Συνέντευξη στον Στρατή Αρτεμισιώτη
Ξεκινώντας από τη σημερινή συγκυρία, η Έλενα Πατρικίου, στην τελευταία της σκηνοθετική δουλειά, στήνει ένα γκροτέσκο θέαμα «για τη σημερινή εξουσία, για τις σημερινές εξαρτήσεις, για τη σημερινή πολιτική χαμέρπεια», όπως λέει.

Μόνο που για να το κάνει αυτό, προσφεύγει σε ένα «εξαιρετικά σύγχρονο» θεατρικό έργο των αρχών του 19ου αιώνα, τον Επιθεωρητή του Νικολάι Γκόγκολ. Σαν πρόσωπα από βουβή ταινία τρόμου, οι ηθοποιοί της παράστασης, που παρουσιάζεται κάθε βράδυ στο Θέατρο Εξαρχείων, κρατούν μπροστά στα μάτια των θεατών έναν καθρέφτη, αναγκάζοντας, όπως λέει η ίδια, «τη ζωή και τους θεατές να απεικονιστούν στον καθρέφτη του Γκόγκολ και να δουν τη μούρη που τους αποδίδει».
Ο Επιθεωρητής, τονίζει η Έλενα Πατρικίου, παρά «το προφανές πολιτικό θέμα του», δεν είναι ένα έργο που μιλάει για την κρίση. Γιατί, τότε, ένα ακόμη κλασικό έργο σήμερα; «Τα κλασικά έργα είναι ζωή. Εγώ, άλλωστε, ξέρω τη ζωή κυρίως μέσα από τα κείμενα. Είναι ίσως ένας πολύ παραδοσιακός ευρωπαϊκός τρόπος να αντιλαμβάνεσαι τη ζωή, αλλά πάντως είναι νόμιμος, ακόμα τουλάχιστον», απαντά η σκηνοθέτις. «Βρίσκω παρακμιακό για την τέχνη του θεάτρου το γεγονός πως, εδώ και δέκα χρόνια τουλάχιστον, μειώνεται όλο και περισσότερο η ενασχόληση με το κλασικό ρεπερτόριο».

 

Τι καλείται, όμως, να δει το σημερινό κοινό στον «καθρέφτη του Γκόγκολ», για τον οποίο έχετε μιλήσει;
Δεν θα έκανα θέατρο αν δεν πίστευα στην αφάνταστη και φαινομενικά σχεδόν μεταφυσική ικανότητα της ζωντανής σκηνής να παράγει ένα «εδώ και τώρα». Ο επί σκηνής σαρκωμένος λόγος που προφέρεται μπροστά μας παράγει ένα αισθητικό «εδώ και τώρα», το οποίο επιτρέπει στα κείμενα να γίνονται «σύγχρονα», ακόμα κι αν δεν είναι αυτή η ερμηνευτική πρόθεση του σκηνοθέτη ή του ηθοποιού. Εξ ου και δεν πιστεύω στις εκσυγχρονίσεις των κλασικών. Το ίδιο το γεγονός της ζωντανής παράστασης κάνει οποιοδήποτε έργο σύγχρονο. Έτσι, λοιπόν, το κοινό τού σήμερα μπορεί να δει το είδωλό του στον καθρέφτη του Γκόγκολ. Η χρονική απόσταση απλώς δεν υπάρχει. Τώρα, αν με ρωτάτε για το πρόσωπο των Ελλήνων σήμερα ή για το αν θέλουμε να δούμε το πρόσωπό μας σε οποιονδήποτε καθρέφτη, αυτό είναι άλλο θέμα… Να σας φέρω ένα παράδειγμα: Υπάρχει μια φράση στον Επιθεωρητή απίστευτα ξεκαρδιστική: λέει ο περιφερειάρχης, σχολιάζοντας την κατάσταση των πανεπιστημίων: «Τελικά, είναι νόμος της φύσης αυτός. Οι διανοούμενοι είτε γίνονται αλκοολικοί είτε τρελαίνονται και κάνουν γκριμάτσες για να τρομάζουν τον κόσμο». Τέσσερις μήνες τώρα, τη λέω σε φίλους διανοούμενους και περιμένω να δω αν θα γελάσουν. Ε, λοιπόν, οι περισσότεροι δεν γελάνε. Το τι συλλογή από ξινισμένες γκριμάτσες έχω μαζέψει, δεν θα το πιστέψετε…

