Αρχική πολιτική Μετανάστευση και έγκλημα: η πραγματική σύνδεση

Μετανάστευση και έγκλημα: η πραγματική σύνδεση

Τα ερωτήματα που οφείλει να αναδεικνύει η ριζοσπαστική εγκληματολογική σκέψη. Του Στράτου Γεωργούλα

Ο νεοναζιστικός λόγος της Χρυσής Αυγής περί αιτιολογικής σύνδεσης μετανάστευσης και εγκληματικότητας, δεν ήταν ποτέ περιθωριακός στην ελληνική κοινωνία. Ήταν μέρος της κυρίαρχης πολιτικής και της μιντιακής της αναπαράστασης, από τη στιγμή που το ταξικό και συντηρητικό ελληνικό κράτος αποφάσισε να το οριοθετήσει ως «κοινωνικό πρόβλημα». Τώρα πια έχουμε ήδη κατανοήσει ότι το αβγό του φιδιού φώλιαζε στις κρατικές και παρακρατικές δομές και ότι το εν δυνάμει σώμα ψηφοφόρων του μορφώματος αυτού, βρίσκεται σε αυτούς που είχαν πιστέψει την τρομολαγνεία των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων και επιζητούσαν την αυστηροποίηση της αντίστοιχης αντεγκληματικής πολιτικής. Είναι εύκολο να αναγνωρίζεις αυτούς τους υποψήφιους ψηφοφόρους των νοσταλγών του Χίτλερ, όταν σε αντίστοιχη κουβέντα χρησιμοποιούν τον όρο «λαθρομετανάστευση». Η αντίθετη πλευρά απαντά με τον όρο «παράτυπη μετανάστευση», αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να αναδειχθεί και να αντιμετωπιστεί μέσα από ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόταγμα, η πραγματική σχέση εγκλήματος και μετανάστευσης.

Η ρίζα του προβλήματος
Ο κριτικός εγκληματολογικός λόγος θα πρέπει να θέτει ερωτήματα ως προς τη ρίζα του προβλήματος και όχι ως προς την επιφανειακή εμπειρική εξήγηση της σύνδεσης εγκληματικής παθογένειας και μετακίνησης πληθυσμών. Η αναζήτηση μίας δομικής πραγματικότητας μας φέρνει μπροστά στο δεδομένο ότι το κράτος με τους φορείς τού επίσημου κοινωνικού ελέγχου ορίζει και αντιμετωπίζει το έγκλημα, νομιμοποιώντας εκ των υστέρων αυτές τις επιλογές του με τη χρήση τόσο του λόγου των ΜΜΕ, όσο και του εξειδικευμένου, κυρίαρχου «επιστημονικού» λόγου.
Ειδικά στο θέμα τής σύνδεσης μετακινούμενων πληθυσμών και εγκληματικότητας, έχει αναπτυχθεί ένα κύμα παρανοήσεων, το οποίο αποτυπώνεται και σε συμβατικές εγκληματολογικές έρευνες, αλλά και αναπαράγεται και συντηρείται σε ευρύτερα κοινωνικά σύνολα μέσω της διαδικασίας του φόβου θυματοποίησης. Ποσοτικές αναφορές περί «συμμοριών» μεταναστών και υπερεκπροσώπησης μεταναστών στην εγκληματικότητα έχουν κριθεί στατιστικώς αναξιόπιστες καθώς, αφενός δεν μπορούν να αποδείξουν άμεση αιτιώδη συσχέτιση, αφετέρου δεν θέτουν υπό διερεύνηση την υπεραστυνόμευση μεταναστευτικών πληθυσμών και τις σε βάρος τους διακρίσεις στη λειτουργία των μηχανισμών απονομής δικαιοσύνης.
Ο κριτικός εγκληματολογικός λόγος δεν στέκεται μόνο κριτικός απέναντι στη συνεχή παραγωγή συμπερασμάτων αντίστοιχων ερευνών. Θέτει και ερωτήματα του τύπου «γιατί το κράτος λειτουργεί επιλεκτικά ως προς τον ορισμό μίας πράξης ως εγκληματικής από ένα σύνολο πράξεων οι οποίες προκαλούν κοινωνικές βλάβες, αρκετές από τις οποίες παράγει το ίδιο και οι φορείς του σε βάρος των μετακινούμενων πληθυσμών;». Ερωτήματα όπως τα ακόλουθα αναδεικνύονται από τη ριζοσπαστική εγκληματολογική σκέψη: Γιατί οι μετανάστες και οι πρόσφυγες υπερεκπροσωπούνται στις επίσημες θυματολογικές στατιστικές; Γιατί εγκλήματα σε βάρος μεταναστών δεν καταγράφονται από τους επίσημους φορείς κοινωνικού ελέγχου και δεν αντιμετωπίζονται όπως αυτά που έχουν θύματα μη-μετανάστες; Γιατί το κράτος δεν αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τα εργατικά ατυχήματα (συχνά θανατηφόρα) με θύματα μετανάστες;
Ειδικά για το ζήτημα των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο, ο κριτικός εγκληματολογικός λόγος έχει αρχίσει να θέτει ερωτήματα, όπως γιατί οι «αναπτυγμένες» χώρες με μικρότερο αριθμό προσφύγων (σε σχέση με τις «αναπτυσσόμενες») διακρίνονται και από τις πιο καταπιεστικές, κατασταλτικές πολιτικές; Γιατί στα σύνορα ασκούνται από τον επίσημο κοινωνικό έλεγχο πολιτικές οι οποίες καταπιέζουν ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς να στηρίζονται σε διεθνείς συμβάσεις και νόμους; Πώς συγκεκριμένες κρατικές πολιτικές στοχοποιούν τους πρόσφυγες ως ευάλωτο πληθυσμό προκαλώντας κοινωνικές βλάβες και αποκαλύπτοντας την αποτυχία των κρατικών συστημάτων πρόνοιας;

