Αρχική πολιτισμός Επανεκτιμώντας τον Λάκη Παπαστάθη

Επανεκτιμώντας τον Λάκη Παπαστάθη

Για το βιβλίο Ο νεοελληνικός διχασμός και το μυστήριο της τέχνης

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Στο μικρό, ευανάγνωστο βιβλίο Ο νεοελληνικός διχασμός και το μυστήριο της τέχνης (Eκδ. Πατάκη, 2014), ο μυθιστοριογράφος/δοκιμιογράφος Γιάννης Κιουρτσάκης αναλύει, ως κινηματογραφικά δοκίμια, δύο σπάνιες και πολύ σημαντικές στην εποχή τους ταινίες του φίλου του και σημαντικού σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη Τον καιρό των Ελλήνων (1981) και Θεόφιλος (1987).

Ο Λάκης Παπαστάθης ανήκει στη γενιά που έφερε μέσα από το σινεμά, στα χρόνια της μεταπολίτευσης, ζητήματα που άπτονται της νεοελληνικής ταυτότητας. Οι νεότεροι τον γνώρισαν με την πρόσφατη δραματική ταινία του Ταξίδι στη Μυτιλήνη (2010) ενώ οι παλιότεροι τον θυμούνται και ως έναν από τους βασικούς συντελεστές της μακρόχρονης, εξαιρετικής τηλεοπτικής εκπομπής της αλλοτινής ΕΡΤ Παρασκήνιο.

Στον Καιρό των Ελλήνων, ένας αρχιληστής του 19ου αιώνα, που τον ερμηνεύει ο εμβληματικός σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός, απαγάγει με τη συμμορία του έναν αστό, για λύτρα. Τα πλάνα από την ταινία Μαρία Πενταγιώτισσα (1928), του πρωτοπόρου κινηματογραφιστή Αχιλλέα Μαδρά, που έχουν συμπεριληφθεί στην εισαγωγή, υπήρξαν η αφορμή της αρχικής έμπνευσης. Σύμφωνα με τον Κιουρτσάκη ο διχασμός αποκαλύπτεται ως υπαρξιακό χάσμα που διασχίζει εξίσου την ψυχή του αστού και την ψυχή του αρχιληστή, αφού αυτοί οι δύο είναι οι δύο όψεις του ίδιου κόσμου. Αναλύοντας την αστική τάξη της εποχής, ο συγγραφέας αναφέρει ότι επιχειρούσε να θεμελιώσει τη νέα εθνική ταυτότητα των Ελλήνων πάνω στην ιδέα της συνέχειας του έθνους και σε μια νέα πρωτόγνωρη σύνθεση της αρχαίας κληρονομιάς και της δυτικής παιδείας με μια λαϊκή παράδοση, «καθαρισμένη» από τους «βαρβαρισμούς» της.

Στη φημισμένη ταινία Θεόφιλος, με τον Δημήτρη Καταλειφό, ο λαϊκός αυτοδίδακτος ζωγράφος, εξόριστος στην ελληνική κοινωνία του καιρού του, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, περιπλανιέται μόνος και ζωγραφίζει για ένα κομμάτι ψωμί… κουβαλώντας μέσα του τη βυζαντινή, ανατολίτικη και λαϊκή εικαστική παράδοση του νεότερου Ελληνισμού. Σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα, ο Παπαστάθης μυθοποιεί τον ήρωά του, επειδή φιλοτεχνεί όχι τη μυθιστορηματική βιογραφία του, αλλά το μύθο του. Με ευφάνταστες και πετυχημένες προσεγγίσεις, ο Κιουρτσάκης παρομοιάζει έναν πατριωτικό μύθο, που έχει αρχίσει να ξεφτίζει στη συλλογική συνείδηση, με τον δονκιχωτικό μύθο της μεσαιωνικής ιπποσύνης… και τον Θεόφιλο με τον Δον Κιχώτη που φορώντας τη φουστανέλα του, κινάει για ένα ταξίδι δίχως τέλος στη φανταστική επικράτεια των πατριωτικών του οραμάτων. Η ταινία δεν εστιάζει στην εικαστική ανάλυση, αλλά στο βαρυσήμαντο γεγονός ότι αυτός ο αυτοδίδακτος «λαϊκός» καλλιτέχνης γίνεται ένας πρωτότυπος δημιουργός με εντελώς αναγνωρίσιμη «υπογραφή», όπως ο αγράμματος άνθρωπος της προφορικής παράδοσης Μακρυγιάννης γίνεται, με τον πιο οξύμωρο τρόπο, ένας πρωτότυπος και αναγνωρίσιμος συγγραφέας.

