Του Μιχάλη Λυμπεράτου.

Το ΕΑΜ όπως διαμορφώθηκε ως μέτωπο επί Κατοχής ήταν ένας σχηματισμός που εξυπηρετούσε πρωτίστως την ανάγκη να διαμορφωθεί μια ευρύτατη συμμαχία κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, στις ειδικές συνθήκες της εποχής, προκειμένου, μέσω της μαζικότητάς της, να υποστηρίξει και να διευρύνει τον αντιστασιακό αγώνα που απαιτούσε μια συνολική κίνηση μαζών. Δεδομένου ότι αυτό έπρεπε να συντελεστεί άμεσα, χωρίς την πολυτέλεια αναμονής «ευνοϊκότερων συνθηκών», ένας παράγοντας που αποδείχθηκε καθοριστικός στην ανάπτυξη του εαμικού φαινομένου, επηρέασε εξίσου καθοριστικά και τη διατύπωση του πολιτικού του προγράμματος, το οποίο αρκέστηκε, πέραν του εθνικοαπελευθερωτικού στόχου, στο στοιχειώδες αίτημα της διαμόρφωσης μιας κυβέρνησης του ΕΑΜ κατά την απελευθέρωση που θα εγγυούνταν το κυριαρχικό δικαίωμα του λαού να αποφανθεί μέσω εκλογών για συντακτική Εθνοσυνέλευση για τον τρόπο διακυβέρνησής του.  Επί τη βάσει της πρόθεσης να μην συσταλεί το εύρος της συμμαχίας μέσω της εμφανούς διευκρίνισης των μακροπρόθεσμων στρατηγικών πολιτικών του στόχων, το ΕΑΜ απέκτησε ένα αόριστο πολιτικό πλαίσιο αναφοράς με χαλαρές, σχετικά, δομές οργάνωσης και αντίστοιχα ευέλικτο πρόγραμμα πολιτικών συμμαχιών.
Βεβαίως, πέραν των εκπεφρασμένων του θέσεων, το είδος του αγώνα που διεξήγαγε, το εθνικο-απελευθερωτικό του περιεχόμενο, ο συνδυασμός μαζικής αλλά και ένοπλης πάλης και η κοινωνική συμμαχία που συγκρότησε αναδιαμόρφωναν συνεχώς το πλαίσιο της πολιτικής του ιδιοσυστασίας, κατά τρόπο που έθετε επί τάπητος μια διαδικασία προϊούσας εργατικής ηγεμονίας στις πολιτικές συνθήκες που de facto συγκροτούσε. Ιδίως από τη στιγμή που ενεπλάκη στη δημιουργία δομών λαϊκής εξουσίας στο βουνό και επεκτάθηκε η στρατιωτική δράση του ΕΛΑΣ γεννούσε ταυτόχρονα και τους όρους μιας πολιτικής τομής που προσιδίαζε σε διαδικασίες επαναστατικής υφής. Είναι ακριβώς αυτό που συνειδητοποίησαν σταδιακά οι Βρετανοί, όταν από τις αρχικές απορίες σε σχέση με την πολιτική ιδιοσυστασία του ΕΑΜ, το ανήγαγαν σε κατεξοχήν αντίπαλο των γεωπολιτικών συμφερόντων του  παγκόσμιου ιμπεριαλισμού στην περιοχή ακόμα και σε σχέση με τους παρτιζάνους του Τίτο.    

