Μερικοί απόγονοι των πολιτικών προσφύγων που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Πολωνία, δημιούργησαν τους ΜΕΤΑ, μια “ομάδα ανοιχτής επικοινωνίας και δράσης με κοινωνικούς και πολιτικούς σκοπούς”, που ανέλαβε και οργάνωσε το περασμένο καλοκαίρι ένα μεγάλο αντάμωμα στο Γράμμο, στους ορεινούς όγκους που δόθηκαν οι τελευταίες μάχες των μαχητών γονιών τους προτού διαφύγουν μέσω Αλβανίας στην Πολωνία με την κατάρρευση του μετώπου, το 1949.

Μέρος δεύτερο

Το κοινό στοιχείο όλων είναι αφενός η συμμετοχή των γονιών τους στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και αφετέρου η ζωή τους στην Πολωνία όπου οι περισσότεροι μεγάλωσαν μετά τη διαφυγή μέσω Αλβανίας, Γιουγκοσλαβίας ή Βουλγαρίας, το 1949.
Κατά κοινή ομολογία, η φιλοξενία των Πολωνών ήταν εξαιρετική, αν υπολογίσει κανείς ότι η χώρα ήταν κατεστραμμένη, με έξι εκατομμύρια νεκρούς, όπως και η Σοβιετική Ένωση, και δεν υπήρχε κανένα σχέδιο Μάρσαλ για να την αναστηλώσει.
Αλλά οι παλιοί αντάρτες δεν συμβιβάστηκαν ποτέ με την παραμονή τους σε μια ξένη χώρα, παρ’ όλη τη φροντίδα που παρείχε το καθεστώς που εκπλήρωνε τους κοινωνικούς στόχους του δικού τους αγώνα. Η επιθυμία επιστροφής στην πατρίδα επικρατούσε. Γι’ αυτό, δέσποζε η ευχή «και του χρόνου στην πατρίδα». Το όπλο παρά πόδα είχε αντικατασταθεί από τη βαλίτσα παρά πόδα. Και το σοσιαλιστικό όραμα είχε παραχωρήσει τη θέση του στη νοσταλγία για την πατρίδα. Μια επιθυμία που ήταν αδύνατο να εκπληρωθεί, γιατί πολλοί διώκονταν στην Ελλάδα ή τους είχε αφαιρεθεί η ιθαγένεια και άλλοι δεν είχαν πια ούτε συγγενείς ούτε σπίτι, αφού είχαν όλοι ξεριζωθεί, φυλακιστεί ή σκοτωθεί από το στρατό και τις παρακρατικές συμμορίες και ο βιός τους είχε καεί ή δημευτεί. Συνολικά, οι φυγάδες μαχητές στις ανατολικές χώρες υπολογίζονται σε 56 χιλιάδες συν, κατά ορισμένους ερευνητές, ένα εξίσου μεγάλο αριθμό αμάχων που αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν για να γλιτώσουν από πράξεις αντεκδίκησης. Ένα σημαντικό μέρος κατέφυγε στην Πολωνία. Με φορτηγά πλοία και τρένα. Βασικό σημείο διαφυγής οι οροσειρές του Γράμμου. Εκεί που, τον περασμένο Ιούλιο, αντάμωσαν εκατοντάδες παιδιά των πολιτικών προσφύγων και ελάχιστοι πρώην μαχητές, για ευνόητους λόγους. Έχουν ήδη περάσει 61 χρόνια. Αλλά αυτοί οι λίγοι, που είχαν ανέβει στο βουνό στα 16 ή 17 τους χρόνια και