Αρχική πολιτισμός Μάκης Μαλαφέκας: «Ενα κρεσέντο του Τσάρλς Μίνγκους ισοδυναμεί με έναν καλπασμό...

Μάκης Μαλαφέκας: «Ενα κρεσέντο του Τσάρλς Μίνγκους ισοδυναμεί με έναν καλπασμό του Δον Κιχώτη…»

Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή. Λήμματα από την εποχή της κρίσης: Ένα -εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως- ασυνήθιστο βιβλίο με την υπογραφή του Μάκη Μαλαφέκα κυκλοφόρησε το καλοκαίρι από τις εκδόσεις Futura.

Στις σελίδες του συναντά κανείς σκέψεις και σημειώσεις γραμμένες είτε με μορφή σύντομων αφορισμών, είτε εκτεταμένων διηγημάτων. Παρ’ ότι φαινομενικά σκόρπιες, οι σημειώσεις αυτές συνδέονται μ’ ένα αθέατο νήμα το οποίο αποκαλύπτει τις προθέσεις αλλά και τις αναφορές του συγγραφέα τους: Αναφορές που κατά τα λεγόμενά του, στη συνέχεια, ισοδυναμούν ή καταλήγουν σε μια και μόνη επίκληση: Να αντιληφθούμε, ότι «ένα κρεσέντο του Τσαρλς Μίνγκους ισοδυναμεί με έναν καλπασμό του Δον Κιχώτη ενάντια στους ανεμόμυλους κι ότι η φυγή του Ρεμπό στο Χαράρ δεν είναι άλλο από την επιχείρηση του Γκεβάρα στη βολιβιανή ζούγκλα…».
Η ιδέα της συλλογής των κειμένων σε ένα λογοτεχνικό λεξικό δεν είναι πρωτότυπη, τουλάχιστον για τη Γαλλία, τη χώρα όπου τα τελευταία 15 χρόνια ζει και δουλεύει ο Μ. Μαλαφέκας. Πρωτότυπος όμως είναι σίγουρα ο τρόπος γραφής, ο συνδυασμός λίβελου, προσωπικών βιωμάτων και διηγήματος εντός της ίδιας «σκηνογραφίας». Πρόκειται για ιδιαίτερη προσέγγιση που περιγράφει την εποχή μας με ροή αλφαβητική, εν τέλει όμως απολύτως νοηματική. Ας διαβάσουμε στη συνέχεια τι μας είπε ο ίδιος, στη «συνομιλία» που έγινε μεν εύκολα λόγω των νέων τεχνολογιών χωρίς ωστόσο της αμεσότητα της προσωπικής επαφής που ενδεχομένως θα πλούτιζε κάποια πολύ ενδιαφέροντα σημεία της.
Ο Μ. Μαλαφέκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977, μεγάλωσε στο κέντρο της πόλης, μεταξύ Νεάπολης και Εξαρχείων, ενώ το ’97 πήγε στο Παρίσι (όπου και εξακολουθεί να ζει) για να ολοκληρώσει τις σπουδές Ιστορίας της Τέχνης. Μετά το πτυχίο σπούδασε Αρχαιολογία και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακό στην Ανθρωπολογία.
Από το 2003 αρθρογραφεί σταθερά στην Ελευθεροτυπία με θέμα τα κόμικς, και σποραδικά σε άλλα έντυπα για διάφορα θέματα.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά διαβάζοντας τον τίτλο του βιβλίου θα προτιμούσα τη λέξη λήμματα γραμμένη με ύψιλον, ίσως διότι τα περισσότερα λήμματα που χαρακτηρίζουν την εποχή της κρίσης έχουν μάλλον αρνητικό πρόσημο ή μήπως όχι, κ. Μαλαφέκα;
Κατά τις κρίσεις παράγονται ακριβώς τόσα λύματα όσα και στις λεγόμενες περιόδους ακμής, ανάπτυξης, ευημερίας κ.λπ.
Η βασική διαφορά είναι ότι στις περιόδους κρίσης αυτά φαίνονται. Βγάζουν μάτι, και μύτη επίσης. Χρέος ενός λογοτέχνη είναι να βουτήξει μέσα στην καρδιά της εποχής του, δηλαδή στα λύματά της, τον βούρκο, να πάρει όλα τα ρίσκα της κατανόησής του.
Τα «λήμματα» όμως δεν είναι το βασικό ζήτημα του βιβλίου (είναι μόνο μια αναφορά στη μορφή του, που είναι αυτή ενός λεξικού). Και, φυσικά, ούτε και είναι ένα βιβλίο πάνω στην «κρίση», αλλά την εποχή της. Δηλαδή την πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή παρουσιάζεται.
Αφιερώνετε το βιβλίο σας σε όσους σκέφτονται φωναχτά. Υπονοείτε ότι γράφτηκε με έναν ανάλογο τρόπο; Ποια η ποιοτική διαφορά ενός που σκέφτεται φωναχτά κι ενός που στοχάζεται αθόρυβα;
Η αδιακρισία! Καταλαβαίνετε, δεν έχουμε την πολυτέλεια να είμαστε διακριτικοί. Όχι εξαιτίας κάποιας στράτευσης ή ενός επείγοντος χαρακτήρα λόγω της κρίσης, μα για λόγους συνολικού υπερβατικού καθήκοντος. Όταν κάποιος παίρνει τον λόγο, προφορικά ή γραπτά, τότε οφείλει να εκφράζεται ακριβώς όπως σκέφτεται (πρέπει βέβαια πρώτα να καταλάβει πώς σκέφτεται). Κι ας μην ανησυχεί: Η γελοιοποίηση που παραμονεύει παντού ταυτόχρονα τον εξυψώνει, και η γροθιά που δέχεται στο στόμα για να πάψει αναγκάζοντάς τον να ματώσει και να καταπιεί το αίμα του, τού χαρίζει ταυτόχρονα τη γεύση της ελευθερίας.

