Οι ξεκάθαρα ταξικές επιλογές, οι κοινωνίες και ο μύθος του ευρωπαϊσμού. Του  Γιάννη Κιμπουρόπουλου.

Το 75% των Ευρωπαίων πιστεύει ότι η φτώχεια έχει παρουσιάσει αισθητή αύξηση στις χώρες της Ε.Ε. και το 60% εκτιμά ότι θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Ένας στους έξι δηλώνει πως δυσκολεύεται να πληρώσει τους λογαριασμούς του, το 30% αναφέρει δυσκολίες ν’ αντεπεξέλθει στις δαπάνες για την υγεία ή τη φροντίδα των παιδιών και το 49% εκτιμά ότι είναι μάλλον απίθανο να βρει δουλειά σε περίπτωση που απολυθεί. Σ’ αυτά και άλλα εξίσου ζοφερά στοιχεία του τελευταίου Ευρωβαρόμετρο αποτυπώνεται η κατάσταση απόγνωσης στην οποία έχει περιέλθει η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Φτώχεια, αποδόμηση κοινωνικού κράτους και απορρύθμιση της αγοράς εργασίας είναι οι πηγές της αγωνίας. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιλαμβάνονται, έστω και διαισθητικά, ποιο είναι το μακροπρόθεσμο και πιθανότατα μόνιμο αποτέλεσμα των προγραμμάτων σκληρής λιτότητας που εφαρμόζονται με μέτρα καρμπόν σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.
Στον αντίποδα της απαισιοδοξίας των κοινωνιών, λίγες πηγές αισιοδοξίας συναντάει κανείς στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η ρητορική των ηγεσιών -που αλληλοσυγχαίρονται για τα «γενναία» προγράμματα λιτότητας- εξουδετερώνεται από τις «απρόσωπες» αγορές οι οποίες εξακολουθούν να αμφισβητούν τη βιωσιμότητα του ευρώ μέσα από πολιτικές εξουθένωσης της εργασίας. Η αμφισβήτηση δεν είναι ιδεολογική. Εμπεριέχει απλώς τον κυνισμό του κεφαλαιοκράτη. Το ευρώ, στην πρώτη δεκαετία της ζωής του, αποτέλεσε τον καμβά συσσώρευσης τεράστιων υπεραξιών, κυρίως υπέρ του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που διαχειρίζεται κεφάλαια τα οποία αντιστοιχούν στο μισό παγκόσμιο ΑΕΠ (τουλάχιστον 35 τρισ. ευρώ!). Αλλά ταυτόχρονα, μεγιστοποίησε τις αντιθέσεις της κατά τα λοιπά ενιαίας αγοράς, δημιουργώντας άνισες συνθήκες υλοποίησης του καπιταλιστικού κέρδους μεταξύ Βορρά – Νότου, πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών, παλαιών και νέων μελών της Ε.Ε. Αν, λοιπόν, υπάρχουν ευκαιρίες για τους κυνηγούς του κέρδους εκτός ευρώ ή ακόμη και ενάντια στην ύπαρξή του, δεν υπάρχει ηθικός δεσμός που θα τους αποτρέψει να στοιχηματίζουν στο θάνατό του.

Αναζητώντας ερμηνεία στη στάση των «Βρυξελλών»
Οι πολιτικές ηγεσίες της Ε.Ε. αγνοούν επιδεικτικά όχι μόνο τις αντιδράσεις των εργαζομένων, αλλά και τις ηχηρές αντιρρήσεις των εταίρων τους στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, ιδιαίτερα των ΗΠΑ. Ας φωνάζει ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν ότι η πολιτική της γενικευμένης λιτότητας δεν στηρίζεται ούτε από τους αριθμούς. Ας λέει και ο νομπελίστας Τζόζεφ Στίγκλιτς ότι η ευρωπαϊκή πολιτική θα βάλει φρένο στην ασθενή παγκόσμια ανάπτυξη. Ας λέει ο γκουρού της κερδοσκοπίας Τζορτζ Σόρος ότι «η γερμανική πολιτική αποτελεί κίνδυνο για την Ευρώπη και απειλεί να καταστρέψει το ευρωπαϊκό σχέδιο».
