Αρχική στήλες εναλλάξ: Στοιχεία για την αγορά βυθού

εναλλάξ: Στοιχεία για την αγορά βυθού

Μπαγκάζια σωριασμένα στο σαλόνι. Βαλίτσες ανοιγμένες –σωθικά καλοκαιριού παραδομένα στην αποσύνθεση. «Γυρίσατε; Καλά να πάθετε!» Πλυμένα, άπλυτα. Φορεμένα, αφόρετα. Κόκκοι άμμου. Χαλίκια κρυμμένα στις πτυχές. Αποδείξεις πληρωμής, σπασμένα κοχύλια τρυπωμένα σε τσέπες προσπαθούν ν’ αποφύγουν την κατάληξη στο σκουπιδοφάγο του φθινοπώρου. Δεν έχουν φωνή να υπερασπίσουν το δικαίωμα τους σε ένα λεύκωμα αναμνήσεων, μια έκθεση ιδεών: «Πώς επέρασα το καλοκαίρι». Χάλια. Αναρωτώμενος αν υπάρχει τρόπος ν’ αποφύγω το φθινόπωρο. Πες αλεύρι… Μνημόνιο 2 σε γυρεύει.

Αρνούμαι. Θα κάνω μια τελευταία βουτιά. Πολλές τελευταίες βουτιές, μπας και ξεγελάσω τις εποχές. Στο βυθό, στο βυθό, πριν ξαναγυρίσω στον πάτο. Από την αγορά του χρέους, προτιμώ την αγορά του βυθού –θεωρητικά αλώβητη από τον ιό της λεηλασίας.  Μάσκα, αναπνευστήρας, πάμε! Μια ακόμη ματιά στην ακτή, κατειλημμένη από το κόμμα της ομπρέλας και της ξαπλώστρας –το πιο δραστήριο κόμμα του θέρους. Σώματα παραταγμένα στις εναλλαγές σκιάς και ήλιου, μυρωδιές αντηλιακού, τα «μπιτ» των ηχείων –ακατάπαυστη υπόκρουση της ιδιωτικοποιημένης θερινής ανεμελιάς. Δημόσιος χώρος απαλλοτριωμένος από την ολετήρα της «ανάπτυξης». Ο χειμώνας θ’ αποκαταστήσει την εξουσία του, το χειμέριο κύμα θα πάρει την εκδίκησή του. Τουλάχιστον μέχρι τον επόμενο Μάη, όταν τα πρώτα κοντάρια τρυπήσουν ξανά το σώμα της άμμου.

Βουτιά. Το γυαλί της μάσκας, οθόνη του υποβρύχιου κόσμου. Χρώματα. Λουρίδες γαλάζιου, πράσινου, σμαραγδιού, βαθύτερου πράσινου. Ακούω την ανάσα μου ενισχυμένη, το «μπιτ» της οργανωμένης πλαζ ανίσχυρο και μακρινό. Παρατήρηση βυθού. Φύκια, ευθυτενή σαν λόγχες. Λιβάδια από φύκια, χορεύουν στο ρυθμό υποβρύχιων ανέμων. Ένα κοπάδι μαρίδες. Τρεις – τέσσερες μουρμούρες. Δύο σπαράκια, τρεις γύλλοι, δεκάδες μικροσκοπικά μαυρόψαρα. Μια διάφανη τσούχτρα με καλές προθέσεις. Ένα μπουκάλι μπίρα Heineken. Ένα κυλινδρικό κουτάκι πατατάκια Pringles –τσαλακωμένο. Αλουμινένια κουτάκια αναψυκτικού, άλλα με τις ετικέτες τους κι άλλα γυμνά, όπως τα γέννησε η μάνα τους, η ανακύκλωση. Ένα πλαστικό ποτήρι –για φραπέ γίγας, 4,5 ευρώ. Και για κοκτέιλ παραλίας. Κορμός καμένου δένδρου –δεν επιπλέει το ξύλο; Όχι, όταν έχει «πιει» πολύ θαλασσινό νερό. Ο σκελετός μιας μεταλλικής ξαπλώστρας. Ένα μαγιό. Ένα μπουκάλι νερού. Κι άλλο. Το κουφάρι μιας γοργόνας σε αποσύνθεση –τελικά, δεν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Ο Ντερούς, ο Μαζούχ και ο Τόμσεν, με στολές σφουγγαράδων παίρνουν μέτρα στο βυθό –υποθηκευμένος στο μνημόνιο κι αυτός. Οικόπεδα υποθαλάσσια, εφαπτόμενα της χρεοκοπίας. Φως, νερό, τηλέφωνο, wi fi. Κι ένα ναυάγιο, πιο βαθιά –άδεια σεντούκια στ’ αμπάρια του, λίγα ευρώ, χορταριασμένα ή σκουριασμένα στον πάτο τους. Το ναυάγιο μιας χώρας που πενήντα χρόνια τώρα αποπλέει για Εσπερία πάνω στο νεόπλουτο σκαρί της, κι όλο σε ευρωατλαντικές ξέρες και δίνες πέφτει. Και δεν έχει καν ξεμυτίσει απ’ το Αιγαίο.
Άνάδυση. Αναπνοή. Ακτή το σαλόνι- τα μπαγκάζια περιμένουν τον χειμερινό προορισμό τους. Κι εγώ περιμένω το χειμέριο κύμα. Άγριο, σαρωτικό, λυτρωτικό, να αποδώσει στον βυθό τη φυσική του όψη. Του χρόνου δεν θέλω να ξαναγράφω επικολυρικούς θρήνους του θέρους.

 

ΚΙΜΠΙ
kibi2g@yahoo.gr

 

Σχόλια

Exit mobile version