Αρχική στήλες εν τέλει Ναύτης άγρυπνος

Ναύτης άγρυπνος

Του Κωνσταντίνου Μ. Σκηνιώτη. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που κατέχει το προνόμιο να είναι ταυτόχρονα ηπειρωτική με όμορφα βουνά, αλλά και να λούζεται τριγύρω από θάλασσα.

Στην πορεία των αιώνων οι Έλληνες αποδείχθηκαν δεξιοτέχνες της ναυτοσύνης, ναυπηγοί και θαλασσοπόροι.
Στην πορεία της ζωής της χώρας, οι θάλασσές της συχνά ήταν φουρτουνιασμένες. Όπως και σήμερα.
Όμως ο λαός λέει ότι… ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.
Μακάρι οι κατέχοντες τα πλοία, πριν απ’ όλα, να ήταν αποφασισμένοι και διαθέσιμοι να ηρεμήσουν τα νερά. Θα αρκούσαν και θα μπορούσαν μόνοι αυτοί να λύσουν το πιο μεγάλο μέρος του γόρδιου δεσμού.
Όμως, ευτυχώς, το πλοίο της χώρας έχει τη δυνατότητα, στη γέφυρά του να υπάρχει ο καπετάνιος που χρειάζεται. Κυρίως, όμως, έχει και θα έχει πάντα, τον άγρυπνο ναύτη, τον απλό ναύτη του καθήκοντος, το σμιλεμένο από την αλμύρα ναύτη της υπομονής, της επιμονής, του αγώνα. Οι άγρυπνοι ναύτες της χώρας, για μια ακόμα φορά, θα ανοίξουν το δρόμο για το όραμα και τον ορίζοντα και το λιμάνι που αξίζει στη χώρα.
Σ’ αυτούς τους ναύτες (άντρες και γυναίκες, νέους και μεγαλύτερους) είναι αφιερωμένο το παρακάτω ποίημα, που βασίζεται ουσιαστικά σε μια ιδέα και κείμενα του Γιώργου Σκηνιώτη.

Ναύτης

Να ουρλιάξω θέλω
γι’ αυτά που γύρω μου βλέπω
δούλους, κωπηλάτες, φτωχούς αγρότες
διψασμένους ναύτες και εργάτες
με χέρια σκαμμένα.
Μπορώ όμως;
Ίσως συντριβώ στις Συμπληγάδες
που μπροστά μου βρίσκονται
που γύρω μου έχουν ορθώσει.
Δεν είμαι ήρωας.
Ένας τιποτένιος ναύτης είμαι.
Γιατί διάλεξαν εμένα
να διαβώ αυτή τη φουρτουνιασμένη θάλασσα;

Αλλά να,
οι σκέψεις μου γυρίζουν πίσω
με φτερά ψαλιδισμένα.
Αυτές τουλάχιστον διαβήκαν
και τώρα με τραβούν από το χέρι…
Θα διαβώ και εγώ ουρλιάζοντας
για να φοβηθούν οι φόβοι μου.
Δεν είμαι ήρωας
ένας ναύτης είμαι
που έχω μάθει στο καθήκον.

Ο φόβος νικάει το καθήκον
γυρίζω να φύγω…
παράγγελμα να δώσω
ν’ ανακρούσω πρύμνα.
Ξάφνου γύρω μου υψώνονται και ορθώνονται
κωπηλάτες και δούλοι
ναύτες και εργάτες και τεχνίτες
με χέρια ροζιασμένα.
Ξάφνου
Ψήλωσαν και τα πρόσωπά τους λάμπουν
η φωνή τους σκεπάζει την αντάρα.
Θέλουν να περάσουν τις Συμπληγάδες
να βγούνε πέρα
να αδράξουν το όνειρο
το τραγούδι τους σκεπάζει
τα ουρλιαχτά του φόβου
και τις αμφιβολίες.
Το τραγούδι τους
παιάνας ηρώων και ημίθεων.
Θα περάσουμε
τις Συμπληγάδες που θέλουν
να τσακίσουν τα όνειρα και τη ζωή μας.
Είναι μια στιγμή που μέσα της
κουβαλάει ένα καινούριο αιώνα
συμπυκνωμένο σε εκατομμύρια ηλιαχτίδες
τα κουπιά γίνονται χρυσά ακόντια
και στοχεύουν το όνειρο.

Σχόλια

Exit mobile version