Η ευρωκρατία έχει σφραγίσει αεροστεγώς τ’ αυτιά της σε κάθε έκκληση. Ακόμη και ο Αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα, που βάζει τον υπουργό του Τίμοθι Γκάιτνερ να γκρινιάζει καθημερινά για τις επιπτώσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής, στο τηλεφωνικό του τετ α τετ με τη Μέρκελ λίγο πριν τη σύνοδο του G20 (από σήμερα στο Τορόντο του Καναδά), αναγκάστηκε να συμφωνήσει με τη σιδηρά κυρία της δημοσιονομικής ορθοδοξίας σε «μια διαφοροποιημένη έξοδο από την κρίση». Δηλαδή, συμφώνησαν πως διαφωνούν, πράγμα που αναμένεται να επισφραγιστεί στη σύνοδο του G20. Όπου δεν θα έχει καμιά τύχη ούτε η περίφημη ευρωπαϊκή πρόταση για έναν παγκόσμιο φόρο στις τραπεζικές συναλλαγές. Στο μπλοκ των διαφωνούντων (Καναδάς, Ινδία, Κίνα, Αυστραλία) έχει προστεθεί πλέον και η Ρωσία.
Η δυστοκία στην προώθηση μιας «παγκόσμιας διακυβέρνησης» στη διαχείριση του καπιταλισμού εκφράζει κυρίως μια γενικευμένη δυσπιστία των ελίτ του χρήματος στη βιωσιμότητα της ευρωζώνης. Δυσπιστία που αποτυπώνεται στην υποχώρηση του ιαπωνικού ενθουσιασμού για μια ασιατική νομισματική ένωση ή στη ματαίωση ανάλογων σχεδίων μιας αραβικής ΟΝΕ, με πυρήνα τη Σαουδική Αραβία. Όσο για τις ΗΠΑ, η υποστήριξή τους στο ευρώ φαίνεται ότι συντηρείται χάρη στα οφέλη που προσδοκά προς το παρόν για τη βιομηχανία της από ένα ασθενές δολάριο και κυρίως χάρη στα πολιτικά πλεονεκτήματα που τους δίνει η θεσμοθετημένη παρουσία του ΔΝΤ στα ευρωπαϊκά πράγματα.
Υπάρχουν βεβαίως και πιο σκοτεινές ερμηνείες της… λατρείας των ΗΠΑ στο ευρώ. Ο Ζαν Μισέλ Βερνοσέ, καθηγητής δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο ESJ-Paris, διατυπώνει το σενάριο ότι η κρίση του ευρώ δεν είναι παρά εφαρμογή της στρατηγικής του «εποικοδομητικού χάους» από τον ατλαντικό μπλοκ (ΗΠΑ, Βρετανία) για την κηδεμόνευση της Ευρώπης και τη δολαριοποίηση του ευρώ. Η παρουσία του ΔΝΤ στο μηχανισμό «διάσωσης» είναι κατά τον Βερνοσέ το πρώτο βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Τα πολιτικά αποκρυσταλλώματα
Ωστόσο, παρ’ ότι η τύχη της ευρωζώνης είναι μια δύσκολη παγκόσμια συνάρτηση στην οποία παίζουν ρόλο και οι κερδοσκόποι, και οι ΗΠΑ, και η Κίνα, και η Ρωσία, αξίζει να ξεχωρίσει κανείς πώς αποκρυσταλλώνεται πολιτικά η διαχείριση της κρίσης της στις ηγεσίες, τους θεσμούς και στις κοινωνίες της.
Πρώτον: Παρά την «αντικαπιταλιστική» ρητορική που επικράτησε στην αυγή της χρηματοπιστωτικής κρίσης (βλέπε φιλολογία περί golden boys), η πολιτική ελίτ της Ε.Ε. συμπεριφέρθηκε με εξαιρετική ιδεολογική και ταξική συνοχή. Για να διασωθούν τράπεζες και επιχειρηματικοί κολοσσοί που ήσαν εκτεθειμένοι στα τοξικά παράγωγα της αμερικανικής αγοράς, οι άκαμπτοι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας χαλάρωσαν μέχρι τις αρχές του 2009. Οι κρατικές ενισχύσεις και «κρατικοποιήσεις» καθαγιάστηκαν. Αντιστρόφως, τώρα, οι κανόνες του Συμφώνου ξανασφίγγουν για μια δεύτερη δόση διάσωσης των τραπεζών, αυτή τη φορά από την έκθεσή τους στα εξίσου τοξικά κρατικά ομόλογα.
Δεύτερον: οι ταλαντεύσεις που επικράτησαν για αρκετούς μήνες στην κορυφή της ευρωκρατίας για το «φάρμακο» κατά της κρίσης, εκφρασμένες σε αντιπαραθέσεις νέο-φιλελεύθερων και νέο-κεϊνσιανών, αποδείχθηκε πως δεν είχαν το παραμικρό βάθος. Όλο το θεσμικό οπλοστάσιο της Ε.Ε. και της ευρωζώνης έχει εξ ορισμού ενσωματωμένες τις νέο-φιλελεύθερες αρχές οι οποίες, με την παρουσία του ΔΝΤ, παίρνουν την πιο ακραία και αυταρχική εκδοχή τους, θέτοντας υπό αίρεση την εθνική κυριαρχία και τη δημοκρατική τάξη σε κάθε χώρα – μέλος.