Η κατοχική δυναμική του ΕΑΜ
Γιατί το ΕΑΜ αντιστοιχούσε σε ευρύτερες διεργασίες που συντελέστηκαν στην Κατοχή, με πρωταρχικό κοινωνικό έδαφος την εργατική τάξη, της οποίας οι αγώνες της εναντίον της πολεμικής οικονομίας των Γερμανών εξώθησαν ευρύτερες δυνάμεις να αντιδράσουν στην επιστρατευμένη και υπερ-εντατικοποιημένη εργασία, να παρεμποδίσουν την απόσπαση της υπεραξίας με τη μορφή των επιτάξεων, να συνδεθούν με την Αριστερά και τη ιδεολογία της αλλά και να βιώσουν εμπειρίες ένοπλης δράσης στα βουνά, και μάλιστα με κύριο κοινωνικό της υποκείμενο το θεωρούμενο μέχρι τότε ως συντηρητικότερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, τα αγροτικά στρώματα. Οι μορφές δράσης του ΕΑΜ, από τις παθητικές μέχρι την  ένοπλη αντίσταση αντικαθρέπτιζαν όχι μόνο τις κοινωνικές συμμαχίες που διαμόρφωσε αλλά και επέτειναν την αποδιάρθρωση της αστικής ηγεμονίας.  Από την άποψη αυτή το ΕΑΜ ανέπτυσσε ταχύτατα μια δυναμική που υπερέβαινε συνεχώς τα όρια των δεδηλωμένων στόχων του, εξασφαλίζοντας μια ανιούσα πολιτικοποίηση στα μέλη του, η οποία θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκδηλωθεί ακόμα και με την πιο προωθημένη εκδοχή της.
Πράγματι, ιδίως από μια φάση του και μετά το ΕΑΜ αφέθηκε στη δίνη της δικής του δυναμικής, που διαμορφωνόταν από τις ίδιες τις επιτυχίες του στον αντικατοχικό αγώνα, η εξέλιξη του οποίου αναδημιουργούσε την ίδια τη φυσιογνωμία του ΕΑΜ και επανατοποθετούσε σε νέες βάσεις τους στόχους του. Το ίδιο δεν χρειάστηκε καν να διεκδικήσει συγκροτημένα πολιτικά προγράμματα –ακόμα και αυτό της «Λαϊκής Δημοκρατίας» που διατύπωσε το ΚΚΕ το Ιανουάριο του 1943, όπως το εκμυστηρεύτηκε και ο ίδιος ο Γ. Σιάντος, ήταν τόσο αόριστο ώστε απλά εξυπηρετούσε την ανάγκη να δικαιολογεί ότι η αντίσταση ήταν πράγματι ένα πολιτικό φαινόμενο–, ούτε  επιχειρήθηκε στο εσωτερικό του κάποια λειτουργία πολιτικής ηγεμονίας με οργανωμένο τρόπο. Αντίθετα, σε πείσμα ακόμα και των συνωμοτικών απαιτήσεων της αντιστασιακής δράσης, διαμόρφωσε, στις μη ένοπλες οργανώσεις του, ένα χαλαρό οργανότυπο, χωρίς αυστηρές δομές αλλά με μια σχετική αυτονομία της κάθε εαμικής οργάνωσης, με πρόταξη των διαδικασιών βάσης έναντι των δομών καθετοποίησης της πολιτικής πληροφορίας, και με εντελώς αόριστες προϋποθέσεις προσχωρήσεων.

Αλλαγή εποχής, αλλαγή πολιτικής
Όμως το τέλος της Κατοχής άλλαξε όλα τα δεδομένα και έθεσε ως πρώτιστη ανάγκη τη διευκρίνιση του περιεχομένου της πολιτικής του ΕΑΜ. Η κατάληξη των Δεκεμβριανών, η προσπάθεια των Βρετανών να εξωθήσουν πολιτικές δυνάμεις εκτός ΕΑΜ, όπως μεθοδεύτηκε και τελικά πραγματοποιήθηκε με την αποχώρηση του ΣΚΕ-ΕΛΔ, τον Απρίλιο του 1945, ένα κλίμα ηττοπάθειας, λόγω των εξελίξεων κατά την απελευθέρωση, αλλά κυρίως η αποστράτευση του ΕΛΑΣ και οι εσωτερικές αντιδράσεις εξαιτίας της Συμφωνίας της Βάρκιζας προκάλεσαν μια πλήρη τροποποίηση των όρων της πολιτικής λειτουργίας της εαμικής συμμαχίας. Οι σπασμωδικοί τρόποι που επιχείρησε η ηγεσία του ΕΑΜ να κρατήσει σε συνοχή τη συμμαχία επιδείνωσαν την κατάσταση, όπως απτά εκδηλώθηκε με την περιπέτεια καθορισμού της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ στη Βάρκιζα, όταν ο Τσιριμώκος της ΕΛΔ συνεργαζόταν με τους Βρετανούς διαπραγματευτές και εξωθούσε το Σιάντο σε υποχωρήσεις.