μπόρεσαν, στα 80 τους, να μας ακολουθήσουν στο Γράμμο, αποτέλεσαν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Με τις αφηγήσεις τους, τα όμορφα αλλά ήσυχα τοπία γέμιζαν δράση, αγωνία, πόνο και τόλμη. Εγώ μίλησα με όλους. Γιατί, χωρίς αυτούς, μόνο με αγκαλιές, χορούς και τραγούδια, η εξόρμηση θα έμοιαζε εκδρομή παλιών συμμαθητών. Κάτι που μερικοί το επιθυμούσαν. Γιατί αν οι παλιοί μαχητές ανέβηκαν στο βουνό από ομοδοξία, οι απόγονοί τους αποτελούν μωσαϊκό αντιλήψεων και πεποιθήσεων. Από κομμουνιστές έως αντικομμουνιστές και από σοσιαλδημοκράτες έως συντηρητικούς, συνάντησα στο Γράμμο. Όλοι με σεβασμό στους γονείς, αλλά μερικοί αρνητικοί στις κοσμοαντιλήψεις τους. Τα αίτια αυτής της πολύμορφης συμπεριφοράς πολλά. Το ένιωσα με την ταινία που ετοίμασα, με τίτλο «Και του χρόνου στην πατρίδα», καταγράφοντας ό,τι διαδραματίστηκε στο Γράμμο. Κάποιοι δεν ήθελαν να συμπεριλάβω συνεντεύξεις από τους «παλιούς», με το αιτιολογικό ότι θα πολιτικοποιούσαν το αντάμωμα! Μα τότε, ρώτησα, γιατί το αντάμωμα γίνεται στο Γράμμο, πεδίο μαχών με ανεξίτηλους συμβολισμούς, και όχι στα λουτρά της ωραίας Ελένης; Και ο πολιτικός λόγος του δημάρχου; Και η πρόσκληση στον Παντελή Βούλγαρη;
Μερικοί δεν ήθελαν ούτε αναφορές στη ζωή στην Πολωνία. Μα αυτός δεν είναι ο κοινός παρονομαστής όλων; Γι’ αυτά τα χρόνια δεν μιλούσαν όλο το τριήμερο; Ακόμα και τα τραγούδια που τραγούδησαν ήταν αυτά που μάθαιναν από μικρά παιδιά στην Πολωνία, πολωνέζικων τραγουδιών συμπεριλαμβανομένων. Αξεδιάλυτες αντιφάσεις, μιας γενιάς με πολλά κενά, τραύματα ή ερωτήματα, που η προσωρινότητα εγκατάστασης στην Πολωνία και η δυσκολία ενσωμάτωσης στην Ελλάδα δεν βοήθησαν να γιατρευτούν ή να απαντηθούν. Τριάντα χρόνια ζωής στην Πολωνία και τριάντα χρόνια στην Ελλάδα φαίνεται ότι δεν δημιουργούν ένα κανονικό άθροισμα, τουλάχιστον για αρκετούς ανθρώπους που κουβαλούν ασύνδετα μεταξύ τους τα στοιχεία αυτής της διχοτομημένης ζωής.
Πάντως, η εμπειρία από το ανέβασμα στο Γράμμο, με τόσους ανθρώπους που έχουν άμεση και έμμεση σχέση με τον εμφύλιο, ήταν συναρπαστική και διδακτική.

Στέλιος Ελληνιάδης

Στο Νεστόριο
Η άφιξη στο Νεστόριο ήταν συγκινητική. Αγκαλιές, φιλιά και επιφωνήματα έκπληξης και χαράς, αφού μερικοί είχαν να συναντηθούν σαράντα χρόνια. Την πρώτη βραδιά, ο δήμαρχος του Νεστορίου Χρήστος Γκοσιόπουλος έδωσε το στίγμα της περιοχής.