Η κινηματογραφική ματιά του Κιουρτσάκη συμπληρώνει τα φιλοσοφημένα κείμενά του, δύο και πλέον δεκαετίες μετά από την κυκλοφορία των ταινιών. Πίσω από τα πλάνα του «γηγενή», όπως τον χαρακτηρίζει, Παπαστάθη βρίσκει κανείς τις λιθογραφίες του Χρηστίδη, τις βυζαντινές και λαϊκές εικόνες ενός Παναγιώτη Ζωγράφου, ενός Παγώνη, ενός Θεόφιλου. Η κινηματογραφική αισθητική του Παπαστάθη αποτελεί μια δραματική κορύφωση που αναδύεται αργά από μια φαινομενικά στατική αφήγηση, παράλληλα με έναν ριψοκίνδυνο μετεωρισμό ανάμεσα στην αναπαράσταση και στην αφαίρεση, στην αγάπη για τη λαϊκή παράδοση και στην απόσταση από εκείνην.

Οι συγκεκριμένες ταινίες, τοποθετημένες στα τέλη του 19ου αιώνα, τότε αργοσβήνει ο κόσμος της προφορικής παράδοσης, μέσα στην αστικοποιούμενη Ελλάδα συναποτελούν για τον Κιουρτσάκη ένα «συνεκτικό δίπτυχο» γύρω από τα ζητήματα της νεοελληνικής ταυτότητας και του νεοελληνικού διχασμού, ενώ αντιμάχονται συνειδητά τον νατουραλισμό του χολιγουντιανού μοντέλου. Η ταινία Θεόφιλος αποτελεί ένα κινηματογραφικό ποιητικό δοκίμιο για την ιδιόρρυθμη μοίρα της τέχνης στη νεοελληνική ζωή, ενώ ο Καιρός των Ελλήνων αποτελεί δοκίμιο για τον πολιτισμικό διχασμό που διασχίζει τον καθένα από εμάς, τους Νεοέλληνες.

Αυτά τα θέματα μονοπωλούσαν κάποτε τις συζητήσεις στα πηγαδάκια λογοτεχνικών και ιστορικών κύκλων, ενώ κατά τη δεκαετία του ’90, έχουν καταγραφεί αρκετά μακρόσυρτα και εξειδικευμένα άρθρα σε περιοδικά της Αριστεράς, όπως ο Πολίτης, πριν το πρωτόγνωρο για τότε ρεύμα της νέο-ορθοδοξίας. Στον «εξασθενημένο» απόηχο αυτών των προβληματισμών, ο Κιουρτσάκης επαναπροσδιορίζει όρους όπως «νεοελληνική ταυτότητα», «πολιτισμικό ρήγμα», «αρμονική σύνθεση λαϊκού και λόγιου πολιτισμού», εισάγοντας προς συζήτηση σε ένα νεότερο κοινό, την «ελληνικότητα ως ιδεολόγημα», αλλά και συνεπάγωγα ζητήματα που θεωρούνται πλέον αν όχι παρωχημένα, σίγουρα αρκετά μακρινά, αφού η νέα γενιά σκηνοθετών -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- δεν κινηματογραφεί ταινίες εποχής και όχι μόνο εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων.

Η επιμελημένη αυτή έκδοση περιέχει και έναν θησαυρό: Τις δύο αυτές ταινίες του Λάκη Παπαστάθη, σε DVD, ώστε η νέα γενιά να γνωρίσει ζητήματα που αφορούν τις δικές μας παραδόσεις, να τοποθετηθεί και ίσως εμπνευστεί εκ νέου, με βάση τα νέα δεδομένα.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου.

Σχόλια

Exit mobile version