Παράλληλα, η επαμφοτερίζουσα στάση του ΕΑΜ και της ηγεσίας του ΚΚΕ στα Δεκεμβριανά, οι κατηγορίες ότι παραδόθηκε στους ακραίους του ΚΚΕ που επιχείρησαν  να μονοπωλήσουν την αριστερή πολιτική συνδυάστηκε με τις προθέσεις εκείνων που ονειρεύονταν τη δημιουργία ενός σοσιαλιστικού πόλου στην Ελλάδα (Σβώλος, Στρατής, Τσιριμώκος, Ασκούτσης κ.λπ). Κυρίως, όμως, το ΕΑΜ της εποχής βρέθηκε στο κέντρο ενός βαθύτερου πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού, γεγονός που, εκ παραλλήλου, με τη συνολική αναδιάταξη των πολιτικών σχέσεων της εποχής, του επέβαλε αναγκαίες αναπροσαρμογές πολιτικών κατευθύνσεων.
Πράγματι, οι νέες συνθήκες ανεδείκνυαν ξεκάθαρα τις αποκλίσεις των επιδιώξεων των κοινωνικών δυνάμεων που συγκρότησαν την εαμική συμμαχία. Μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα που χρειάζονταν το κράτος για να ανακτήσουν την κοινωνική τους θέση, σε συνθήκες όπου ακόμα και η διεθνής βοήθεια δινόταν με τη διαμεσολάβηση Βρετανών και υπαλλήλων του κρατικού μηχανισμού που στήθηκε μετά τη Βάρκιζα, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να αρχίσουν να διαρρέουν από το ΕΑΜ. Κατά τον ίδιο τρόπο προσδιόριζαν και τη συμπεριφορά δυνάμεων, όπως το ΣΚΕ-ΕΛΔ που διεκδικούσαν θέση στο αστικό πολιτικό σκηνικό, κίνηση που παρεμπόδιζε η ημι-παρανομία στην οποία περιήλθε το ΕΑΜ μετά τα Δεκεμβριανά.
Από την άλλη πλευρά, η ανασύνταξη των αστικών πολιτικών δυνάμεων, η επικυριαρχία των Βρετανών στην ελληνική πολιτική σκηνή,  η εν γένει τροποποίηση των όρων πολιτικής δράσης σε ειρηνικές συνθήκες, η δράση του παρακράτους και ο μετασχηματισμός του κρατικού μηχανισμού απαίτησαν προσαρμογές στους όρους πολιτικής παρέμβασης της Αριστεράς. Τμήμα αυτών των μεταβολών ήταν και το γεγονός ότι ένας από τους βασικούς ενοποιητικούς μηχανισμούς του ΕΑΜ, ο πατριωτισμός, άρχισε να υποχωρεί προς όφελος της αποκατάστασης, με τη συνδρομή των κρατικών μηχανισμών ιδεολογικής χειραγώγησης, του παραδοσιακού εθνικισμού που σχετιζόταν με τον ακραίο αντικομμουνισμό και τις ιστορικές σχέσεις διεθνούς πατρωνίας. Μάταια το ίδιο το ΚΚΕ επιχείρησε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα: συνδράμοντας, για παράδειγμα, στο αίτημα ενσωμάτωσης της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα υπονόμευσε τον εαυτό του και τη διεθνή του εικόνα.      