«Αυτό που ξεκίνησε τη Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940, και τελείωσε -γιατί συνεχίστηκε ο αγώνας, η προσπάθεια, το αίμα, ο πόνος- τον Αύγουστο του 1949, σημάδεψε τον τόπο. Το Νεστόριο, ένα χωριό που πριν από τον πόλεμο αριθμούσε πάνω από πέντε χιλιάδες, σήμερα δεν έχει ούτε 600-700 άτομα μόνιμους κατοίκους. Γιατί βρέθηκε στο κέντρο και της εμφύλιας σύρραξης… Το Γράμμο, το ομορφότερο βουνό της Ελλάδας, τον  αιματοκύλισαν, το ’46-’49, γιατί έτσι αποφάσισαν κάποιοι έξω από την Ελλάδα. Το Νεστόριο, από την ημέρα που ξεκίνησε η αντίσταση εντάχθηκε καθολικά στον ΕΛΑΣ και στο ΕΑΜ. 480 Ελασίτες, άντρες και γυναίκες, μπήκαν στον αγώνα. Και εδώ γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος του εθνικού διχασμού.»
Ήμουν τυχερός γιατί ο ντόπιος οδηγός μας, ο Νίκος Αραστάρης, ήταν πρόθυμος να μας κατατοπίσει. Για την τεχνητή λίμνη που σχεδιάζεται στο φαράγγι, για τη σπηλιά που ήταν νοσοκομείο του ΔΣΕ, για τους σλαβόφωνους κατοίκους της περιοχής που συμμετείχαν με βαριές συνέπειες στο αντάρτικο.
Αυτές οι θεϊκές διαδρομές στη φύση, με τζιπ, δεν βιώθηκαν το ίδιο από τους τραυματίες σε αυτοσχέδια φορεία και τους μαχητές που βομβαρδίζονταν με εμπρηστικές βόμβες από τα αεροπλάνα.
Στο περιβάλλον που αναγεννάει μνήμες, με φόντο τις γαλήνιες βουνοκορφές, ζήτησα από την Μαρίκα Κυριάκου και μερικούς άλλους φίλους, να μου μιλήσουν για την ιστορία όπως τη γράφουν οι απλοί άνθρωποι και όχι οι επαγγελματίες ιστορικοί και τα πολιτικά στελέχη.

Βλήμα στον πνεύμονα
«Είμαι από τα Ζαγοροχώρια. Το ’48, 15 Μαρτίου, μας επιστρατεύσαν, εμένα κι άλλες δυο κοπέλες από το χωριό. Μας πήραν στη Λάιστα, στα έμπεδα. Καθίσαμε εκεί περίπου είκοσι μέρες, και πήγαμε να χτυπήσουμε τα Γιάννενα. Στο κάτω Πέραμα, στήνουμε τον όλμο, βάζουμε ένα βλήμα, πέφτει στη λίμνη. Με το δεύτερο βλήμα, κλατάρει ο όλμος! Ήμουνα στα ηπειρώτικα τμήματα, με τον Υψηλάντη ταξίαρχο. Από κει περάσαμε όλα της Κονίτσης τα χωριά, κι ήρθαμε στο Πευκόφυτο, στο Γράμμο. Μας κυνήγησαν και περάσαμε στο Βίτσι. 28 Οκτωβρίου ήτανε να χτυπήσουμε την Κούλα-Πλατύ· την είχε ο στρατός, την πήρανε οι δικοί μας, κάνει αντεπίθεση ο στρατός, την ξαναπαίρνει, κι έπρεπε να κάνουμε αντεπίθεση. Στο τάγμα του Μαλέτσκου, είχαμε κάποιον Κωνστάντζα, επίτροπο, που μας έβγαλε λόγο «αν δεν πάρουμε την Κούλα-Πλατύ, ο Δημοκρατικός Στρατός δεν γιορτάζει τα δίχρονα». Με τον