Αρχική πολιτική Μύθοι και αλήθειες για τις «συνήθεις» πυρκαγιές

Μύθοι και αλήθειες για τις «συνήθεις» πυρκαγιές

Οι ύποπτοι, η έγκαιρη αντιμετώπιση και οι υστερίες μετά την καταστροφή

Του Γιάννη Σχίζα *

Στην κινηματογραφική Καζαμπλάνκα οι ύποπτοι ήταν σταμπαρισμένοι και η σύλληψή τους ήταν ένα συνηθισμένο γεγονός. Στις καλοκαιρινές πυρκαγιές, επί ελληνικού εδάφους, οι επικίνδυνες καταστάσεις και γενικά οι ύποπτοι είναι επίσης σταμπαρισμένοι, όμως η έγκαιρη αντιμετώπισή τους παραπέμπεται διαρκώς στο μέλλον. Γι’ αυτό και ο λόγος που προηγείται τέτοιων «θερμών» επεισοδίων είναι υποτονικός, ενώ αντίθετα ο λόγος που έπεται είναι υστερικός και ελάχιστα έως καθόλου αυτοκριτικός.
Μάλιστα, αυτός ο τελευταίος, ο «κατόπιν πυρκαγιάς» λόγος, χαρακτηρίζεται συχνά από την πρόταξη επιπόλαιων λύσεων και από την αντιμετώπιση των δασών πίσω από το πρίσμα μιας «κηπουρικής» λογικής.

Τα τρία τελευταία χρόνια αυτή η «κηπουρική» αντίληψη υποδείκνυε ως βασικό μέσο πυροπροστασίας τη διάνοιξη μεγάλων «αντιπυρικών» ζωνών μέσα στα δάση, που θα είχαν ως κύρια αποστολή να παρεμποδίσουν την επέκταση της φωτιάς. Ιδιαίτερα η εφημερίδα Αυριανή, μέσα από «πύρινα» άρθρα κατήγγειλε τους δασολόγους και τους «ψευτοοικολόγους» που παρεμπόδιζαν άλλοτε τους δημάρχους και άλλοτε τις εντεταλμένες με την πυρόσβεση Αρχές, να δημιουργήσουν τέτοιου είδους αντιπυρικές ζώνες. Όμως, η άποψη αυτή ερχόταν σε καταφανή αντίφαση με την κοινή πείρα, που είχε αντληθεί σε δεκάδες πεδία επιχειρήσεων πυρόσβεσης. Και η οποία πείρα «φωτογράφιζε» την δυνατότητα της φωτιάς να πραγματοποιεί «άλματα» ακόμη και εκατοντάδων μέτρων, να υπερβαίνει τις ενδιάμεσες εκτάσεις και να μεταφέρει το καταστροφικό της έργο σε μεγάλη απόσταση από την αρχική εστία. Ακόμη και η παρεμβολή της Εθνικής Οδού Αθήνας-Θεσσαλονίκης δεν είχε αποτρέψει το πέρασμα της φωτιάς σε πολλά σημεία! Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρούσε, βέβαια, τη σημασία της διάνοιξης «διόδων» μέσα στο δασικό χώρο, όμως αυτή η πρακτική στόχευε στη διευκόλυνση της παρέμβασης των χερσαίων μέσων και μπορούσε να γίνει «επί τούτω», με την πρόχειρη κατασκευή δασικών δρόμων σε συγκεκριμένες φάσεις, για τη προσέγγιση των πυροσβεστικών οχημάτων.

Το δάσος και τα «παρτέρια»
Το δάσος δεν μπορεί να διαχωριστεί σε παρτέρια για την προστασία του και η προστασία του δεν έχει καμιά σχέση με τον κατακερματισμό του. Ένα τέτοιο εγχείρημα «μπακλαβαδοποίησης» όχι μόνο προσκρούει πάνω στο ανάγλυφο του δασικού εδάφους –που είναι ιδιαίτερα έντονο στις ελληνικές συνθήκες- αλλά επΙπλέον συνιστά λύση καταστρεπτικότερη και από το ίδιο το πρόβλημα. Γιατί το πρόβλημα είναι η διάσωση της ολότητας και της αρτιότητας του δάσους, η περιφρούρηση των βασικών του λειτουργιών, η διατήρηση της πανίδας και του τοπίου. Είναι ένα πρόβλημα που συχνότατα μπαίνει με «τεχνικούς όρους», φετιχοποιημένο σχεδόν και αποστασιοποιημένο από την ανθρώπινη κατάσταση – έστω κι αν, κατά βάθος, είναι πρόβλημα διαχείρισης ενός συλλογικού εισοδήματος και μιας συλλογικής ποιότητας ζωής.

