Από τα γεγονότα του χθες στις ανάγκες του σήμερα

του Απόστολου Αποστολόπουλου

 

Ο ανένδοτος αγώνας της Ένωσης Κέντρου, υπό τον Γ. Παπανδρέου, μετά τις εκλογές «βίας και νοθείας» το 1961, ήταν ο πρώτος μαζικός ξεσηκωμός καταπιεσμένων (και ανερχόμενων) αστικών στρωμάτων εναντίον της αντικομμουνιστικής Δεξιάς της εποχής. Πρόταγμα ήταν η Δημοκρατία. Μεταδικτατορικά το ΠΑΣΟΚ πρόταξε την Εθνική Ανεξαρτησία (η Ελλάδα στους Έλληνες) απευθυνόμενο στα ίδια στρώματα. Και στις δυο περιπτώσεις ο Γ. και ο Α. Παπανδρέου υιοθέτησαν συνθήματα της Αριστεράς, αρνήθηκαν να συμπράξουν μαζί της, την καταπολέμησαν. Και στις δυο περιπτώσεις πήραν με ευκολία την ηγεμονία του αγώνα μέσα από τα χέρια της Αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ να ενσωματώνει και ιδεολογικά το μεγαλύτερο μέρος των οπαδών της. Και στις δυο περιπτώσεις το χαρακτηριστικό ήταν ο ριζοσπαστισμός και η μαχητικότητα των κοινωνικών δυνάμεων (αστικών στην πλειοψηφία τους) που στήριξαν τον αγώνα. Υπό τη σημαία του ριζοσπαστισμού εντάχθηκαν στο ΠΑΣΟΚ και συντηρητικά στρώματα ( η -παλαιά- Ένωση Κέντρου, υπό τον Γ. Μαύρο). Η Αριστερά παραδόθηκε σχεδόν άνευ όρων. Το ΚΚΕ αρκέστηκε στην πρωτοκαθεδρία έναντι του ΚΚΕ εσ. Η πολιτική Κύρκου μετέτρεψε ένα δυναμικό λαϊκό Κίνημα σε ένα πλαδαρό, φοβισμένο άθροισμα, συρρικνωμένο.

Η (ακραία σχηματική) ιστορική διαδρομή από τη δεκαετία του 60 ως σήμερα αποκαλύπτει ότι τέσσερα δεδομένα εξακολουθούν να ισχύουν:

1. Ο σταθερός, επί μισό αιώνα, ριζοσπαστισμός ευρύτατων αστικών και λαϊκών στρωμάτων.

2. Η ικανότητά τους (δηλαδή της εκάστοτε πολιτικής ηγεσία τους) να «προσλαμβάνουν» και μη ριζοσπαστικά στρώματα και να συγκροτούν πλειοψηφικό ρεύμα. Η ηγεμονία τους βασίστηκε στο ότι ο ριζοσπαστισμός παρέσυρε τους «συντηρητικούς» και όχι το αντίθετο.

3. Τα συνθήματα/αιτήματα παραμένουν σταθερά επί μισό αιώνα: Δημοκρατία και Εθνική Ανεξαρτησία.

4. Η Αριστερά, δηλαδή η εκάστοτε πολιτική ηγεσία, έθετε τα αιτήματα αυτά αλλά δεν κατάφερε (δεν τόλμησε; δεν ήξερε;) να ηγηθεί η ίδια ενός αγώνα για να πραγματοποιηθούν, από τότε ώς σήμερα. Αρνήθηκε, πάντως, διαχρονικά να ανταποκριθεί στο ριζοσπαστισμό των κοινωνικών δυνάμεων. Ιδίως αν ξεπερνούσε το όρια που η ηγεσία θεωρούσε «καλώς νοούμενα». Αρκετές φορές η Αριστερά αποδοκίμασε άμεσα ή έμμεσα αυτόν τον ριζοσπαστισμό, έδειξε να τον φοβάται, στην καλύτερη περίπτωση έμεινε αμήχανη απέναντί του.

