Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αρκετές ταινίες έσπευσαν να αναδείξουν την ανελευθερία και τη στέρηση, στην πάλαι ποτέ Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, αποσιωπώντας κάθε τι θετικό.
Μετά από δύο δεκαετίες πίκρας και περισυλλογής και ειδικά τώρα που έπεσαν οι μάσκες της «ελευθερίας» και της «αφθονίας» του δυτικού κόσμου, με την κατάρρευση του «αντίπαλου δέους», επιχειρείται μια επαναθεώρηση της σημασίας του χαμένου στοιχήματος. Στον κινηματογράφο εκφράζεται, κυρίως, από τη γενιά σκηνοθετών που βίωσε σε παιδική ηλικία, τις αντινομίες μιας διχοτόμησης.
Παιδί αυτής της συγκυρίας και ο 52χρονος Γερμανός Κρίστιαν Πέτζολντ, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη δυτική πλευρά, από γονείς Ανατολικογερμανούς φυγάδες. Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε τον Σεπτέμβρη στην Αθήνα, στις «Νύχτες πρεμιέρας», ομολογεί ότι στο περιβάλλον του, κανείς δεν συζητούσε για την απόφαση της φυγής. Αυτό που τον βασάνιζε, όλα αυτά τα χρόνια, είναι η σκέψη ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά, αν δεν ήταν τόσοι πολλοί αυτοί που ήθελαν να εγκαταλείψουν την Ανατολική Γερμανία, αντί να μείνουν και να παλέψουν.
Αυτό τον προβληματισμό μεταφέρει στην εξαίσια ταινία του Barbara, βραβευμένη με την Αργυρή Άρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας, στην περσινή Μπερλινάλε. Από τη μια οι υποσχέσεις για μια εύκολη ζωή, προσωπείο ενός «καλού» καπιταλισμού, όσο διαρκούσε ο Ψυχρός Πόλεμος, από την άλλη το χτίσιμο μιας ανθρωποκεντρικής κοινωνίας, παρ’ όλα τα προβλήματα.
Ο Πέτζολντ έγινε γνωστός στη χώρα μας, με τις ταινίες Yella, το 2007 και Jericho, το 2008. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της σχολής του Βερολίνου, ανέπτυξε έναν ψυχρό ρεαλισμό, μακριά από το μελόδραμα, για να περιγράψει το ζόφο που προκαλεί το σύστημα. Με σταθερά και μακρινά πλάνα, δίχως μουσική υπόκρουση και κινηματογραφικούς εντυπωσιασμούς, επενδύει σε έναν κοινωνικο-πολιτικό στοχασμό. Η λιτή, σχεδόν αφαιρετική αισθητική του, αντανακλά με διαύγεια τη συναισθηματική φόρτιση των χαρακτήρων, αναδεικνύοντας τις εσωτερικές ερμηνείες των εξαιρετικών, συχνά θεατρικών ηθοποιών του.
Στη Yella, μέσα από το μεταφυσικό στοιχείο του θανάτου, αποτυπώνεται το άγχος της ραγδαία αυξανόμενης ανεργίας και η θεοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος των γκόλντεν μπόις. Οι συνέπειες αυτής της οικονομικής κρίσης, δηλαδή, από τότε μάστιζαν τη Γερμανία, που έψαχνε θύματα για να τη φορτώσει.
Στη νέα ταινία, η μούσα του, Νίνα Χος, ενσαρκώνει την Μπάρμπαρα, μια νεαρή γιατρό, στην Ανατολική Γερμανία του ’80, που βρέθηκε σε ένα επαρχιακό νοσοκομείο, με δυσμενή μετάθεση, επειδή έκανε αίτηση για μετανάστευση στη Δυτική Γερμανία, όπου ζει ο μνηστήρας της. Στη μίζερη κωμόπολη κυριεύεται από αίσθημα ασφυξίας και βλέπει τα πάντα γύρω της αρνητικά. Παλιό και άβολο το διαμέρισμα που της παραχωρούν, εχθρική και καχύποπτη η νοικοκυρά της, ενώ οι ενοχλητικές έφοδοι της ΣΤΑΖΙ, που την υποβάλλουν ακόμα και σε σωματικό έλεγχο, ως ύποπτη αντικατασκοπίας, κάμπτουν το ηθικό της. Το τρομαγμένο βλέμμα και τα μονίμως σφιγμένα στον κόρφο της χέρια μαρτυρούν το μέγεθος της απελπισίας της. Υποπτεύεται όλο τον κόσμο και δεν βλέπει άλλη διέξοδο από τη φυγή στη Δύση. Στις μυστικές συναντήσεις με τον καλό της, έναν υπερφίαλο, δυτικής κοπής, νέο, προετοιμάζουν την παράνομη απόδρασή της για εκεί, όπου δεν θα χρειάζεται να εργάζεται, όπως της υπόσχεται, κάτι που δεν φάνηκε να την ενθουσιάζει.
