Αρχική γνώμες Χρῖστος Δάλκος

Χρῖστος Δάλκος

«…Τὸ τραγούδι προηγεῖται τῆς τραγωδίας…». Συνέντευξη στον Άγγελο Καλογερόπουλο

Ὁ Χρῖστος Δάλκος ὑπηρέτησε τη Μέση Ἐκπαίδευση ὡς φιλόλογος καὶ ἔχει ἀσχοληθῆ μέ θέματα παιδείας καί γλώσσας, ἀλλὰ καὶ μέ τήν διδασκαλία τῆς γλώσσας μέσῳ τῆς μουσικῆς. Συγγραφέας ἀρκετῶν βιβλίων, μὲ ἰδιαίτερο ενδιαφερον γιὰ τὴ γλῶσσα. Παράλληλα ἔχει μελοποιήσει ἀρχαία καί νέα ἑλληνική ποίηση. Ἔχει γράψει, ἐπίσης, πολύ ὄμορφα τραγούδια ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ ἀναζητήσει κανεὶς στο youtube.
Παρ’ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος ἀποφεύγει νὰ «ἐντυπωσιάσει», μιὰ συζήτηση μαζί του σου κάνει πάντα ἐντύπωση…

Πῶς προσδιορίζετε τή σχέση ποίησης καί μουσικῆς;
Ἐπειδή ἀπό τίς (γλωσσικές) μελέτες μου γιά τίς σχέσεις τραγωδίας καί τραγουδιοῦ ἔχω καταλήξει στό ἐκ πρώτης ὄψεως παράδοξο συμπέρασμα ὅτι τό τραγούδι προηγεῖται τῆς τραγωδίας (μήν ξεχνᾶμε ἐξ ἄλλου πώς ἡ τραγωδία προέκυψε ἀπό ἕνα τραγούδι, τόν διθύραμβο), θά ἔλεγα ὅτι ποίηση καί μουσική ἀποτελοῦν τίς διασπασμένες / αὐτονομημένες πλευρές μιᾶς ἑνιαίας πάλαι ποτέ δημιουργίας.
Ἀπ᾿ αὐτή τήν ἄποψη, ἕνα δρώμενο σάν αὐτό πού παλαιότερα λάμβανε χώραν τήν ἄνοιξη στά χωριά, μέ τά παιδιά νά περιφέρωνται χτυπῶντας διάφορα σκεύη καί τραγουδῶντας μιά ἐπωδή ἀποτροπαϊκή τῶν ἑρπετῶν, συμπυκνώνει σέ ἕνα ἑνιαῖο σχῆμα λόγο, μέλος, ὄρχηση καί ὀργανική μουσική. Κι ἴσως, ὅταν, κατά τή διάρκεια τῆς σύνθεσης, ὑπάρχῃ ἡ εὐτυχής ταυτόχρονη συνάντηση τοῦ λόγου μέ τό μέλος καί μιά στοιχειώδη ὀργανική συνοδεία, ἴσως τότε νά ἐπανακάμπτουμε στίς ρίζες τῆς ἀρχέγονης μουσικοποιητικῆς δημιουργίας.

Τί σημαίνει γιά σᾶς μελοποιημένη ποίηση;
Οὐσιαστικά τήν προσπάθεια, ἐπιτυχημένη ἤ ἀδέξια, γιά τήν ἀναγωγή τοῦ ποιητικοῦ λόγου στήν λησμονημένη ἤ ἀτροφική μελική του ρίζα. Βέβαια, σέ νεώτερες ἐποχές, καί δή στήν δεκαετία τοῦ ᾿60, ἡ μελοποίηση χρησιμοποιήθηκε γιά νά φέρῃ τήν ποίηση πιό κοντά σ᾿ αὐτό πού ἀποκλήθηκε «μᾶζες». Τό ἀποτέλεσμα δέν ἦταν πάντα ἀπογοητευτικό, ἄν καί συχνά τό μέλος -ἤ καί ὁ ρυθμός- δέν ἀπηχοῦσαν τό ἰδιάζον ὕφος τοῦ ποιητικοῦ λόγου. Σκέφτομαι ὅτι ἡ μελοποίηση τοῦ Ἄξιον ἐστί τοῦ Ἐλύτη ἀπό τόν Μ. Θεοδωράκη, παρ᾿ ὅλο πού ἀπετέλεσε ἕνα διόλου εὐκαταφρόνητο κατόρθωμα τοῦ νεώτερου πολιτισμοῦ μας, κουβαλοῦσε μέσα της μιάν ἐμφανῆ ἀντίφαση: στίχοι προσαρμοσμένοι πλήρως στά πρότυπα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων ἀπομακρύνθηκαν ὑπέρ τό δέον ἀπό τά μουσικά τους συμφραζόμενα, χωρίς βεβαίως αὐτό νά σημαίνῃ ὅτι ἔπρεπε νά υἱοθετηθῇ ἡ λύση τῆς πιστῆς, «ψαλτάδικης» ἀναπαραγωγῆς. Ὁ τρόπος οἰκείωσης τῆς βυζαντινῆς μας παράδοσης παραμένει ἀκόμα γιά τόν νεοελληνικό πολιτισμό ἕνα ἰδιαίτερα βασανιστικό ζητούμενο.
Ἔχω κι ἐγώ ἀποπειραθῆ νά μελοποιήσω ποίηση, εἴτε γιά νά «κάνω τό κέφι μου», εἴτε γιά νά φέρω τά παιδιά σέ ἐπαφή μέ τήν νεώτερη ἑλληνική ποίηση, εἴτε καί γιά τίς ἀνάγκες τῆς διδασκαλίας τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς.
Στήν τρίτη περίπτωση, ἀξιοποιῶντας τήν ὁμοιότητα θέματος καί ἐκφραστικῶν τρόπων μεταξύ ἀρχαιοελληνικῆς καί δημοτικῆς ποίησης (π.χ. Γλύκηα μᾶτερ οὔτοι δύναμαι… – Δέν μπορῶ μαννούλα μ᾿ δέν μπορῶ… | σῆμά τί μοι νῦν εἰπὲ ἀριφραδές, ὄφρα πεποίθω – πές μου σημάδια τῆς αὐλῆς μήπως καί σέ πιστέψω) προσαρμόσαμε τό ἀρχαιοελληνικό κείμενο στό μέλος τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ.
Οἱ καλλίτερες πάντως μελοποιήσεις -καί σίγουρα οἱ πιό τίμιες- εἶναι αὐτές πού προκύπτουν σχεδόν αὐθόρμητα ἀπό τήν ἀγάπη γιά ἕνα κείμενο καί τήν συγκίνηση πού προκαλεῖ.