Διορατικά ο Πολ Κρούγκμαν θυμίζει σε ποιον πολιτικό εφιάλτη οδήγησε την Ευρώπη το ιστορικό προηγούμενο της Γερμανίας: «Η εμμονή του καγκελάριου Μπρίνιχ το 1930-1932 στη δημοσιονομική ορθοδοξία σφράγισε την καταδίκη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης».
Τρίτον: Η πολιτική και επιχειρηματική αριστοκρατία της Ε.Ε., όταν πέρασε από την απαισιοδοξία της σκέψης στην αισιοδοξία της πράξης, δεν ταλαντεύθηκε ιδιαίτερα για το πού θα ρίξει το ταξικό βάρος της κρίσης: μια ματιά στα μέτρα που δρομολογήθηκαν στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. καταδεικνύει πως πυρήνας τους είναι η μέγιστη υποτίμηση και η μέγιστη ευελιξία της αγοράς εργασίας. Αποκαλύπτεται έτσι πως, παρά από τη «συσκευασία» τους ως χρηματοπιστωτικές, τραπεζικές, νομισματικές κλπ, οι καπιταλιστικές κρίσεις κρατούν στο DNA τους τις ανισορροπίες που προκύπτουν από την εκμετάλλευση του εμπορεύματος εργασία.
Τέταρτον: Η απόφαση της ευρωκρατίας να συσπειρωθεί στο στόχο διάσωσης του ευρώ με οποιοδήποτε τίμημα κάθε άλλο παρά διασώζει το «ευρωπαϊκό όνειρο».
Η οικονομική κρίση έχει εξελιχθεί σε μια ολόπλευρη κρίση του ευρωπαϊσμού. Ακόμη και τμήματα της κεφαλαιοκρατίας φαίνεται να γοητεύονται από το ενδεχόμενο ενός νέου προστατευτισμού ή και φυγής από το ευρώ (κορυφαίο παράδειγμα ο πρώην πρόεδρος των Γερμανών βιομηχάνων Χανς Όλαφ Χένκελ που ζητεί επιστροφή στο μάρκο).
Ωστόσο, κάτι τέτοιο φαίνεται αδύνατο αν δει κανείς τον τρόπο που οι τράπεζες κάθε χώρας είναι εκτεθειμένες στο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος μιας άλλης: Οι Ιρλανδοί χρωστάνε τους «εαυτούς» τους στις βρετανικές τράπεζες, οι Πορτογάλοι στις ισπανικές, οι Ισπανοί στις γερμανικές, οι Έλληνες στις γαλλικές και τις γερμανικές. Ένα ντόμινο τραπεζικών και κρατικών καταρρεύσεων είναι η μόνη βεβαιότητα στο σπάσιμο ενός κρίκου της αλυσίδας.
Η αναγκαστική συνύπαρξη για όσο αντέξει, φαίνεται ο μόνος νοητός συμβιβασμός.
Πέμπτο: Η κρίση του ευρωπαϊσμού δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστες τις κοινωνίες, που φαίνεται να αποδεσμεύονται από τις θεμελιώδεις αυταπάτες για τα οφέλη από το κοινό νόμισμα. Το μόνο που τις συγκρατεί είναι ο φόβος για το υψηλό κόστος εγκατάλειψής του. Το βαρύ τίμημα διάσωσής του που καλούνται να πληρώσουν τα λαϊκά στρώματα, η μαζική φτωχοποίηση που διαβλέπουν «σπάνε» το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολεμικής Ευρώπης και προκαλούν αλλεπάλληλα κύματα δυσφορίας ή και οργής.
Ιδεώδης ευκαιρία για την Αριστερά, θα έλεγε κανείς που ωστόσο… πέρασε και δεν κόλλησε. Στις εκλογικές αναμετρήσεις και στις δημοσκοπήσεις, την πολιτική χρεοκοπία των κυβερνώντων κομμάτων σε όλη τη Ε.Ε. την καρπώνονται (με εξαίρεση τα αισθητά οφέλη της Αριστεράς στη Γερμανία) συντηρητικές δυνάμεις, εναλλακτικά κεντροδεξιά κόμματα, φιλελεύθεροι ευρωσκεπτικιστές, ακόμη και ακραία εθνικιστικά, ξενοφοβικά ή ρατσιστικά κόμματα. Η πιο προφανής ερμηνεία του φαινομένου είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι σχηματισμοί της ευρωπαϊκής αριστεράς, προσκολλημένοι για χρόνια (με ευγενείς ψευδαισθήσεις ή ιδιοτελείς στοχεύσεις) στο κυρίαρχο ρεύμα του ευρωπαϊσμού έγιναν τελικά μέρος και της κρίσης του.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!