Τα 3 επιχειρήματα του συντηρητικού λόγου
Σε κάθε περίπτωση, ο ριζοσπαστικός εγκληματολογικός λόγος στέκεται αντιμέτωπος σε θεωρητικές και ερευνητικές μελέτες που ανάγουν το μεταναστευτικό ζήτημα σε πρόβλημα εγκληματογένεσης και όχι εγκληματοποίησης και σε μελέτες που αποτελούν έναν επιστημονικοφανή λόγο νομιμοποίησης και αναπαραγωγής της πολιτικής του φόβου. (Ο συντηρητικός και εν δυνάμει νεοναζιστικός λόγος αυτός καταγράφεται κυρίως μέσα από τριών ειδών επιχειρήματα: Το πρώτο αφορά την απειλή διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής με την εγγενή, λόγω «χαρακτηριστικών της φυλής» ή αποκτώμενη λόγω ιδιαζόντων κοινωνικών συνθηκών, π.χ. φτώχειας κ.λπ. παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς. Το δεύτερο αφορά την απειλή για την υγεία από την έλευση «μεταναστευτικών πληθυσμών που κουβαλούν ασθένειες» και το τρίτο επιχείρημα αφορά στην απειλή της εθνικής κυριαρχίας λόγω ενδεχόμενης «τρομοκρατικής» απειλής).
Ο κριτικός εγκληματολογικός λόγος οφείλει να εκδηλώνει ενδιαφέρον και να αναδεικνύει το ζήτημα των εγκλημάτων του κράτους με θύματα τους μετακινούμενους πληθυσμούς, τους οποίους, ταυτόχρονα, τυποποιεί ως «εγκληματίες» ορίζοντας την πράξη της εισόδου τους σε μία χώρα ως παράνομη, χωρίς μάλιστα να τους αναγνωρίζει τα οριζόμενα από την ποινική δικονομία δικαιώματα του «εγκληματία». Ειδικά σήμερα στην Ελλάδα με την πολιτική της ανέγερσης ενός Κέντρου Κράτησης σε κάθε πόλη, ενός κρατητηρίου σε κάθε χωριό (αντικαθιστώντας το αντίστοιχο της δημιουργίας ΑΕΙ και ΤΕΙ) και με πρόσφατη την εμπειρία από τη λειτουργία των υπαρχόντων Κέντρων «Υποδοχής», ένας ριζοσπαστικός εγκληματολογικός λόγος θα αναγνωρίζει την πραγματική σύνδεση του εγκλήματος και της μετανάστευσης στα παρακάτω:
• Με ποιο τρόπο η δομή, η λειτουργία και οι συγκεκριμένες πρακτικές που λαμβάνουν χώρα σε κέντρα κράτησης (μεγάλη διάρκεια κράτησης, συνθήκες διαβίωσης, αντιμετώπιση από τους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, μέθοδοι όπως οι σωματικοί έλεγχοι) προκαλούν βλάβες στους έγκλειστους πληθυσμούς, με ειδική αναφορά στους ασυνόδευτους ανήλικους και σε (ενδεχόμενα) ιδιωτικά κέντρα κράτησης.
• Mε ποιο τρόπο μη-κατασταλτικές πολιτικές, ως κομμάτι μιας προνοιακής πολιτικής, προκαλούν προβλήματα αποκλεισμού από υπηρεσίες Υγείας, εκπαίδευσης, εργασίας κ.λπ., αποτρέποντας στην ουσία τις εξαγγελίες περί ένταξης/ενσωμάτωσης και στιγματίζοντας αυτούς τους πληθυσμούς ως περιθωριακούς, καθιστώντας τους συνεπώς, ευάλωτους στη λειτουργία του επίσημου κοινωνικού ελέγχου.
• Mε ποιο τρόπο λειτουργεί η αστυνόμευση στα σύνορα και εάν η συνοριακή αστυνόμευση δεν είναι απλά μία απάντηση στη μη ελεγχόμενη κίνηση μεταναστευτικών ομάδων, αλλά μία διαδικασία σε εξέλιξη η οποία αλλάζει το χαρακτήρα των συνόρων, επαναδιατυπώνοντας το χαρακτήρα των εξουσιαστικών δομών πέρα από κατεστημένες και καταγεγραμμένες σε επίσημα νομικά κείμενα διατυπώσεις της εθνικής κυριαρχίας, των διεθνών σχέσεων και των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε αυτό τον προβληματισμό εντάσσονται και ζητήματα επιτήρησης του σώματος ως μίας ταυτότητας που μπορεί να λειτουργεί ως κλειδί πρόσβασης στην (ή αποκλεισμού από τη) σύγχρονη κοινωνία.