Το ΕΑΜ ως πολιτική συμμαχία
Δυνάμει των νέων απαιτήσεων, το ΕΑΜ αποφάσισε να εξελιχθεί σε πολιτική συμμαχία με τις δυνάμεις εκείνες που επέμειναν στην επαφή τους με τους κομμουνιστές. Ήταν το Αγροτικό Κόμμα του Κ. Γαβριηλίδη, το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα με επικεφαλής το Μ. Κύρκο και Αλ. Λούλη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας των Γ. Οικονόμου και Ι. Πασαλίδη, το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος του Γ. Γεωργαλά, και η Δημοκρατική Ένωση του Σ. Κρητικά.  Το κόμμα των Αριστερών Φιλελευθέρων των Γρηγοριάδη και Χατζημπέη αποστασιοποιήθηκε, διατηρώντας, όμως κάποιους διαύλους επικοινωνίας. Ο συνασπισμός εμπλουτίστηκε αργότερα με την Ένωση Δημοκρατικών Συλλόγων που προέκυψαν στις αρχές του 1946, ως υποκατάστατα της εαμικής συμμαχίας με το παλιό της εύρος.
Η λογική που δικαιολόγησε το εγχείρημα ήταν ότι απαιτούνταν πλέον σαφέστερες πολιτικές, ευελιξία έναντι της πολιτικής συγκυρίας και οργανωτική μορφοποίηση που να απαιτεί νέους όρους για την ενσωμάτωση δυνάμεων και πολιτικών συμμάχων. Αυτό στη βάση του νέου κεντρικού στόχου που ήταν η επίτευξη της «δημοκρατίας», ενός πολιτικού πλαισίου που θα εξασφάλιζε την οργανική ενσωμάτωση της Αριστεράς στην πολιτική σκηνή καθώς και ανόθευτες εκλογικές διαδικασίες.  Φορέας των αιτημάτων της θα ήταν ένα νέο δημοκρατικό αντιφασιστικό μέτωπο. Όπως το περιέγραψε ο Γ. Σιάντος στην 11η Ολομέλεια του ΚΚΕ, τον Απρίλιο του 1945, το κίνημα της αντίστασης αν δεν προσλάμβανε νέο περιεχόμενο «θα ξέφτιζε». Όφειλε να του δοθεί ως τέτοιο η πάλη για τη δημοκρατία, η διεκδίκηση της οργανικής ενσωμάτωσης στην πολιτική σκηνή αλλά και να αποκτήσει ένα πρόγραμμα άμεσων απαιτήσεων. Ήταν το πρόγραμμα της «Λαϊκής Δημοκρατίας» που εγκρίθηκε από το ΠΓ του ΚΚΕ στις 15 Ιουνίου 1945.
Ο νέος σχηματισμός, αφού θα προχωρούσε στην εθνικοποίηση τραπεζών, ασφαλιστικών εταιριών, μεταφορών και βιομηχανιών εθνικής σημασίας (πολεμικά εργοστάσια, χημική βιομηχανία, εργοστάσια ηλεκτρισμού), θα έπρεπε να δώσει το βάρος του στην αλλαγή των συσχετισμών στα συνδικάτα, με άξονα προτάσεις για τους μισθούς, τις κοινωνικές ασφαλίσεις, το 8ωρο, τις απολύσεις, την ανεργία, την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, τη στέγαση των πυρόπληκτων, τη δημιουργία συνεταιρισμών, την παροχή αγροτικών πιστώσεων, τη διαγραφή χρεών κ.λπ. Την ίδια στιγμή σχεδιαζόταν να αποκτήσει συγκεκριμένη εξωτερική πολιτική στη βάση των αρχών της διεθνούς συνεργασίας, πολιτική που θα πάρει, στις 5 Ιουνίου 1945, τη μορφή της θεωρίας των δύο πόλων, όπως την επεξεργάστηκε ο  ιστορικός ηγέτης του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης. Στο μεσογειακό πόλο η Βρετανία είχε ζωτικά συμφέροντα, τα οποία το ΕΑΜ όφειλε να σεβαστεί, διατηρώντας πολιτική ίσων αποστάσεων. Ήταν το προοίμιο της στρατηγικής  της «ουδετερότητας» της Ελλάδας, για την οποία ζήτησε αναπάντητη άδεια από τη Μόσχα ο Ζαχαριάδης και την οποία προσπάθησε να αξιοποιήσει και την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.
