Πατρίδες των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Γράφει η Χριστίνα Ανδρέου.

Το «καυτό» θέμα της μετανάστευσης -παράνομης και μη- βασανίζει όπως όλα δείχνουν όχι μόνο την πολιτική-πολιτικούς (ενόψει εκλογών, μάλιστα, έχει στηθεί ολόκληρος χορός δήθεν εποικοδομητικών προτάσεων-συζητήσεων επίλυσης του θέματος), αλλά και το θέατρο/ανθρώπους του θεάτρου. Είναι ένα φλέγον ζήτημα, πιο επίκαιρο από ποτέ στο μικρόκοσμο της Ελλάδας αλλά και σε διεθνές επίπεδο, που μπορεί να δώσει τροφή για σκέψη και πλούσιο υλικό προς επεξεργασία σε όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί μαζί του. Και φέτος δεν ήταν/είναι ούτε μία ούτε δύο, αλλά αρκετές οι παραστάσεις που άμεσα ή έμμεσα έθιξαν/θίγουν το πρόβλημα… Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Θανάσης Παπαθανασίου και ο Μιχάλης Ρέππας καταπιάνονται με τα της μετανάστευσης (βλ. τα έργα τους Ο Έβρος απέναντι και Συμπέθεροι από τα Τίρανα που βέβαια διαχειρίζονται το όλον θέμα από μια τελείως άλλη -πιο ανέμελη- σκοπιά). Στο έργο τους Πατρίδες, που παίζεται στη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου, ουσιαστικά, βάζουν στην πρώτη γραμμή τον μετανάστη-άνθρωπο. Δίνουν βήμα και φωνή στους μετανάστες του χθες και του σήμερα να μιλήσουν για το πώς οι ίδιοι βίωσαν ή βιώνουν τη… μεταγραφή τους σε μια άλλη πατρίδα. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα θεατρικό ντοκιμαντέρ, ένα έντεχνο μοντάρισμα αφηγήσεων-εξομολογήσεων που προέρχονται από αληθινές μαρτυρίες. Μαρτυρίες που, σκοπίμως υποθέτω, επιλέχθηκαν σε 50-50 αναλογία για να προκαλέσουν το δάκρυ ή το γέλιο. Με άλλα λόγια, στο πρώτο μισό οι ήρωες απευθύνονται στο θεατή πρόσωπο με πρόσωπο και του καταθέτουν τον «καημό της ξενιτιάς», ενώ στο άλλο μισό οι αφηγήσεις παίρνουν μια πιο ευτράπελη τροπή κάνοντας την ατμόσφαιρα περισσότερο εύθυμη. Ένα επιτυχημένο, κατά τη γνώμη μου, «μοίρασμα».

Τα της παράστασης
Όμως, δυστυχώς, αυτές οι καταθέσεις ψυχής, δεν κατάφεραν να γίνουν θέατρο, αλλά παρέμειναν καταθέσεις. Η παράδοξη αυτή θεατρική συνύπαρξη των έξι επαγγελματιών ηθοποιών και των τριών οικονομικών μεταναστών μπορεί να ακούγεται μια έξυπνη ιδέα με όλα τα συν της πρωτοτυπίας, αλλά στην πράξη παρουσίασε αρκετά μείον… Ο Μπακάρ Χουσεΐν Αλ Μπακάρ (με κάποια ψήγματα υποκριτικού ταλέντου), ο Μπαρκάτ Χοσεϊνί και ο Ιρφάν Μουχαμάντ Αρίφ μίλησαν στο κοινό για την προσωπική τους εμπειρία ως ξένοι στην Ελλάδα. Και ενώ ίσως σε ένα ντοκιμαντέρ για παράδειγμα η πρώτη αυτή κατάθεση να είχε όλη την απαραίτητη συγκινησιακή φόρτιση, πάνω στη σκηνή με τις τόσες επαναλήψεις έμοιαζε άστοχη. Τα λόγια τους ήταν «δυνατά», όμως, οι ίδιοι έμοιαζαν αμέτοχοι, σαν να τους έχουν βάλει να μιλήσουν για τη ζωή κάποιου άλλου… Αλλά και ο Θανάσης Ευθυμιάδης, Σταύρος Καραγιάννης, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Ταξιάρχης Χάνος, Παναγιώτης Τσεβάς και Ελένη Κοκκίδου σκηνοθετικά καθοδηγήθηκαν από το συγγραφικό δίδυμο σε μια επανάληψη του εαυτού τους, του ρόλου τους που στη διάρκεια των δύο ωρών κινήθηκε στο ίδιο ακριβώς μοτίβο: σε κοιτάω στα μάτια, σου λέω κάτι «έντονο», κορυφώνω την ένταση της φωνής μου στα δραματικά σημεία, την καταλαγιάζω αμέσως μετά, ολόκληρος ο θίασος κλείνει τη σκηνή με ένα υπέροχο τραγούδι της ξενιτιάς ή ακόμη και Το καλύτερο παιδί του Γιάννη Πλούταρχου. Ερχόμενοι στα… επιμέρους, αλλά εξίσου σημαντικά, τα σκηνικά-κοστούμια του Αντώνη Δαγκλίδη δυναμικά, συμβολικά και επιβλητικά μέσα στη λιτότητά τους, όπως και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη υπογράμμιζαν αυτά που λέγονται και έδιναν ζωή σε αυτά που δεν λέγονται πάνω στη σκηνή. Πολλά τα εύσημα και στη μουσική διδασκαλία του Παναγιώτη Τσεβά και κυρίως στις ευαίσθητες ερμηνείες της Ελένης Κοκκίδου και της Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη.

To tip του θεατή
Και ναι και όχι. Ναι γιατί η παράσταση πραγματεύεται εύστοχα ένα θέμα που αφορά όλους, όχι γιατί αυστηρώς με θεατρικά κριτήρια δεν λέει και πολλά πράγματα

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!