο του. Νιώθει το αδιέξοδο, όχι του μεροκάματου γιατί το μεροκάματο θα το διασφαλίσει. Αυτό που δεν έχει και τον κάνει να φύγει είναι ότι δεν του επιτρέπουν να αξιοποιήσει τις δυνατότητές τους, να φτάσει μέχρι εκεί που μπορεί να φτάσει. Αν δεν έχεις μπάρμπα στην Κορώνη που λέγαμε παλιά, κι αυτό εξακολουθεί να ισχύει 100% και στις μέρες μας, δεν πας πουθενά. Και στη μία περίπτωση και στην άλλη χαμένοι είμαστε εμείς, οι άνθρωποι και η χώρα.

Μπορεί να αλλάξει η νοοτροπία που περιγράφετε;
Μακάρι, αλλά δεν το βλέπω, διότι το πολιτικό σύστημα επιδίωξε και πέτυχε να είναι βαθιές αυτές οι σχέσεις. Εύχομαι μέσα από την ψυχή μου να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά είμαστε ακόμα πολύ πίσω.

Οι κινητοποιήσεις που είδαμε όλο αυτόν τον καιρό δεν κυοφορούν μια νέα συνείδηση;
Πιστεύω πως δεν θα συμβεί αυτό, ακόμα κι αύριο αν γίνονταν εκλογές τα ίδια θα βλέπαμε. Και τι εννοώ δεν θα συμβεί: εννοώ ότι έτσι όπως είναι φτιαγμένη η πολιτική σκακιέρα, έτσι θα παραμείνει ιεραρχικά. Είναι ενθαρρυντική μια τέτοια μαζική συμμετοχή, γιατί σημαίνει ότι ο κόσμος βγαίνει από το σπίτι του, όμως έχω την εντύπωση ότι ο τρόπος που τον σπρώχνουν και τον καναλιζάρουν δεν είναι ο πλέον αποδοτικός.

Η αλήθεια είναι ότι πολύς κόσμος βγήκε στο δρόμο χωρίς σπρώξιμο, αμφισβητώντας τις μεθόδους που λέτε.
Μακάρι, γιατί πραγματικά ήταν μια τεράστια συγκέντρωση, αλλά εμένα μου θύμισε και παλιότερες, όπως την πρώτη μεγαλειώδη συγκέντρωση για το Πολυτεχνείο, κόντρα στον Καραμανλή. Πιστεύω ότι ακόμα κρατιέται πίσω το κίνημα, κρατιέται σ’ ένα «ωραίο» συντηρητισμό. Και δεν εννοώ να πας να κάνεις δράση κουκουλοφόρου, όχι, όχι, μύτη να μην ανοίξει. Έχει άλλη ποιότητα μια μη συντηρητική εκδήλωση από μια ελεγχόμενη, όσο μαζική και να είναι.

Η «άλλη ποιότητα» χρειάζεται όραμα και εναλλακτική πρόταση. Πώς αλλιώς θα γίνει η μετατόπιση των ανθρώπων;
Βέβαια! Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο νομίζω ότι ο κόσμος δεν επιμορφώνεται πολιτικά. Δηλαδή η οικονομική πλευρά της διαδήλωσης, η «οικονομίστικη» του μεροκάματου, εντάξει ισχύει και είναι σημαντική. Η πολιτική πλευρά της διαδήλωσης, όμως, μένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα για τον κόσμο. Κανείς δεν ασχολείται με την επόμενη μέρα, κανείς δεν μιλάει σε πολιτικό επίπεδο, υπάρχει πλήρης άγνοια και ασάφεια στις προτάσεις. Τα ψέματα όμως φαίνεται ότι τελειώνουν, είμαστε σε μια στιγμή που ο κόσμος δεν ανέχεται πια την ασάφεια, απαιτεί ένα στοιχειοθετημένο και συγκροτημένο πολιτικό λόγο.

Κλείνοντας, ας επιστρέψουμε στα «χωράφια» του θεάτρου. Τα τελευταία χρόνια της… ευημερίας ζήσαμε μιαν άνοιξη των θεατρικών σκηνών. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αμφισβητούν το γνήσιο και γόνιμο του πράγματος. Ποια είναι η γνώμη σας;
Νομίζω ότι το θεατρικό τοπίο είναι πολύ γόνιμο και πολύ δυναμικό. Θα σου πω ένα πράγμα. Πριν από τη χούντα υπήρχαν δέκα θέατρα στην Αθήνα τα οποία τα είχαν μεγαλοεπιχειρηματίες, διότι αυτό επέβαλε η νομοθεσία. Εκεί, γύρω στο ‘62-‘63 που αρχίσανε τα πράγματα και βράζανε. Από το ‘74 μέχρι σήμερα ανοίγουν θέατρα, κλείνουν θέατρα, δημιουργούνται ομάδες. Αυτή η ποσοτική συσσώρευση έχει μια διαλεκτική σχέση με την τέχνη. Αυτό το πράγμα, λοιπόν, δημιουργεί ένα «βράσιμο» μια εξέλιξη. Η ανακατωσούρα και η ποσοτική συσσώρευση στο θέατρο μόνο καλό μπορεί να φέρει. Και πρόσεξε, δεν μπορεί να συγκριθεί η Ελλάδα με καμιά άλλη χώρα. Τι σημαίνει η Ελλάδα έχει 140 θέατρα στην Αθήνα, ενώ το Λονδίνο έχει 60; Πρόβλημά τους. Εδώ κάθε δήμος στην αρχαιότητα είχε και το θέατρό του, με είκοσι και τριάντα χιλιάδες χωρητικότητα. Ρώτησε κανείς στη Γερμανία αν τότε είχαν ένα θέατρο ή στο Λονδίνο που είχαν τρία-τέσσερα και ήρθε ο Κρόμβελ και τα ‘κλεισε; Δεν μπαίνει, λοιπόν, σύγκριση. Δεν μας ενδιαφέρει τι κάνει το Λονδίνο… Εμείς εδώ αυτό που κάνουμε βγαίνει από μέσα μας, ας μας μιμηθούν οι άλλοι, λοιπόν, γιατί ποτέ δεν κάνει κακό το θέατρο. Υπάρχει όμως η εγχώρια δυσφήμηση, διότι όταν ξεπήδησαν οι ομάδες που σας είπα, οι πρώτοι που θορυβήθηκαν ήταν το εμπορικό θέατρο. Όταν άρχισε το πράγμα να αγριεύει, χάνανε κόσμο αυτοί. Επιστρατεύσανε, λοιπόν, όλους τους δικούς τους στα Μέσα Ενημέρωσης και επηρεασμού της κοινής γνώμης και αρχίσανε τις δήθεν συγκρίσεις για να εμποδίσουν ένα πράγμα που δεν εμποδίζεται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!