ενθουσιασμό, νέοι, κάνουμε αντεπίθεση. Σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν πάρα πολλοί. Ο δικός μου λοχαγός Παναγούλης Σωκράτης, σκοτώθηκε. Τελικά, την πήραμε, αλλά το πρωί μάς διώξαν τα αεροπλάνα. Εγώ τραυματίστηκα στον πνεύμονα. Οι τραυματιοφορίνες ήταν γυναίκες από τα μέρη της Φλώρινας. Δεν ξέρανε ελληνικά, σλαβομακεδόνικα μιλούσανε. Με κατέβασαν ώς την Κρυσταλλοπηγή, με έβαλαν σε ένα μουλάρι και με πήγαν στο Μοσχοχώρι, σε ένα νοσοκομείο βαθιά στη γη. Όταν ξύπνησα, βλέπω τραυματίες γύρω-γύρω. Μετά, με μεταφέρουν στρατιώτες τραυματιοφορείς, σε φορείο από κουβέρτα, και μόλις έβαζε το πυροβολικό από τη Φλώρινα, με παρατάγαν κάτω και πήγαιναν να κρυφτούν, στο ρέμμα. Κι όπως μ’ άφησαν, με αρπάζει απ’ το πόδι ο Ντίνος ο Γιουβρής, κι αυτός τραυματίας στο κεφάλι και στην κοιλιά, και με σβαρνάει μέχρι κάτου. Ύστερα έρχονται τα αεροπλάνα, αμάν φόβος και λαχτάρα! Μετά απάνω σε καρότσα, μας πήγαν στην Κορυτσά. Στο Γράμμο, στις εκκαθαριστικές, είδα σκοτωμένα παιδιά… ο αδερφός μου ήτανε στρατιώτης, κληρωτός, και τον σύγκρινα μ’ αυτούς.
Στην Κορυτσά, μια Πόντια γιαγιά, δοσμένη, αγαπούσε όλους τους αντάρτες, με πήρε, με ψείρισε, μ’ έλουσε, με άλλαξε, όχι μόνο εμένα, όλους, γιατί είχε κι άλλο προσωπικό, και με βάλανε στο χειρουργικό τμήμα, με την συνονόματή μου Μαρίκα, την Κόζα, πρώην γυναίκα του Μπελογιάννη. Βλάχα κι αυτή απ’ τη Βέροια και μιλάγαμε βλάχικα. Μάλιστα, όταν έφυγε για το βουνό, πήρε το παντελόνι μου, από κουβέρτα φτιασμένο, γιατί δεν είχε παντελόνι. Εμένα με στέλνουν στη Μοσχούπολη· βουνό, έλατα, για τους φυματικούς. Ρυζόγαλο, γάλα, γιαούρτια, τυριά, ό,τι ήθελα, διπλή μερίδα. Και θεραπεύτηκα. Μετά, παραμονές Δεκεμβρίου, φύγαμε για Πολωνία. Διαλύθηκαν όλα τα νοσοκομεία, κατεβήκαμε στην Κορυτσά, κι απ’ το Μπουρέλι στο Δυρράχιο κι από κει στα πλοία.
Ο άντρας μου ήτανε άρρωστος από φυματίωση και πήγαμε στο Κροστσένκο. Ήτανε αγροτικός συνεταιρισμός. Εγώ δούλεψα στον κάμπο, με τα παιδιά μικρά. Οι περισσότεροι απ’ τα χωριά στο Γράμμο δεν ξέρανε ελληνικά, μόνο σλαβομακεδόνικα. Και έπρεπε να βάλουνε νηπιαγωγούς. Με πιάνει η υπεύθυνη της οργάνωσης. Λέω, δεν ξέρω. Δευτέρα δημοτικού είμαι. Δεν ξέρεις τραγουδάκια; Δεν ξέρεις παιχνιδάκια; Λέω, δεν ξέρω. Έλα, λέει, θα σε μάθει ο γιος μου, έξι πρέπει νάτανε. Και πράγματι, άφησα τον άντρα μου και κοιμόμουνα στο σπίτι τους. Έμαθα, κι έκανα εννιά χρόνια στο νηπιαγωγείο.