Εκδικητική διοικητική αναδιάρθρωση
Από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας και για λόγους που πολλοί δασολόγοι προσδιόρισαν ως «λόγους εκδίκησης», ο συντονισμός των αντιπυρικών δράσεων αποσπάστηκε από τη Δασική Υπηρεσία και μεταφέρθηκε στην αρμοδιότητα της Πυροσβεστικής. Αυτή η τελευταία είχε φυσικά γνώση των διαδικασιών πυρόσβεσης, όμως αγνοούσε τη συμπεριφορά της δασικής «καύσιμης ύλης» και τις ιδιαιτερότητες του δασικού χώρου, που επέβαλαν ειδικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών.
Η υπόθεση της «εκδικητικής απόσπασης αρμοδιοτήτων» (λόγω της κωλυσιεργίας των δασολόγων στην υπόθεση διαφόρων αποχαρακτηρισμών…) πήρε αρκετή δημοσιότητα το 2007, μετά την ολέθρια καταστροφή του Αυγούστου και την απανθράκωση 2 εκατ. στρεμμάτων. Όμως, η ιστορία αυτή είχε και συνέχεια: Στις αρχές του τρέχοντος καλοκαιριού το συνδικαλιστικό όργανο της Πανελλήνιας Ένωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΕΔΔΥ) κατήγγειλε την «εξαφάνιση» (απενεργοποίηση) της Διεύθυνσης Δασών εντός των πλαισίων του υπουργείου Περιβάλλοντος κ.λπ., όπως επίσης, και τις διαδικασίες σύνταξης των δασικών χαρτών μέσω της ανάθεσής τους σε ιδιωτικά γραφεία, παρά την ύπαρξη δασολόγων επιστημόνων του δημόσιου τομέα.

Πανστρατιά και χάι-τεκ λογική

Η «αβάστακτη ελαφρότητα» του λόγου περί των θερινών πυρκαγιών, όπως και η ευκαιριακή παρουσία του στα μίντια, εμπόδισαν την ανάπτυξη μιας προβληματικής σε βάθος, όπως επίσης και τη δημιουργία ενός ευρύτερου πνεύματος κοινωνικής συστράτευσης. Ο πλειοψηφικός λόγος οχυρώθηκε πίσω από θέσεις που θεωρούσε ως δεδομένες και αναντίρρητες, διασυνδέοντας τη δασική προστασία με τους διατιθέμενους πόρους και ιδιαίτερα με τη χρήση μέσων υψηλής τεχνολογίας – αεροπλάνων, ελικοπτέρων, επίγειων αισθητήρων φωτιάς κ.λπ.
Η θεώρηση αυτή εμπεριείχε ένα μικρό αλλά βαρύνον ποσοστό λάθους, καθότι παραγνώριζε τη σημασία του λαϊκού παράγοντα για την αντιμετώπιση ενός κολοσσιαίου προβλήματος, μέσα στις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής και της στατιστικά συχνότερης «συνεύρεσης» υψηλότατων θερμοκρασιών και ισχυρών ανέμων. Οι πυρκαγιές δεν θα έπρεπε απλά να σβηστούν, αλλά να σβηστούν ολικά, αποτρέποντας τις μεταγενέστερες αναζωπυρώσεις. Μια τέτοια περίπτωση δολοφονικής αναζωπύρωσης ήταν η πρόσφατη πυρκαγιά στην Κάρυστο (21-23 Αυγούστου) που προήλθε από την «ανάκαμψη» προηγούμενης φωτιάς. Η αρχική φωτιά είχε πριν από ένα μήνα απανθρακώσει μια έκταση πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων και είχε θεωρηθεί «λήξασα», όμως κάτω από την επιφάνειά της υπέβοσκαν μικρές καύσεις που αναπτύχθηκαν στη συνέχεια, μέσα σε συνθήκες θυελλωδών ανέμων.
Θυμάμαι το 1988, σε μια πυρκαγιά που έκαψε το δάσος στη Μονή Καισαριανής, ο δήμος είχε έτοιμα πτυοσκάπανα και τα μοίρασε σε εθελοντές πολίτες -όχι για να αντιμετωπίσουν την ίδια τη φωτιά που είχε βασικά κατασβεσθεί από τα αεροπλάνα, αλλά για να εξαλείψουν τις υπάρχουσες μικροεστίες που απειλούσαν με μεταγενέστερη αναζωπύρωση. Η προσωπική – χειρονακτική εργασία ή η εργασία επιτήρησης του δασικού χώρου, θα μπορούσε να αποτελέσει πεδίο ενός εθελοντισμού, στα πλαίσια ενός γενικότερου σχεδίου προστασίας. Όμως οι ηγετικοί παράγοντες αναλογίσθηκαν αυτές τις λύσεις μόνο σε περιόδους μεγάλων καταστροφών, ενώ στις μετέπειτα περιόδους επέμειναν να «διπλαρώνονται» από πωλητές χαϊ τεκ συστημάτων. Αυτό ερμηνεύει και τη μικρή σημασία που απέδωσαν σε υπαρκτές εθελοντικές προσπάθειες δασοπροστασίας(π.χ. ΕΔΑΣΑ) – αλλά και στη γενικότερη κινητοποίηση και εγρήγορση της κοινωνίας.