Όλη η χώρα Κέντρο Κράτησης
Απαντώντας στα παραπάνω, ενδεικτικά και μόνο από τη διεθνή και ελληνική εμπειρία, τόσο σε έναν αριστερό επιστημονικό λόγο, όσο και στον καταγγελτικό κινηματικό λόγο, τέτοια εγκλήματα (που ανήκουν συχνά στο σκοτεινό αριθμό της εγκληματικότητας ή όταν αποκαλύπτονται μένουν ουσιαστικά ατιμώρητα) είναι οι αστυνομικές επιχειρήσεις-σκούπα, οι άθλιες συνθήκες κράτησης, ο υπερβολικός συνωστισμός, η παντελής έλλειψη δυνατότητας προαυλισμού, οι άθλιες συνθήκες υγιεινής, οι παρατεταμένες περίοδοι κράτησης ακόμα και οικογενειών και ασυνόδευτων παιδιών, η ελλιπής ενημέρωση των δικαιωμάτων, η ουσιαστικά ανύπαρκτη επικοινωνία των εγκλείστων με πρόσωπα της επιλογής τους, η αδυναμία προστασίας της υγείας τους, αλλά ακόμα χειρότερα, οι περιπτώσεις αστυνομικής βίας (λεκτικής και φυσικής) και οι πράξεις που προκαλούν σωματικές βλάβες και ενδεχόμενες ανθρωποκτονίες στα θαλάσσια σύνορα.
Αυτή η σύνδεση εγκλήματος και μετανάστευσης θα λάβει τεράστιες διαστάσεις όσο η επίσημη πολιτεία, τηρώντας τη «νομιμότητα» της σύμβασης του Δουβλίνο ΙΙ και των υποχρεώσεών μας ως επιτιθέμενη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, και απαντώντας στη δήθεν «λαϊκή», αλλά ουσιαστικά μιντιακά επιβαλλόμενη και νεοναζιστικής προέλευσης, απαίτηση (να) κάνει όλη τη χώρα ένα μεγάλο Κέντρο Κράτησης. Μπορεί να προκαλούμε κοινωνική βλάβη σε εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, αλλά τουλάχιστον δεν θα υπάρχουν μαϊμούδες CD στην αγορά!…

* Ο Στράτος Γεωργούλας είναι επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου

 

Σχόλια

Exit mobile version