Καλά περάσαμε στην Πολωνία. Αναμεταξύ μας τρωγόμασταν. Ζαχαριαδικοί, Μαρκικοί… Ο άντρας μου είχε τελειώσει το γυμνάσιο και δούλευε στην εφημερίδα, τον «Δημοκράτη». Όταν έγινε η δωδέκατη ολομέλεια (1968), τον διέγραψαν, έδιωξαν τα παιδιά απ’ τη λέσχη και τον άντρα μου, παραμονή πρωτοχρονιάς, τον έδιωξαν απ’ τη δουλειά. Γιατί ήταν αντίθετος στη δωδέκατη ολομέλεια.»

Ταξικός αγώνας
Ο Γιάννης Μότσιος, στα γνώριμα μονοπάτια του Γράμμου, με ποιήματα του Πολ Ελιάρ στο δισάκι του, ξετύλιγε τις αφηγήσεις και τα συμπεράσματά του.
«Στη φαντασία μου έφτιαξα ένα Γράμμο που δεν υπάρχει κι εκείνος ο Γράμμος που είχα φτιάξει, ήτανε λειψός σε σχέση με το Γράμμο που υπάρχει. Η ιστορική αλήθεια είναι μία, αλλά όταν είσαι συμμέτοχος, δεν μπορεί να μην είναι και υποκειμενική η στάση σου. Όχι, δεν έκανα λάθος που πήγα στον εμφύλιο πόλεμο. Τι θα πει αδελφοκτόνος πόλεμος; Ταξικός αγώνας ήτανε. Μην παίζουμε με τις λέξεις.
Όμως, δεν αρχίζεις πόλεμο αν δεν έχεις πολλές ελπίδες να τον κερδίσεις. Κι ύστερα, παραδίνεις τα όπλα, κι έπειτα προδίνεις την υπογραφή σου; Νόμιζαν ότι ο ΕΛΑΣ πήγε στα σπίτια του, θα κοιμηθεί με τη γυναίκα του και μετά θα ξαναβγεί στο Γράμμο. Δεν βγήκε. Και δεν βγήκε γιατί δεν υπήρχε προοπτική. Καμιά φορά ο λαός είναι πιο σοφός από τις καθοδηγήσεις.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Στη δική μου περίπτωση, δεν μου άφησαν άλλη επιλογή από το να βγω. Μας καίνε το σπίτι, οι Ιταλοί, το ’43. Μας καίνε το σπίτι και το ’46. Μας πήρανε ό,τι είχαμε, γιδοπρόβατα, γελάδια, γαϊδούρια, άλογα, δεν μας αφήσαν τίποτα!
Έτσι βρέθηκα τρία χρόνια στο Γράμμο, στην 9η Μεραρχία Δυτικής Μακεδονίας και μετά, 7 χρόνια στην Τασκένδη, 2 στο Κίεβο, 17 στη Μόσχα. Εργάστηκα στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, με ειδίκευση στην ελληνική λογοτεχνία. Έγραψα δέκα βιβλία, είμαι ο πρώτος μεταφραστής του Καζαντζάκη στα ρωσικά (Χριστός ξανασταυρώνεται και Καπετάν Μιχάλης), του Σολωμού και του Παλαμά…»

Μόνο πατρίδα
Ο Σωτήρης Μυλωνάς έφυγε νεογέννητος από τη Βουλγαρία και μεγάλωσε στο Ζγκορζέλετς. «Οι γονείς μου πήγαν στην Πολωνία από τον Έβρο. Εγώ γεννήθηκα στη Βουλγαρία και έφτασα δώδεκα ημερών στην Πολωνία, σ’ ένα βαγόνι. Έφυγαν οι γονείς μου μαζί με τους παππούδες μου και τις αδερφές του πατέρα μου. Όλοι, εκτός από μία αδερφή που ήτανε η πιο μικρή. Απ’ το δικό μας χωριό, είχαμε 167 θύματα από τον ΔΣΕ και τον ΕΛΑΣ. 12 με 14 μέρες έκανε το τρένο και φτάσαμε εκεί γύρω στις δύο χιλιάδες Έλληνες από τη Βουλγαρία. Πήγαμε στο Ζγκορζέλετς. Η πόλη τότε είχε 49 κατοίκους Πολωνούς, μόνο.