Ὁ στίχος τοῦ τραγουδιοῦ γιατί δέν εἶναι ποίηση; Ἤ εἶναι;
Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι εἶναι. Ἁπλούστατα μπορεῖ νά εἶναι καλή, μέτρια ἤ κάκιστη ποίηση. Κι ὅπως δέν ἀμφιβάλλουμε ἄν ἕνα τραγούδι εἶναι μουσική, ἀκόμα κι ὅταν εἶναι μέτριο ἤ καί κακόηχο, ἔτσι δέν θά πρέπῃ νά ἀρνούμαστε τόν ποιητικό χαρακτῆρα τῶν στίχων ἑνός τραγουδιοῦ. Ἄλλωστε, ἄν δέν εἶναι ποίηση οἱ στίχοι τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τότε τί εἶναι; Ἐγώ βρίσκω περισσότερη ποίηση σ᾿ ἕνα ἀρκαδικό μυρολόϊ, ὅπου ὁ νεκρός προαναγγέλλει: «θά γίνω σιγαλή βροχή, περνάει στά κεραμίδια», ἀπό τίς ἐξεζητημένες φλυαρίες πολλῶν αὐτοαποκαλούμενων ποιητῶν.
Ἐπί πλέον, μήν ξεχνᾶμε πώς στίχοι ὡρισμένων τραγουδιῶν -ἐντυπωσιακή εἶναι νομίζω ἡ περίπτωση τοῦ Σαββόπουλου- ἔχουν περάσει στόν καθημερινό λόγο ὡς οἱονεί «παροιμιώδεις ἐκφράσεις» καί χρησιμοποιοῦνται ὅπως περίπου θά χρησιμοποιοῦσε ἕνας ἀρχαῖος κάποιον στίχο τοῦ Σιμωνίδη.

Ἡ μουσική καί ποιητική μας παράδοση ἔχει ἀξιοποιηθεῖ ἱκανοποιητικά;
Ἄν καί ἡ ἔννοια τῆς «ἀξιοποίησης» εἶναι κάπως ἀσύμβατη μέ τά πνευματικά μεγέθη καί ἐμπεριέχει τό σπέρμα τῆς ἀλλοίωσής τους, θά τήν χρησιμοποιήσω κι ἐγώ γιά νά πῶ ὅτι, σέ σχέση μέ πολλούς λαούς τοῦ σύγχρονου κόσμου, εἴμαστε σέ καλλίτερη μοῖρα. Ἄν, βέβαια, συμπεριλάβουμε στήν ποιητική μας παράδοση καί τήν μακραίωνα γραμματειακή μας παράδοση ἀπό τόν Ὅμηρο καί τούς λυρικούς μέχρι τά ἑλληνιστικά ἐπιγράμματα καί τά βυζαντινά ἀνακρεόντεια, τότε, λόγῳ ὄγκου καί μόνον, ἐλάχιστα πράγματα ἔχουμε κάνει στόν τομέα τῆς «ἀξιοποίησης».
Πολύ περισσότερο ἰσχύει κάτι τέτοιο γιά τήν μουσική μας παράδοση. Παραδομένοι στά σύγχρονα ἀκούσματα, λίγες φορές οἰκειωνόμαστε δημιουργικά τήν δημοτική μας παράδοση, μέ τήν τεράστια καί ἐκθαμβωτική της ποικιλία, κι ἀκόμα λιγώτερες τήν βυζαντινή – παρασυρόμενοι ἴσως ἀπό τήν ἔλλειψη φανταχτεροῦ περιτυλίγματος. Σ᾿ αὐτόν τόν τομέα, ὅπως καί σέ πολλούς ἄλλους, τό στοίχημα παίζεται σχεδόν ἀποκλειστικά στόν χῶρο τῆς παιδείας, καί ἐκεῖ χάνεται ἤ κερδίζεται. Ἀξίζει πάντως νά ὑπογραμμισθῇ μιά ἐλπιδοφόρα παράμετρος, ἡ αὐξημένη, μέσῳ τοῦ διαδικτύου, δυνατότητα πρόσβασης σέ μή προσιτά στούς πολλούς μνημεῖα τοῦ μουσικοῦ – ποιητικοῦ μας πολιτισμοῦ.