Η διαλεκτική της καταστροφής
Στην Ελλάδα η θέσπιση των περιοχών υψηλής επικινδυνότητας συναρτήσει των μετεωρολογικών συνθηκών, αποτέλεσε μια σχετικά πρόσφατη θέσμιση σε σχέση με άλλες χώρες -π.χ. Κύπρος. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η συγκεκριμένη θέσμιση δεν αντιμετωπίστηκε με την απαραίτητη σοβαρότητα, λόγω της γενικότερης αναξιοπιστίας του κρατικού λόγου και δεν αφομοιώθηκε από την ευρύτερη κοινωνία. Έτσι, η δαμόκλεια σπάθη των μεγάλων καταστρεπτικών επεισοδίων της τρέχουσας δεκαετίας, τύπου Αυστραλίας, Καλιφόρνιας, Πορτογαλίας, Ηλείας το 2007 κ.λπ., όπου οι πυρκαγιές ξεπέρασαν την «εναρκτήρια ποιότητα» των χωρικά συγκεκριμένων μετώπων φωτιάς, για να μετατραπούν σε διάσπαρτες και για να επιβάλουν αντιπυρικές παρεμβάσεις, αποκλειστικά και μόνο για τη σωτηρία ζωών και περιουσιών, αυτή η δαμόκλεια σπάθη συνέχισε να επικρέμεται πάνω από την ελληνική κοινωνία.
Τα έντονα καιρικά φαινόμενα του τρέχοντος έτους επανέφεραν στο προσκήνιο τις θεωρήσεις για την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή και το φαινόμενο του Θερμοκηπίου, ενώ από την άλλη πλευρά διέψευσαν κάποιους «σκεπτικιστές», που πριν από λίγους μήνες, πριν και μετά τη συνδιάσκεψη της Κοπεγχάγης, υποστήριζαν το σενάριο της παραπληροφόρησης και παραποίησης των στοιχείων για την εξέλιξη του κλίματος. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις ο «σκεπτικισμός» παρέσυρε ακόμη και παράγοντες του οικολογικού κινήματος σε μια χαοτική συζήτηση, παρά τη κυριαρχούσα πλέον «αρχή της Πρόληψης», η οποία υποδείκνυε την ανάγκη ανάληψης δράσεων για τον περιορισμό των αερίων του θερμοκηπίου επί τη βάσει των σημερινών σοβαρών ενδείξεων, ανεξάρτητα από την όποια θεωρητική συζήτηση και διχογνωμία.

Μείωση παγκόσμιας δασοκάλυψης
Ο πλανήτης δεν βρίσκεται στις καλύτερές του και η πιθανότητα της συρρίκνωσης του παγκοσμίου εισοδήματος, λόγω της ανάληψης κατασταλτικών δράσεων στο μέλλον, είναι πάντοτε παρούσα. Ακριβώς αυτή η πιθανότητα αποτελούσε βασική διαπίστωση της έκθεσης Stern (2006), που έδειχνε τη διασύνδεση οικονομίας και κλιματικής ανατροπής.
Οι πρόσφατες αναφορές μιας ομάδας Αμερικανών πανεπιστημιακών ερευνητών (https://societystats.blogspot.com) για τα φθίνοντα ποσοστά της παγκόσμιας δασοκάλυψης, αποτέλεσαν επίσης μια εστία ανησυχίας, για οικολογούντες και μη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αυτές, το διάστημα από το 2000 έως το 2005 η παγκόσμια δασοκάλυψη μειώθηκε κατά 3,1%, με ιδιαίτερα μεγάλες απώλειες στους βόρειους δρυμούς και στα τροπικά δάση βροχής. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν αδιαμφισβήτητες, δεδομένου ότι συγκρούονται με άλλες απογραφές επιστημονικών ομάδων. Όμως, οι πολιτικές και τα κινήματα που στοχεύουν στην ποιότητα ζωής, είναι πάντα υποχρεωμένα να παίρνουν υπ’ όψιν το χειρότερο σενάριο.

* Ο Γιάννης Σχίζας είναι εκδότης
του περιοδικού Οικολογείν –https://oikonikipragmatikotita.blogspot.com
Σχόλια

Exit mobile version