Είχαμε δικούς μας συλλόγους και τα δύο πρώτα χρόνια μαθαίναμε μόνο ελληνική γλώσσα με Έλληνες δασκάλους. Ύστερα, περάσαμε στα πολωνέζικα σχολεία.
Οι Πολωνοί μάς φέρθηκαν πολύ καλά, γιατί έχουμε περίπου την ίδια νοοτροπία. Γιατί και η Πολωνία 177 χρόνια είχε κατοχή. Και ταιριάζανε λίγο οι νοοτροπίες μας. Μας παρείχαν δουλειά, σπίτι, περίθαλψη, τα πάντα. Είχαμε πολλούς γέροντες και πάρα πολλούς ανάπηρους, με κομμένα πόδια, χέρια, αόμματους. Όλοι δουλεύανε με ποσοστά σ’ ένα εργοστάσιο. Εμείς είχαμε παιδικούς σταθμούς και ανταμωνόμασταν στις κατασκηνώσεις. Διακρίσεις δεν υπήρχανε. Με τους Πολωνούς ήμασταν μια οικογένεια και επειδή ήμασταν περισσότεροι, μάθανε ελληνικά. Όμως, δεν υπήρχε περίπτωση να πιούμε ένα ποτηράκι τσίπουρο και να μην πούμε και του χρόνου στην πατρίδα. Μας δίνανε βίλες, γιατί ήτανε άδειες, επιπλωμένα σπίτια, και μεις λέγαμε όχι, γιατί θέλαμε να είμαστε όλοι μαζί και γιατί λέγαμε ότι του χρόνου φεύγουμε για την Ελλάδα. Κι ήρθαμε μετά από τριάντα χρόνια!
Στην πατρίδα, γιατί μ’ αυτά τα ιδανικά μεγαλώσαμε απ’ τους γονείς μας. Μόνο πατρίδα, τίποτ’ άλλο. Πάντως, τα πρώτα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Εκεί ήμασταν Έλληνες κι εδώ Πολωνοί.»

Κομματιαστήκαμε
Η Λίλα Οικονόμου ακολούθησε τον αδελφό της στο τραγούδι, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις ενός αυστηρού πατέρα. «Φτάσαμε στα σύνορα και λέω στον άντρα μου, σταμάτα, θέλω να μπω στην Ελλάδα με τα πόδια. Δεν έβλεπα καθαρά γιατί τα μάτια μου είχανε πλημμυρίσει από δάκρυα κι όλα ήτανε θολά. Περπατούσα τρέμοντας κι ο Γιάννης με το αυτοκίνητο, ακολουθούσε σημειωτόν. Όταν έφτασα και είδα τη μαμά και το μπαμπά, τον αδελφό μου και κάποια ξαδέρφια, άρχισα να κλαίω τόσο δυνατά που τρομαγμένος ο πατέρας μου ρώτησε τι έχω και του λέω, μπαμπά, πατάω σε ελληνικό έδαφος! Τρελάθηκα! Τώρα ζω εδώ, αλλά νιώθω αδέρφια τους συμπατριώτες από την Πολωνία, όχι τους ντόπιους συγγενείς γιατί δεν με πονέσανε, δεν με ζήσανε. Αυτό είναι για μένα το «μετά», ότι έρχομαι σε κάτι που ο μπαμπάς είπε ότι είναι δικό μου και εγώ το βρίσκω ξένο. Και προσπαθώ να το κάνω δικό μου. Πολλά χρόνια με πήρε… Πολλές δυσκολίες, μα πάρα πολλές, δύσκολες μέρες, αβάσταχτες, παλέψαμε με το Γιάννη. Κομμάτια γίναμε όλοι. Και μάζευα αυτά τα κομμάτια για να χτίσω εδώ. Λάτρεψα τα υπέροχα παιδικά μου χρόνια, αλλά λατρεύω και τα χρόνια που ζω εδώ.»