Ξεφυλλίζοντας κάποιος το βιβλίο, συνθέτει σχεδόν το πορτρέτο του συγγραφέα: τα διαβάσματα, οι καταβολές, οι επιρροές, οι συγγένειες, οι ιδέες, η συγκρότησή του εν τέλει όλα κυκλοφορούν με λανθάνουσα μορφή στις σελίδες του. Ποια όμως είναι η χρησιμότητα μιας τέτοιας διαπίστωσης, για τον ίδιο το συγγραφέα αλλά και το κοινό;
Το ποιος είναι ο καθένας δεν φαίνεται φυσικά στις αναφορές του ή στις όποιες «συγγένειες» φαντάζεται ότι έχει. Ζούμε, εξάλλου, στην εποχή των καταιγιστικών αναφορών και του ανελέητου «name-dropping» (επιδεικτική ρίψη κύριων ονομάτων). Όταν οι αναφορές καταλήγουν να προσδιορίζουν το έργο κάποιου και να συνθέτουν το ίδιο του το πορτραίτο όπως λέτε, τότε καταλήγει κι αυτός σαν τον Ντόριαν Γκρέι: ένα απόκοσμο υποκατάστατο του ιδεατού του έργου. Είδατε;.. Ακόμη μία αναφορά…
Εγώ διαισθάνομαι τις αναφορές μου ως μία και μόνη επίκληση. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ένα κρεσέντο του Τσαρλς Μίνγκους ισοδυναμεί με έναν καλπασμό του Δον Κιχώτη ενάντια στους ανεμόμυλους, κι ότι η φυγή του Ρεμπό στο Χαράρ δεν είναι άλλο από την επιχείρηση του Γκεβάρα στη βολιβιανή ζούγκλα.

Είναι μήπως ένα προστάδιο γραφής που προοιωνίζεται ότι θα επανέλθετε δριμύτερος;
Βεβαίως. Μάλιστα, δεν είναι προστάδιο μα ήδη ένα στάδιο. Ένα στάδιο δρόμος, τετρακόσια ολόκληρα μέτρα λογοτεχνικού σπριντ. Αν θέλετε, η δήλωση προθέσεων για τη συνέχεια εμπεριέχεται με σαφήνεια στο κείμενο «Σημειώσεις για ένα σύγχρονο μυθιστόρημα», στο τρίτο λήμμα της Λογοτεχνίας.
Όμως, ούτως ή άλλως, κάθε κείμενο πρέπει να γράφεται σαν να είναι το τελευταίο. Χωρίς δηλαδή την αγχώδη (αλλά και απόλυτα κομφορμιστική) μικροϊκανοποίηση ενός «συνολικού έργου».

Αν σας ζητούσα να κατηγοριοποιήσετε το βιβλίο, σε ποιο είδος γραφής θα το εντάσσατε;
Της λογοτεχνικής. Αυτής που προσδιορίζεται όχι τόσο από το τι λέει, όσο από το πώς το λέει. Υπάρχει, νομίζω, μόνο αυτή η γραφή. Ή η αναίρεσή της.

 

Σχόλια

Exit mobile version