Αρχική πολιτισμός «Πωλείται το παρόν»

«Πωλείται το παρόν»

Toυ Μάνου Στεφανίδη*

Αυτό το καλοκαίρι θα ’ναι αιχμηρό, θα ’χει ξηρασία, μόνο αλάτι θα φυτρώνει στους άνυδρους τόπους, όπως στη λίμνη της Λάρνακας έξω από τον τεκέ της Σουλτάνας… Πού το ξέρω; Το βλέπω στα μάτια των ανθρώπων, στα στεγνωμένα βλέμματα.

Πόσο εύκολα, πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια και οι δεκαετίες. Με τα λεπτά, με τις ώρες, δυσκολεύει μόνο ο χρόνος. Είναι κάποιες στιγμές που παγώνει και δεν λέει να προχωρήσει. Τουλάχιστον να σταματούσε μόνο στα ηλιοβασιλέματα! Ή όταν η βροχή επαναλαμβάνει τον καθαρτήριο λόγο της πάνω στη θάλασσα. Νερό ξεπλυμένο από νερό, σταγόνα από δάκρυ που διαλύει το γαλάζιο ως το διαφανές, ουρανός και τα καταχθόνια εις σάρκα μίαν. Το άκουσα πρόσφατα στ’ Ανώγεια της Κρήτης. Νεόπλουτοι Αθηναίοι ρωτάνε τον ταβερνιάρη της πλατείας, Μεγάλη Παρασκευή, αν σερβίρει κάτι θαλασσινό. «Μόνο αλατάτσι», απαντά εκείνος με τον πιο άδολο τρόπο.

Αυτό το καλοκαίρι θα ’ναι αιχμηρό, θα ’χει ξηρασία, μόνο αλάτι θα φυτρώνει στους άνυδρους τόπους, όπως στη λίμνη της Λάρνακας έξω από τον τεκέ της Σουλτάνας… Πού το ξέρω; Το βλέπω στα μάτια των ανθρώπων, στα στεγνωμένα βλέμματα. Στην απελπισία της ευμάρειας, που είναι χειρότερη από την απελπισία της ανέχειας. Σας το ’χω ξαναπεί ότι μερικά σουπερμάρκετ έχουν τόσο άψογο design και τέτοια εντυπωσιακή, στα όρια της κοινωνικής προβοκάτσιας, αρχιτεκτονική που μου θυμίζουν μουσεία σύγχρονης τέχνης. Η μόνη διαφορά είναι πως τα πρώτα είναι σταθερά γεμάτα από ενθουσιώδεις επισκέπτες, που δεν τους κάνει καρδιά να φύγουν. Τ’ άλλα κυνηγάνε το φιλότεχνο με το ντουφέκι (της Niki de Saint Phalle). Στα σουπερμάρκετ μόνο βρίσκονται οι αυθεντικοί Donald Judd, Carl Andre, Blinky Palermo, Piero Manzoni (ιδιαίτερα στα βαμβάκια του 1962, που θυμίζουν ράφια με χαρτιά υγείας). Αλλά και Κουνέλληδες, Κανιάρηδες ή Σκυλάκοι. Μόνο που οι τελευταίοι μοιάζουν περισσότερο με τα παραδοσιακά εκείνα μπακάλικα, όπου η ατμόσφαιρα δεν ήταν τόσο ομογενοποιημένη, αλλά οι μυρωδιές υπερασπίζονταν την ιθαγένειά τους. Αυτό που άλλοι λένε ιστορική συνείδηση. Κι άλλοι την εξορκίζουν υπέρ του Zeitgeist, του πνεύματος της εποχής, δηλαδή. Με την καλή έννοια πάντα. Η πνευματική κρίση, που σοβεί εδώ και χρόνια, ξέβρασε πρόσφατα την κοινωνική και την οικονομική. Κι είμαστε ακόμα στην αρχή της εποχής της έκπτωσης, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.