Ο αδελφός της Λίλας, ο Γρηγόρης, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Πολωνία. Ο αγαπημένος τραγουδιστής των Ελλήνων. Αγαπητός και από τους Πολωνούς. Πρώτος στις συναυλίες των συλλόγων και στις παρέες, από Τσιτσάνη και Θεοδωράκη μέχρι δημοτικά και πολωνέζικες μπαλάντες.

Τα στελέχη του κόμματος φέρανε τον καπιταλισμό

Ο Ηλίας Βράζας είναι η πιο εμβληματική φυσιογνωμία του Ελληνισμού της Πολωνίας. Όχι η πιο διάσημη, τίτλος που ίσως ανήκει στην τραγουδίστρια Ελένη, την οποία ακολούθησα στην Ακρόπολη και την Πλάκα όταν έκανε γυρίσματα με ένα συνεργείο της πολωνικής τηλεόρασης για ένα αφιέρωμα στην πετυχημένη καριέρα της στην Πολωνία. Αλλά σίγουρα, η πιο πολυεπίπεδη. Γιατί ο Βράζας διακρίθηκε για την πολυσχιδή δράση του στον τομέα του πολιτισμού και της επικοινωνίας των ιδεών. Σ’ αυτόν αποδίδεται και η πρωτοβουλία για τη δημιουργία του ομίλου ΜΕΤΑ που φιλοδοξεί να επανασυνδέσει τους διασκορπισμένους απογόνους των πολιτικών προσφύγων που μεγάλωσαν στην Πολωνία.
Ο Βράζας είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Βρότσλαβ, στο Ινστιτούτο Βασικών Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών. Δεν έπαψε, όμως, να ασχολείται με τους πολιτικούς πρόσφυγες, διδάσκοντας ταυτόχρονα στους Πολωνούς φοιτητές φιλοσοφία, κοινωνιολογία και ιστορία με άμεσες αναφορές στον ελληνικό πολιτισμό. Οι συνάδελφοί του τον κατατάσσουν στο ρεύμα των νέων φιλοσόφων/κοινωνιολόγων που αναθεωρούν τη συμβατική οπτική της ευρωπαϊκής ακαδημαϊκής σκέψης η οποία στον κορμό της δεν απέφυγε τη μονόπλευρη θεώρηση και αξιολόγηση των ιστορικών γεγονότων και των πολιτισμικών συνιστωσών.
Στο Γράμμο, ο Ηλίας Βράζας ως κεντρικός ομιλητής έδωσε το στίγμα του πολιτικού πρόσφυγα με την αλληγορία «θάμνοι και πουλιά». Κατόπιν, πήρε την κιθάρα του και τραγούδησε! Για μένα ήταν ευκαιρία να συνεχίσω τη συζήτηση που ξεκινήσαμε πριν από δέκα χρόνια στο σπίτι του στο Βρότσλαβ. Στο πολύωρο ταξίδι επιστροφής, με το κασετόφωνο ανοιχτό και αργότερα στο καφέ Μύλος, στα Εξάρχεια.
Όπως μου εξηγεί ο Ηλίας, ο δημόσιος πολιτικός διάλογος στην Πολωνία είναι ισχνός. Στριμωγμένοι ανάμεσα στον εθνικισμό με τη μορφή του αντιρωσισμού, τον αντικομμουνισμό που ταυτίζεται με τον αντιρωσισμό, τη σλαβική καταγωγή, τον καθολικισμό και την ευρωπαϊκή σύγκλιση, οι Πολωνοί αναζητούν στοιχεία ταυτότητας, καταφεύγοντας σε πολιτικές επιλογές που αναπαράγουν τις πιο αυταρχικές πτυχές του καθεστώτος του «υπαρκτού», το πνεύμα και τις πρακτικές τού οποίου υποτίθεται ότι απορρίπτουν, και παραδίδουν τη χώρα στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της αγοράς καταπατώντας κάθε αίτημα που έθεταν στις πιο αγωνιστικές δράσεις τους οι εργάτες της «Αλληλεγγύης».