Παράλληλα, ο νεαρός συνάδελφός της Αντρέ (με τον Ρόναλντ Ζέρφελντ στο ρόλο) που πασχίζει να γκρεμίσει τον τοίχο που την απομονώνει και να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, γίνεται το σημείο αναφοράς μιας άλλης προοπτικής, που ανοίγεται σταδιακά μπροστά της. Τα δύσκολα ιατρικά περιστατικά που καλούνται να αντιμετωπίσουν, αφυπνίζουν την ανθρωπιά τής Μπάρμπαρα, αμβλύνοντας τη βαθιά αποστροφή για την καθημερινότητα που βιώνει. Η μέχρι τότε απρόσιτη γιατρός αμφιταλαντεύεται, ανάμεσα στην ατομική προοπτική πολυδιαφημισμένων υποσχέσεων και στη συμμετοχή σε μια ουσιαστική συλλογική προσπάθεια, δίπλα στον Αντρέ, που έχει στο μεταξύ κερδίσει την εκτίμησή της – και όχι μόνο.
Σ’ αυτήν την ταινία, ο Πέτζολντ ανατρέχει στο πρόσφατο παρελθόν της χώρας του, πριν από την κρίση και την ανεργία που μαστίζει το δυτικό κόσμο, διατηρώντας, ωστόσο, το ίδιο λιτό και αποστασιοποιημένο σκηνοθετικό στυλ. Σιωπές, νευρικές κινήσεις, τρομαγμένα και επίμονα βλέμματα αποκαλύπτουν, δίχως περιττά λόγια, όλη την καχυποψία που επικρατεί. Με τη νατουραλιστική αισθητική, που συχνά χρησιμοποιεί, καδράρει την Μπάρμπαρα από απόσταση, με το ποδήλατο σε αγροτικούς δρόμους, δίπλα σε συστάδες δέντρων που λυγίζουν, κάτω από τον ισχυρό άνεμο, υποδηλώνοντας τον ψυχισμό της.
Για πρώτη φορά, όμως, ο Πέτζολντ επιστρατεύει μουσική και ζωγραφική, επιδιώκοντας να δημιουργήσει, διακριτικά, μια συγκινησιακή ατμόσφαιρα, που θα αποσπάσει από τον θεατή μια πιο ανθρώπινη οπτική, στα θετικά αυτής της περιόδου, χωρίς να παραμερίζει τα αρνητικά. Από το ραδιόφωνο, στο διαμέρισμά της Μπάρμπαρα, ακούγεται η εισαγωγή κάποιας συμφωνίας του Μπρούκνερ, με διευθυντή ορχήστρας τον μεγάλο Γερμανό μαέστρο Βίλχελμ Φουρτβάνγκλερ. Εκτός από το μετριασμό της αρνητικά φορτισμένης ατμόσφαιρας, επιδιώκει και έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Ο μεν Μπρούκνερ, ένας από τους πιο σημαντικούς της ρομαντικής περιόδου, έκανε ανοίγματα σε σύγχρονες και ριζοσπαστικότερες μουσικές προσεγγίσεις, ενώ ο Φουρτβάνγκλερ, που ηχογράφησε πολλές σημαντικές συμφωνίες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρέμεινε πεισματικά στη ναζιστική Γερμανία, ως πράξη αντίστασης, αρνούμενος να εκχωρήσει την κουλτούρα της χώρας του στους ναζί. Επιπλέον, η ίδια η Μπάρμπαρα απεικονίζεται εξαιρετικά καλλιεργημένη, δείγμα του επίπεδου μόρφωσης, στην Ανατολική Γερμανία, καθώς τη βλέπουμε να παίζει ζωντανά, σ’ ένα μισοχαλασμένο πιάνο ένα εξαιρετικό, θλιμμένο νυχτερινό του Σοπέν, που σπάει την ψυχρότητα όχι μόνο της ηρωίδας, αλλά και του θεατή.
Αλλά και η εικαστική ανάλυση που κάνει ο Αντρέ, για να εντυπωσιάσει την Μπάρμπαρα, στο αντίγραφο του γνωστού πίνακα του Ρέμπραντ Μάθημα Ανατομίας του δρ Τούλπ δεν είναι απλώς άλλο ένα δείγμα καλλιέργειας, αλλά και μία νύξη για την ταξική αδικία, που δεν έχει θέση στο σοσιαλισμό. Όπως εξιστορεί ο Αντρέ, το πτώμα ανήκε σε έναν φουκαρά, που τιμωρήθηκε με απαγχονισμό, επειδή πιάστηκε να κλέβει ένα παλτό!
Τώρα, λοιπόν, που ο αδηφάγος καπιταλισμός κατασπαράζει έναν-έναν τους λαούς της «ενωμένης» Ευρώπης, ο Πέτζολντ διαφοροποιείται, σε μια προσπάθεια να στραφεί ξανά το ενδιαφέρον στο χαμένο πείραμα του σοσιαλισμού, για να αντλήσουμε ό,τι αξίζει.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!