Όλα αυτά θα συντελούνταν στο πλαίσιο μιας διαδικασίας δημοκρατικής ανοικοδόμησης, –το ΚΚΕ την ονόμασε συμβολή στον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό της χώρας– η οποία θα χρηματοδοτούνταν από την κατάσχεση των περιουσιών των δωσίλογων, των καταθέσεων των οπαδών της 4ης Αυγούστου στο εξωτερικό, τη ρύθμιση του παλαιού δημόσιου χρέους, την κατάργηση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου και των υλικών υποχρεώσεων που προέκυπταν από αυτόν. Η Ελλάδα, με βάση το εαμικό πρόγραμμα, θα διεκδικούσε, σε συνδυασμό με βαριά φορολογία στο μεγάλο κεφάλαιο, πολεμικές αποζημιώσεις και επιστροφή των υφαρπαγμένων με τη μορφή δανείων από τους τρεις κατακτητές.
Στο ίδιο πλαίσιο για την ηγεσία του νέου ΕΑΜ οι συμμαχίες με το Κέντρο ήταν επιβεβλημένες. Προκειμένου δε να καταστήσει εαυτόν «συνεπή» συνομιλητή,  το ίδιο το ΚΚΕ επιχείρησε να διευκρινίσει ότι τα Δεκεμβριανά ήταν μια επιβεβλημένη άμυνα έναντι μιας απρόκλητης βρετανικής επίθεσης, με σωρεία υπομνημάτων απαιτούσε την τήρηση των συμφωνιών στη Βάρκιζα και δήλωνε ότι θα παρέμενε πιστό στην πολιτική της ομαλότητας, ακόμα και αν προκαλούνταν. Μάλιστα, το έκανε πράξη, απομονώνοντας και καταδικάζοντας κάθε απόκλιση, όπως αυτή του Άρη Βελουχιώτη, με τις τραγικές της συνέπειες.
Με βάση το σύνθημα «τάξη, ησυχία, ειρήνη, δουλειά-αναδιοργάνωση», ο ίδιος ο Ζαχαριάδης υπέδειξε ότι μόνο «τροτσκιστές και ηλίθιοι» μπορούσαν να ερωτοτροπούν με επιχειρηματολογίες περί βίαιης κατάληψης της εξουσίας. Πρέπει, βεβαίως, να επισημανθεί ότι η στρατηγική της ειρηνικής ενσωμάτωσης ήταν και η γενική τάση όλων των κομμουνιστικών κομμάτων της δυτικής Ευρώπης, στρατηγική που εγγυήθηκε ο πρώην γραμματέας της Διεθνούς Π. Τολιάτι και το ΚΚ της Γαλλίας του Μ. Τορέζ, το ισχυρότερο τότε κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης.
Η πολιτική αυτή γραμμή φάνηκε να αποδίδει. Το νέο ΕΑΜ ανασυγκροτούσε ραγδαία της οργανώσεις του, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι λόγω των μεταβαρκιζιανών διώξεων, μεγάλο τμήμα του κόσμου που είχε αρχικά αποστασιοποιηθεί από το ΕΑΜ  επανέκαμψε, αναζητώντας μια συλλογική ασπίδα προστασίας από τους παρακρατικούς. Αυτό δημιούργησε εμπιστοσύνη στην πολιτική της ομαλότητας και τη βεβαιότητα ότι η συνδρομή του παγκόσμιου δημοκρατικού κινήματος θα υποχρέωνε, αργά ή γρήγορα, και στον εκδημοκρατισμό του ελληνικού κράτους.