Ἔχετε ἕνα ὅραμα γιά τό μέλλον τῆς σχέσης ποίησης καί μουσικῆς;
Φαντάζομαι ἕνα σχολεῖο πού διδάσκει στά παιδιά, ἤδη ἀπό τό δημοτικό, δημοτικά τραγούδια καί ἐκκλησιαστικούς ὕμνους. Φαντάζομαι ἐπίσης ἕνα σχολεῖο πού ὀργανώνει ποικίλους διαγωνισμούς: Διαγωνισμό μαθητικοῦ στίχου μελοποιημένου ἀπό μαθητές· διαγωνισμό μελοποίησης σύγχρονης ποίησης· διαγωνισμό ἐκτέλεσης μελοποιημένης ποίησης· διαγωνισμό μελοποίησης ἀρχαίων ποιημάτων στό πρωτότυπο, ἐπιλεγμένων ἀπό τούς ἴδιους τούς μαθητές. Κάτι ἀνάλογο φαντάζομαι σέ ἐπίπεδο συνοικίας, ἀκόμα καί σέ ἐπίπεδο τηλεόρασης. Πολλά φαντάζομαι. Ἀλλά, βέβαια, ἔχω μεγάλη φαντασία.

 

Ο Γεροδήμος

Σε κάποια εθνική επέτειο οι παλαιότεροι θα έχουν ακούσει τον Γεροδήμο. Ένα ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη μελοποιημένο από τον Παύλο Καρρέρ. Ένας ρομαντικός ποιητής ο πρώτος που εμπνέεται κυρίως από τον εθνικό αγώνα των Ελλήνων, αξιοποιεί με όμορφο τρόπο την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού. Επτανήσιος μουσουργός ο δεύτερος, δημοφιλής στην εποχή του, προσπαθεί να ντύσει με ελληνικά χρώματα την ιταλοθρεμμένη μουσική του. Ο Γεροδήμος απέκτησε τέτοια διάδοση που συχνά εθεωρείτο δημοτικό τραγούδι κι αξίζει να παρατηρήσει κανείς στις διάφορες εκτελέσεις του από λυρικούς τραγουδιστές πώς παρεισφρέει κι ένα «αμάν-αμάν» σε κάποιο γύρισμά του. Ο σπουδαίος Νίκος Σκαλκώτας το μετέγραψε αργότερα για κουαρτέτο εγχόρδων.
Η συνομιλία, λοιπόν, της ελληνικής λαϊκής παράδοσης με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία υπήρξε ένας σταθερός προσανατολισμός των ελλήνων δημιουργών από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους. Η γνώση της μικρής μας ιστορίας πρέπει να αποτρέπει τους συγχρόνους από την έπαρση. Αλλά και πρέπει να μας διδάσκει: Μόνο όταν απουσιάζει το σύμπλεγμα κατωτερότητας, μόνο όταν η δημιουργία δεν διακατέχεται από την έπαρση της αναμόρφωσης ενός τάχα κατώτερου υλικού που μας κληροδοτεί η παράδοση, μόνο όταν η σύνθεση προϋποθέτει αγάπη και σεβασμό του κάθε μέρους μπορούμε να έχουμε θετικά και γόνιμα αποτελέσματα.
Πρέπει να συμφιλιωθούμε με τη «γυφτιά» που μας αναλογεί…

Α.Κ.

 

Aνατολή 
(απόσπασμα)

Κωστής Παλαμάς 

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά,
πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Eίναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαριά μοσκοβολάει
μια μάννα· καίει το λάγνο της φιλί,
κ’ είναι της Mοίρας λάτρισσα και τρέμει,
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,
η λαγγεμένη Aνατολή.

Mέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι όλα σας, κ’ η χαρά σας, μοιρολόι
πικρό κι αργό·
μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης,
στενόκαρδος, αδούλευτος, ―διαβάτης
μ’ εσάς κ’ εγώ […]

Σχόλια

Exit mobile version