«Τα αιτήματα που είχε η εργατική τάξη της Πολωνίας ήταν καθαρά αριστερά», λέει ο Βράζας. Γι’ αυτό, κανένα από τα 21 αιτήματα της «Αλληλεγγύης» που έφεραν την εργατική τάξη αντιμέτωπη με το παλαιό καθεστώς δεν ικανοποιήθηκε από το νέο καπιταλιστικό σύστημα. Τα περισσότερα μεγάλα εργοστασιακά συγκροτήματα στα οποία αναπτύχθηκε το κίνημα, έκλεισαν μετά τη διάλυση του «υπαρκτού» ή ιδιωτικοποιήθηκαν απολύοντας δεκάδες χιλιάδες εργάτες που αναγκάστηκαν να φύγουν μετανάστες στο εξωτερικό, για να γίνει ο «Πολωνός υδραυλικός» συνώνυμος του «Αλβανού οικοδόμου». Επίσης, «διέλυσαν τα κολχόζ χωρίς εναλλακτική λύση», επισημαίνει ο Βράζας. Η ταχύτατη πολιτική καταρράκωση του χαϊδεμένου ήρωα της Δύσης, Λεχ Βαλέσα, δεν είναι άσχετη με την τροπή των πραγμάτων και τη διάψευση των προσδοκιών.
Εθνικιστές και ακροδεξιοί που αναπτύσσονταν μέσα κι έξω από το -τύποις κομμουνιστικό- κόμμα εξουσίας, με την επιρροή του δυτικού μοντέλου και την ηθική στήριξη του Βατικανού, μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τη δυσαρέσκεια για τα προβλήματα που συσσωρεύονταν στην κοινωνία (ελλείψεις βασικών ειδών, στρατιωτικός νόμος κ.λπ.). «Τα στελέχη του κόμματος ήτανε τεχνοκράτες που δεν είχανε καμία σχέση με τον κομμουνισμό. Αυτοί έφεραν τον καπιταλισμό», λέει ο Βράζας, «και ο Γιαρουζέλσκι ήταν συνεχώς σε επαφή με τον Γκορμπατσόφ».
Έτσι, στη νεοκαπιταλιστική Πολωνία, εφαρμόστηκαν νόμοι πρωτοφανών για τη μεταπολεμική Ευρώπη διακρίσεων και ανελευθερίας. Από την απαγόρευση χρήσης των κομμουνιστικών συμβόλων, ακόμα και σε μπλουζάκια ή αναπτήρες, έως την υποχρέωση των δημοσίων υπαλλήλων να υποβάλλουν δηλώσεις, επί ποινή απόλυσης, για τη σχέση τους με το προηγούμενο καθεστώς! Πολλοί καθηγητές βιάστηκαν να δηλώσουν υποταγή στις κρατικές επιτροπές ελέγχου των φρονημάτων. Ο Ηλίας Βράζας ήταν απ’ αυτούς που δεν συμμορφώθηκαν μέχρι την απόσυρση του μέτρου κάτω από την ογκούμενη αντίδραση.
Σήμερα, στην Πολωνία, η Αριστερά εκδηλώνεται σε λίγους πυρήνες σκέψης, όπως είναι η ομάδα που εκδίδει το περιοδικό «Πολιτική Κριτική» και δημοσιεύει απόψεις σύγχρονων διανοητών, όπως ο Σλάβοϊ Ζίζεκ και η Ναόμι Κλάιν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!