Μπροστά στον εμφύλιο
Οι εκτιμήσεις αυτές, προϊόντος του χρόνου, αποδείχθηκαν πολιτικές αυταπάτες και η δράση των παρακρατικών συμμοριών αλλά και η αθρόα καταστολή του κράτους συνεχίστηκε ακάθεκτη (είχαν φτάσει τους 80.000 οι υπόδικοι για πολιτικά αδικήματα και απαιτήθηκε αποσυμφόρηση των φυλακών). Για αυτό και επιχειρήθηκε το εφεύρημα της μαζικής αυτοάμυνας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η τρομοκρατία αλλά και περιθωριοποιώντας, παράλληλα, τις προσωπικές «λύσεις» αντεκδίκησης. Όμως τα περιθώρια μιας τέτοιας πρακτικής, όπου πάνδημες ενέργειες «ανδρών γυναικών και παιδιών» με απεργίες και διαδηλώσεις θα «τσάκιζαν» τα χέρια των δολοφόνων παρακρατικών και μάλιστα υπό συνθήκες ευρείας δημοσιότητας, ήταν στενά έναντι της παρακρατικής βίας. Λεκτικές απειλές του Ζαχαριάδη ότι τα όπλα του ΕΛΑΣ θα ανασύρονταν αν συνεχιζόταν η κατάσταση αυτή δεν είχαν παρά πολύ περιορισμένο αντίκτυπο.  
Αυτό που οι εξελίξεις έδειξαν ήταν ότι η στρατηγική να αποφύγει το ΕΑΜ τον εμφύλιο με απτές διαβεβαιώσεις νομιμότητας, αντίθετα τον επιτάχυνε. Η άλλη λύση, που επιχειρήθηκε αργότερα, αυτή του στρατιωτικού εκβιασμού μέσω των ομάδων καταδιωκόμενων που είχαν de facto συγκροτηθεί στα βουνά, το καλοκαίρι του 1946, με τη δημιουργία του επιτελείου του Δημοκρατικού Στρατού, ήταν πλέον αργά για να αποδώσει.
Το ίδιο συνέβη και με την πολιτική της Αριστεράς σε σχέση με τις εκλογές του Μαρτίου του 1946. Επικράτησε η ψευδαίσθηση ότι η αποχή θα υποχρέωνε το κράτος σε μια δημοκρατική αναδίπλωση έναντι της παγκόσμιας κοινότητας. Στην πράξη το ΚΚΕ παραχώρησε την πρωτοβουλία στα εαμικά κόμματα, τα οποία πολύ πριν το ίδιο απαίτησαν αποχή από τις εκλογές (7 Φεβρουαρίου 1946). Σε αυτή την απόφαση, με παλινωδίες γιατί δεν αντιστοιχούσε στη συνολικότερη γραμμή του κόμματος, έσπευσε να προσαρμοστεί, στις 21 Φεβρουαρίου 1946, ματαιοπονώντας, παράλληλα, μέχρι την τελευταία στιγμή, για μια θετική χειρονομία των πολιτικών του αντιπάλων που θα επανέφεραν το ΕΑΜ στην εκλογική κονίστρα.
Πρέπει να τονιστεί ότι, έτσι ή αλλιώς, τα περιθώρια πολιτικών επιλογών και ελιγμών που διέθετε το ΕΑΜ ήταν στενά. Ο αντίπαλος ήταν αποφασισμένος να καταφύγει σε μηχανισμούς πολιτικής εκτροπής. Όμως η λογική που ανέπτυξαν οι δυνάμεις του εαμικού σχηματισμού ότι απονομιμοποιούσαν τις μεθοδεύσεις του κράτους με την αποχή τους αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες. Τελικά αυτή παρέσχε στο κράτος τη δυνατότητα να υπεραμύνεται της δημοκρατικής νομιμότητας, επικαλούμενο το εκλογικό αποτέλεσμα, που νομιμοποιήθηκε εύκολα σε συνθήκες σιγής ιχθύος από την Σοβιετική Ένωση, προκειμένου να νομιμοποιήσει την πλήρη επιβολή του εμφυλιοπολεμικού κράτους.      

* Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι εντεταλμένος διδασκαλίας στο ΠΜΣ  του Παντείου Πανεπιστημίου.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!