Ποια, όμως, η εποχή και ποιο το πνεύμα της; Θα σας γελάσω και δεν θα το ’θελα. Ίσως είναι η σειραϊκή εκδοχή των πραγμάτων, των εικόνων και των ιδεών που κυριαρχούν. Τι υψηλόφρων ιδέα, αλήθεια, ένα απέραντο ράφι γεμάτο από κονσέρβες σκυλοτροφών και στο τέρμα του η ευειδής υπάλληλος να προσφέρει έναν κατάλογο προϊόντων και μια μικρή κονσέρβα δώρο. Συμβαίνει, όμως, και το αντίστροφο. Κάποια μουσεία, ιδιωτικά και δημόσια, μοιάζουν όλο και πιο πολύ με σουπερμάρκετ, καθώς προσπαθούν να ξεπουλήσουν το καθετί. Ανοίγουν, μάλιστα, και γκαλερί-παραρτήματα, για να γίνεται η διαδικασία πλέον νομοτύπως. Το παν είναι να φαινόμαστε νομότυποι. Το φαίνεσθαι σταθερά να υπερφαλαγγίζει το είναι, ώστε κάποτε το είναι να καταντήσει κάτι υδαρές σαν τοματοπολτός. Πώς λεγόταν εκείνος ο καλλιτέχνης που ζωγράφιζε κουτιά κέτσαπ; Κι ο άλλος πάστες; Στην τέχνη τίποτα δεν απαγορεύεται. Ούτε καν το φιλότιμο. Μόνο που στα καθ’ ημάς ξεχειλίζει η επαρχιωτίλα και εξέλιπαν οι αληθινοί τύποι. Αυτοί που έκαναν τέχνη τη ζωή τους και γνώριζαν πως κάποια πράγματα δεν πουλιούνται. Ιδίως το παρόν. Σαν τον Ακριθάκη, τον Κατσαρό, τον Καρούζο τον ακτήμονα, τον Χρήστο Βακαλόπουλο, τον Τορνέ, τον Μαυροΐδη, τον Διαμαντόπουλο. «Πωλείται το παρόν». Αυτή η επιγραφή ανέκαθεν με διέλυε, γιατί ανέκαθεν τη διάβαζα συμβολικά. Ποιος πουλάει τι και γιατί; Αλαφιασμένοι άνθρωποι, ιδρωμένες παλάμες, βύθια έκφραση που αγωνίζεται να πουλήσει ό,τι δεν πουλιέται, μήπως και εξαγοράσει την -αδιαπραγμάτευτη πάντως- ειμαρμένη. Έντρομοι μικροαστοί, τα ευσεβή και σεβάσμια καθάρματα του Αναγνωστάκη, που, αφού κυλίστηκαν στο ξίγκι και το λίπος εν ζωή, αφήνουν περιουσίες ολόκληρες σε μοναστήρια, για να εξαγοράσουν την πιο ιδιοτελή αθανασία. Άλλοι πάλι, πιο πολύφερνοι και «ενημερωμένοι», γίνονται ευεργέτες των πατριαρχείων των ίδιων, για να έχουν πιο άμεση και υψηλή μεσιτεία. Μια ζωή ρουσφέτια, μεσίτες, εξαγορές και αγοραπωλησίες. Πόσο πάει ο Παράδεισος; Πόσο πάει το αγορασμένο, μελαψό σώμα στην Ευριπίδου; Πόσο πάει ο νεαρός στην Κουμουνδούρου; Δος μοι τούτον τον ξένον, του εκ βρέφους ως ξένοι ξενωθέντα εν κόσμω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλή πού κλίναι.

Δώσ’ τον μου. Αφού όλα αγοράζονται! Δικά μας και ξένα. Το πνεύμα το «τραπεζικό» να ’ναι καλά. Το μόνο «πνεύμα» που μας ενώνει. Το ούριο euro, το υμνηθέν υπό προφητών και μεσιτών της τέχνης. Εν τη παλάμη πάσα η έκφραση, η έμπνευση, η συγκίνηση. Ο Ιούδας είχε δίκαιο. Και ο Θωμάς. Μακάριοι οι καχύποπτοι, σου λέει ο άλλος. Αν δεν ψηλαφήσω το πληρωμένο, το ξένο, το αγορασμένο σώμα, πώς να πιστέψω και γιατί; Μου λείπει το κίνητρο, God damn it!

 

ΥΓ. Και η τέχνη, όμως, είναι ταξική. Προχωράει με τους κυνόδοντες και στομώνει όταν χρησιμοποιεί τους τραπεζίτες της. Βαρετοί νεόπλουτοι που την προβάλλουν ως άλλοθι και πλυντήριο και την εξισώνουν με τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, ενώ αξίζει απείρως περισσότερο. Αλλά πώς να εξηγήσεις τώρα εικόνες σε νεκρωμένα, από το αλισβερίσι της αγοράς, κουνέλια; Αν η τέχνη έχει μια δυνατότητα, αυτή εστιάζεται σε στοχοθεσία της ρήξης και της υπέρβασης, ιδιαίτερα όταν όλες οι άλλες δυνάμεις επιμένουν στη συναίνεση της συγκάλυψης και τη μετριοπάθεια της μετριότητας. Εφόσον ανέκαθεν οι άνθρωποι της εξουσίας και τα ενεργούμενα του συστήματος βολεύονταν από την επικράτηση των ηλιθίων, την αποθέωση της κοινοτοπίας και το ντομίνιο του μέτριου.

Όλα κάτι να θυμίζουν έτσι ώστε να καταπνίγονται οι αμφιβολίες και να συνεχίζεται η ληθαργική νιρβάνα των αμνοεριφίων… και η σιωπή τους ωσαύτως. Όταν, λοιπόν, η τέχνη δεν είναι ταξική, τότε είναι ύποπτη, αυτοαναιρούμενη και δεν κομίζει τίποτα καινούριο παρά μόνο τ’ αποφόρια της συντήρησης και το δράμα της διακόσμησης ή της διατεταγμένης ευωχίας των θαμώνων του «λαϊκοέντεχνου» (όπως λέμε «εθνοσοσιαλισμός», «ελληνοχριστιανισμός», «κεντροδεξιά» κι άλλα λεκτικά παράδοξα ή «παίγνια» κατά Βίτγκενσταϊν και «χαρτοπαίγνια» κατά Βαρβέρη).

* Ο Μάνος Στεφανίδης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σχόλια

Exit mobile version