Ένα ακόμη δεδομένο είναι ότι σήμερα αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις είναι πολιτικά διάχυτες και ιδεολογικά θολές. Εκδηλώνονται, όμως, με ποικίλους τρόπους και σε διαφορετικά ζητήματα σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης: Π.χ. Οι εντυπωσιακά ογκώδεις διαδηλώσεις για το Μακεδονικό όταν ξέσπασε το θέμα, η λαοθάλασσα για τον Οτσαλάν, οι λαοσυνάξεις του αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου, οι Αγανακτισμένοι της πλατείας. Οι ίδιες κοινωνικές δυνάμεις εκτόξευσαν τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τη Χ.Α. Κοινός τόπος είναι σταθερά η Εθνική Ανεξαρτησία και η Δημοκρατία ως πολιτική έκφραση και προϋπόθεση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Τα μνημόνια κ.λπ. ωθούν σε διάφορες κατευθύνσεις αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, σήμερα ουσιαστικά αδέσποτες, έτοιμες να αλλάξουν ρότα αν κάτι εμφανιστεί ικανό να τους δώσει ελπίδα. Οι πολιτικές ηγεσίες επιχειρούν απελπισμένα να τις κατατάξουν για να αισθανθούν οι ίδιες ασφαλείς – όσο το κοινωνικό/εκλογικό σώμα είναι ρευστό έχουν ανασφάλεια. Η Ν.Δ. θεωρεί π.χ. ότι οι ψηφοφόροι της Χ.Α. είναι «δικοί της» και ελπίζει στην πιθανότητα επαναπατρισμού τους, τουλάχιστον ενός τμήματος. Η Αριστερά, στην ίδια αντίληψη, βολεύεται κατατάσσοντας τους ψηφοφόρους της Χ.Α. στους φασίστες και νομίζει ότι έτσι απαλλάσσεται από το πρόβλημα-το ριζοσπαστισμό τους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι απαγορεύει στον εαυτό της να πλησιάσει ενοχλητικούς ψηφοφόρους. Συμπληρωματικά αποφεύγει επιμελώς να εντάξει οργανικά τους νεοεισελθόντες ψηφοφόρους, ούτε καν ασχολείται όταν δεν τους διώχνει μάλλον αγενώς. Είναι πολιτικά αδιάφορο αν κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν διαφορετική άποψη εφόσον άλλα επικρατούν στην πράξη. Η ατολμία τους είναι και η καταδίκη τους.

 

Ο κόσμος και το πεζοδρόμιο

Αν αυτή η ανάλυση είναι σωστή, τότε είναι προφανές γιατί ο κόσμος, κουμπωμένος, δεν απαντά στις όποιες εκκλήσεις του ΣΥΡΙΖΑ να κατέβει στο πεζοδρόμιο. Το θεώρημα ότι οι ψηφοφόροι ξέρουν τι ψηφίζουν (δηλ. τη Χ.Α.) παραπέμπει στο δευτερεύον, δηλαδή στην εκλογική επιλογή, αλλά αφήνει αναπάντητο το κύριο ζήτημα: Τον ριζοσπαστισμό. Το συμπέρασμα είναι ευνόητο: Δεν φταίει η ηγεσία αλλά ο λαός, ο φασίστας λαός. Αιέν αριστεύειν. Βέβαια, όταν παραβλέπεις το ουσιώδες, τον ριζοσπαστισμό, δεν θέτεις απλώς τον εαυτό σου μακράν «του εχθρού» (δηλαδή το λαό/φασίστα) αλλά αδρανοποιείς, ίσως απομακρύνεις, και «τους δικούς σου».

Είναι άγνωστο αν, πότε και με ποια αφορμή θα ξεσπάσει λαϊκή οργή για όσα γίνονται. Πολλοί πιθανόν να νομίζουν ότι η λαϊκή οργή θα εκτονωθεί με εκλογές. Θα πρόκειται, όμως, για απλή αναβολή αν, μετεκλογικά, δεν ανοίξουν ορατές διέξοδοι όχι μόνο για τα άμεσα κοινωνικά/οικονομικά προβλήματα αλλά και για τα δυο πάγια και καθοριστικά αιτήματα: της Δημοκρατίας και της Εθνικής Ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας. Η διαφορά είναι ότι για τα κοινωνικά προβλήματα μπορεί να βρεθούν μικρές βαλβίδες εκτόνωσης. Τα θέματα Ανεξαρτησίας, γνωστά και ως εθνικά θέματα, ξεσπάνε απότομα και σε πνίγουν όπως το τσουνάμι. Οι κασσάνδρες που φώναζαν, ως συνήθως μάταια, θα κλαίνε αλλά ποιος θα λυπηθεί για την όποια τύχη των τυφλών τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα;

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!