Η 62η Μπερλινάλε στο κέντρο μιας μετα-δημοκρατικής Ευρώπης
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Ο εμπορικός θόρυβος, με την καθόλου τυχαία βράβευση μιας Μέριλ Στριπ που ανακάλυψε όψιμα τις «κρυμμένες αρετές» της Θάτσερ, δεν επισκίασε, βέβαια, το πολιτικό στίγμα, που χαρακτήρισε και την 62η Μπερλινάλε.
Με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής τον Άγγλο σκηνοθέτη Μάικ Λι, ακόμα και τα δυο βασικά βραβεία απονεμήθηκαν σε ταινίες που εστιάζουν σε συγκεκριμένες μειοψηφίες: Χρυσή Άρκτο στους Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι, για την ταινία τους Cesare must die, την κινηματογραφημένη παράσταση του Ιούλιου Καίσαρα του Σαίξπηρ, παιγμένη από τους κρατούμενους μιας φυλακής στη Ρώμη και Αργυρή Άρκτο στην ταινία Just the wind, του Ούγγρου σκηνοθέτη Μπενς Φλιγκάουφ, που αναφέρεται στους τσιγγάνους, με αφορμή, όπως ισχυρίστηκε κι ο ίδιος, τον πρόσφατο διωγμό τους σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Αρκετές ήταν και οι συμμετοχές Αράβων σκηνοθετών στο Τμήμα Φόρουμ, με ταινίες και ντοκιμαντέρ για τα πρόσφατα γεγονότα του Καΐρου, αλλά και ντοκιμαντέρ για την αντι-παγκοσμιοποίηση και την οικονομική κρίση.
Στο Τμήμα Πανόραμα, το ντοκιμαντέρ The Summit, των δημοσιογράφων Φράνκο Φρακάσι και Μάσιμο Λόρια, που αναφέρεται στα αιματηρά γεγονότα του 2001, στη Γένοβα, με τη στυγνή δολοφονία του νεαρού Κάρλο Τζουλιάνι, αποκαλύπτει πως η Αστυνομία ακολούθησε στρατιωτικές πρακτικές, ώστε να αποθαρρυνθούν μελλοντικές εξεγέρσεις.
Επίσης, η ταινία μυθοπλασίας Diaz: don’ t clean up this blood του Ντανιέλε Βικάρι, βασίζεται στις μαρτυρίες ανθρώπων που είχαν συλληφθεί και βασανιστεί κατά την έφοδο στο σχολείο Ντίαζ, τότε, στη Γένοβα, γεγονότα που έχουν καταγραφεί και σε ένα άλλο ντοκιμαντέρ, στο περσινό φεστιβάλ Βενετίας.
Στο Democracy under attack: an intervention, του Γερμανού Ρόμουαλντ Καρμακάρ, καταγράφονται οι ομιλίες Γερμανών διανοούμενων, από το ομώνυμο συμπόσιο, τον Δεκέμβρη του 2011, στο Βερολίνο, για το τέλος της δημοκρατίας. Μέσα από έναν πυκνό πολιτικό λόγο, στιγματίζουν ως δικτατορικά καθεστώτα, τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που εξυπηρετούν τη σωτηρία αγορών και τραπεζών, με κύρια αναφορά στη δική μας χώρα. Μάλιστα κάποιος, μιλώντας με όρους μάρκετινγκ, παρομοίασε τους πολιτικούς ως «προϊόντα», άριστα σχεδιασμένα για συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων, και τη δημοκρατία ως άλλο ένα προϊόν, που σχεδιάστηκε για να πουλιέται όπως ένα άρωμα στο ράφι. Επίσημα, δεν έχουν καταργήσει τις εκλεγμένες κυβερνήσεις, διορίζουν όμως άλλες, δίπλα στην αρχική, για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων. Τα κέντρα λήψης αποφάσεων έχουν συρρικνώσει το κοινωνικό κράτος δικαίου και πρόνοιας, μέχρι εξαφάνισης, και βρεθήκαμε ξαφνικά σε έναν νεοφιλελεύθερο απολυταρχισμό, σε μια μετα-δημοκρατική εποχή (post-democracy), όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν.
Σε άλλο κλίμα, η ταινία Ταμπού, του Πορτογάλου Μιγκουέλ Γκομέζ, με τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της, κέρδισε στο Διαγωνιστικό Τμήμα, το Ειδικό Βραβείο Άλφρεντ Μπάουερ. Μια δύστροπη, ηλικιωμένη κυρία, η Αουρέλια, με τα περίεργα όνειρά της, για εξωτικά μέρη, κροκόδειλους και πίθηκους, δίνει την εντύπωση πως τα έχει χάσει. Οι αφηγήσεις, όμως, του γηραιού κυρίου Βεντούρα, μετά το θάνατό της, δημιουργούν μια ανατροπή. Η Αουρέλια ήταν γόνος λευκών αποικιοκρατών, ζούσε σε μια φάρμα στην Αφρική, με υπηρέτες ιθαγενείς, ενώ είχε κάνει κι ένα πολύ καλό γάμο. Το μεγάλο, όμως, έρωτα της ζωής της, τον συνάντησε όταν ήταν έγκυος. Εκτός από το γοητευτικό παραμύθι ενός παθιασμένου έρωτα, η ταινία εντυπωσιάζει και με τα διαφορετικά επίπεδα κινηματογραφικής και λεκτικής αφήγησης στο δεύτερο μέρος, με την εκτός κάδρου εξιστόρηση, που υποστηρίζεται από μια βουβή, δίχως ομιλία, αναπαραστατική αναδρομή στο παρελθόν. Μια πραγματικά πρωτότυπη ταινία, που αφήνει μια γλυκιά αίσθηση.
Τέλος, στο Πανόραμα, ενδιαφέρον παρουσίασε και Ο Τοίχος, του Αυστριακού Τζούλιαν Ρόμαν Πόλσλερ, με μοναδική σχεδόν ηθοποιό, την Μαρτίνα Γκέτεκ, που είχαμε γνωρίσει από τις Ζωές των Άλλων. Πρόκειται για μια αλληγορική ταινία που περιγράφει ένα ζοφερό και άγριο μελλοντολογικό παρόν. Τα τεράστια μακρινά πλάνα της φύσης, με τον ορίζοντα πολύ χαμηλά και την ανθρώπινη φιγούρα σχεδόν ανύπαρκτη, προκαλούν δέος. Η σκηνοθετική μαεστρία με τη συχνή εναλλαγή πολύ μακρινών πλάνων της φύσης, με πολύ κοντινά πλάνα στο πρόσωπο της γυναίκας, μεταφέρουν μια αίσθηση περιορισμένης, αλλά σημαντικής ατομικής ψυχοσύνθεσης, μπρος σε μια αιώνια παγκοσμιότητα, ενώ οι μελαγχολικές Παρτίτες για σόλο βιολί του Μπαχ μεταφέρουν την αίσθηση μιας υπαρξιακής προσέγγισης για τη ματαιότητα.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!