Ο Επιθεωρητής είναι μια κωμωδία χωρίς «κάθαρση». Μόνο για μια στιγμή σηκώνεται το πέπλο και η πραγματικότητα της εξουσίας μάς εμφανίζει γυμνό το πρόσωπό της. Μετά, όλα συνεχίζονται όπως συνήθως… Πιστεύετε ότι στις μέρες μας ζούμε μια τέτοια, παρατεταμένη, στιγμή «αποκάλυψης»;
Καμία κωμωδία δεν μπορεί να έχει κάθαρση. Το πολύ-πολύ να τελειώνει με γιορτή. Αλλά όλοι ξέρουν πως η γιορτή δεν κρατάει για πάντα, πως, μόλις τελειώσει, όλα θα επανέλθουν στην «κανονική» κατάσταση. Αυτή είναι η ουσία του Καρναβαλιού, αλλά και της κωμωδίας: να επιτρέπει την απόλυτη ανατροπή, να φτάνει μέχρι το απόλυτο όργιο της γιορτής, και μετά τα πράγματα να ξαναγίνονται κανονικά. Το ενδιαφέρον στον Επιθεωρητή είναι ακριβώς ότι δεν μας αφήνει να παρηγορηθούμε: η γιορτή διακόπτεται πριν καν αρχίσει καλά-καλά, από την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του υποτιθέμενου Επιθεωρητή και, τελικά, από την άφιξη ενός πραγματικού Επιθεωρητή. Τώρα, το τι συμβαίνει στις μέρες που ζούμε… Θα είμαι τελείως «αντιεμπορική»: όλοι γύρω μας προσπαθούν απεγνωσμένα να πείσουν το κοινό ότι το έργο τους, το βιβλίο τους, το άρθρο τους, η παράστασή τους, η ταινία τους, μιλάει για την κρίση. Ε, λοιπόν, εγώ θα σας πω ότι δεν ξέρω τίποτα για την κρίση και ότι η παράσταση μιλάει απλώς για μια ανύπαρκτη πόλη της τσαρικής Ρωσίας, πριν από 180 χρόνια. Ο Γκόγκολ δεν άντεξε το γεγονός ότι τόσο οι Ρώσοι κριτικοί, και δη οι προοδευτικοί, όσο και οι εκπρόσωποι της Αυλής και του κρατικού μηχανισμού προσπαθούσαν να μετατρέψουν τον Επιθεωρητή στην απόλυτη κοινωνική σάτιρα, δηλαδή στην απόλυτη ηθικολογία, είτε επαινώντας τον είτε κατηγορώντας τον γι’ αυτό. Και στο τέλος ξέσπασε: «Δείτε καλά την πόλη που περιγράφω στο έργο μου. Όλοι ξέρουν πως τέτοια πόλη δεν υπάρχει πουθενά σ’ ολόκληρη την Ρωσία». Μη με ρωτάτε, λοιπόν, για την κρίση. Η πολιτική μου στράτευση είναι δεδομένη, ακόμα κι αν δεν προλαβαίνω να πάω στη διαδήλωση γιατί έχω πρόβα. Η πολιτική κατεύθυνση της δουλειάς μου επίσης. Αλλά ο Επιθεωρητής δεν μιλάει για την κρίση κι εγώ δεν θα χρησιμοποιήσω ούτε το έργο ούτε τη δουλειά μου ως πρόσχημα.

Στην παράσταση, όμως, τονίζετε τις ανατριχιαστικές αναλογίες του έργου με τη σημερινή εποχή: τη διαφθορά των κρατικών μικροαξιωματούχων, τον ογκώδη και ακίνητο κρατικό μηχανισμό, τις σχέσεις εξουσίας… Επρόκειτο για ένα μηχανισμό που τελικά δεν αντιλαμβανόταν τις υπόγειες εξελίξεις που κυοφορούνταν στους «από κάτω», όπου οι άνθρωποι, φαινομενικά αδιάφοροι, θα ξέσπαγαν σε διαδοχικές επαναστάσεις μερικές δεκαετίες αργότερα…
Χαίρομαι που σας φάνηκε ότι τονίζουμε τις αναλογίες, γιατί δεν τις τονίζουμε εμείς, μόνες τους τονίζονται… Αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό που ζούσε ο Γκόγκολ στην Ρωσία του 1836 ήταν η κυοφορία της επανάστασης. Αντίθετα, το 1836 η ρωσική κοινωνία ζούσε τον θρίαμβο του εξευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονισμού της. Μέχρι το 1917 πέρασαν 80 χρόνια. Ποιος έβαζε με το νου του τότε ότι τα δισέγγονά του θα έκαναν επανάσταση; Κι ύστερα, τι ακριβώς είναι μια επανάσταση; Ο περιφερειάρχης και οι τοπικοί αξιωματούχοι του έργου τρέμουν μήπως και κάποιος στείλει ανώνυμη καταγγελία στην Πετρούπολη εναντίον τους. Γιατί το σύστημα ήταν τόσο αυθαίρετο, που οι καταγγελίες λειτουργούσαν ως μοναδικό όπλο αυτών που θεωρούσαν ότι κάποιο τμήμα του μηχανισμού τούς αδίκησε. Κι από την άλλη, η αποδοχή των καταγγελιών από την ανώτατη εξουσία, τη μόνη που μπορούσε να ελέγχει τον μηχανισμό, λειτουργούσε και ως εξαιρετικό πρόσχημα, ως «ξέπλυμα» της εικόνας του τσάρου και της κυβέρνησης προς τον κόσμο. Οι καταχρήσεις γίνονταν εν αγνοία του τσάρου, έλεγε αυτή η διαδικασία, αλλά μόλις ο τσάρος λάβει γνώσιν των καταγγελιών, επεμβαίνει και αποκαθιστά τις αδικίες. Ε, το ίδιο περίπου σύστημα, αυτό το σχεδόν θεσμοθετημένο σύστημα των καταγγελιών, συνέχισε να λειτουργεί, προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες, και μετά την Επανάσταση του 1917. Οι ιστορικοί βρίσκονται σήμερα αντιμέτωποι με ένα τεράστιο υλικό «καταγγελιών» προς την Τσεκά, την NKVD, τον Μπέρια προσωπικά, την Κεντρική Επιτροπή, τον Γραμματέα, προς τους πάντες. Και το νέο σύστημα, ο νέος μηχανισμός, μεταχειρίστηκε τις καταγγελίες και για να ελέγχει και για να συλλέγει πληροφορίες και για να δείχνει, κυρίως, ότι «ακούει» τα παράπονα των αδικημένων. Έγραψα ότι ο Επιθεωρητής είναι τα Πάθη ιδωμένα από την πλευρά του Άννα και του Καϊάφα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα Πάθη ιδωμένα από την πλευρά του καταδότη…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!