«Πάντως, εάν πάει κανείς στην Πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει…».

Δεν είναι ρατσίστρια η Κική Δημουλά. Δεν την γνωρίζω προσωπικά, αλλά δεν το συνάγω κι από πουθενά ότι είναι. Βιάστηκαν ορισμένοι συμπολίτες μας να τοποθετηθούν με τόσο κατηγορηματικό τρόπο εναντίον της, με αφορμή την αναφορά της στους μετανάστες, στην εκδήλωση που οργάνωσαν οι Ατενίστας στην Κυψέλη. Η παρουσίαση του συμβάντος από την Εφημερίδα των Συντακτών σαν δημοσιογραφικό «λαυράκι» δεν βοήθησε την ψύχραιμη αντιμετώπισή του, προσφέροντας ένα απρόσμενο «ατού» στη Χρυσή Αυγή.
Ο ρατσισμός είναι πεποίθηση, είναι κοσμοθεωρία, είναι στάση ζωής, είναι επιλογές. Δεν είναι μόνο δηλώσεις, ακόμα κι αν είναι του τύπου που συνήθως εκστομίζονται από βαμμένους ρατσιστές. Κάθε άνθρωπος μπορεί να υποτιμήσει τη σημασία των λεγομένων του, ακόμα κι ένας διακεκριμένος ποιητής που μετράει τα νοήματα των στίχων του με το υποδεκάμετρο. Ειδικά όταν δεν είναι τόσο κοινωνικός ούτε τόσο πολιτικοποιημένος όσο ο ίδιος νομίζει ή οι άλλοι νομίζουν γι’ αυτόν. Και, ίσως, αυτό να είναι και το πρόβλημα με την Κική Δημουλά. Όπως και με πάρα πολλούς άλλους διανοούμενους που δεν έχουν ενεργή στάση και συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα του τόπου. Κάτι που περνούσε μάλλον απαρατήρητο πριν από την κρίση, αλλά βγάζει μάτι στη φάση της συντελούμενης καταστροφής.
Η Κική Δημουλά δεν είναι επαναστάτρια. Ούτε καν στο αξιόλογο ποιητικό της έργο. Αλλά δεν είναι και καθεστωτική ντουντούκα, όπως είναι ορισμένοι άλλοι διανοούμενοι, με ή χωρίς εισαγωγικά, που έχουν αναλάβει να ωραιοποιήσουν τα καθεστωτικά τέρατα που αφανίζουν τον τόπο οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και εθνικά, ενοχοποιώντας τον εργαζόμενο πολίτη και συκοφαντώντας την Αριστερά. Η Κική Δημουλά δεν είναι ούτε Τάκης Θ. ούτε Σώτη Τ. Κι ας υπέγραψε το κείμενο που με τον τίτλο «Τολμήστε» αποπειράθηκαν συγκεκριμένοι «άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών» να χρυσώσουν το χάπι της καταστροφής, να ξεπλύνουν τους πρωταγωνιστές της συλλογικής πτώχευσης και του εθνικού διασυρμού, να εξομοιώσουν τα θύματα με τους θύτες. Η Κική Δημουλά είναι συντηρητική. Κι αυτό είναι μάλλον που υποθάλπει την οργή των συμπολιτών μας που έγιναν πυρ και μανία με το σχόλιό της. Γιατί, εμείς της Αριστεράς, πιστεύουμε ακόμα ότι οι διανοούμενοι είναι εξ ορισμού προοδευτικοί και ριζοσπαστικοί πολίτες που, πρώτα απ’ όλα, πάνω κι από τον ίδιο τους τον εαυτό, νοιάζονται για τους ασθενείς και τους οδοιπόρους, για τους ανθρώπους που οι πόλεμοι, το άνισο κοινωνικό σύστημα, οι λιμοί και οι καταποντισμοί, ακόμα και οι ατομικές αποτυχίες και αδυναμίες, έχουν ξεριζώσει από τις εστίες τους ή/και τους έχουν ρίξει στο περιθώριο καταδικάζοντάς τους σε πολύ μειονεκτική θέση σε σχέση με μας τους υπόλοιπους. Και μ’ αυτό στο νου και την καρδιά, κρίνουμε τους διανοούμενους.
Θέλουμε να συμπονάνε τους άλλους. Κι όχι μόνον αυτό. Ειδικά σήμερα, να αγωνίζονται γι’ αυτούς από την προνομιακή τους θέση. Να συνδέουν τη βελτίωση των όρων της δικής τους ζωής και των φίλων και συγγενών τους με τη βελτίωση των όρων ζωής όλων των πολιτών και δη των πιο ανίσχυρων και ευάλωτων. Κι αν δεν μπορούν να κάνουν κάτι διά της πράξεως, ας το κάνουν διά της κατανοήσεως και διά της παραλείψεως. Γιατί, αλλιώς βλέπεις τα παγκάκια από το υπόγειο κι αλλιώς από τον όροφο που είναι το διαμέρισμά σου.
Τα παγκάκια για τους μετανάστες είναι ο πάνω κόσμος. Είναι ο διαφορετικός αέρας από τα ανήλιαγα δωμάτια με την υγρασία των υπογείων, τις αναθυμιάσεις και τους θορύβους από τους καυστήρες του πετρελαίου. Είναι η καφετέριά τους, είναι η παραλία τους, είναι η θέα τους, είναι το παρατητήριο που βλέπουν τους άλλους να περνούν με τις καινούργιες γόβες και τα iPhone, είναι μια σταλίτσα από το όνειρο για καλύτερη ζωή. Ούτε στα εστιατόρια που τρώμε και πίνουμε, ούτε στα θέατρα που πηγαίνουμε, ούτε στα Μέγαρα και τις Ακαδημίες που διαθέτουμε, έχουν πρόσβαση οι μετανάστες που συχνάζουν στην Πλατεία Κυψέλης. Ας είμαστε λίγο γενναιόδωροι, αν όχι ως αριστεροί, τουλάχιστον ως χριστιανοί ή πολιτισμένοι Ευρωπαίοι. Ας κάνουμε αυτή τη θυσία, να τους αφήσουμε να καταλαμβάνουν τα παγκάκια στις πλατείες μας. Η συνείδησή μας, εκ φύσεως ή εκ Θεού, νομίζω ότι θα ευχαριστηθεί.
Και σε κάθε περίπτωση, οι διανοούμενοι καλό είναι να ζυγίζουν περισσότερο όχι μόνο τις πράξεις, αλλά και τα λόγια τους, που η βαρύτητά τους είναι ανάλογη με την αξία και το κύρος τους.
Από την Κική Δημουλά θα ήθελα όχι να συμπεριφερθεί σύμφωνα με τις δικές μου προδιαγραφές, αλλά να λάβει υπόψη της ότι κάθε της λέξη μετράει πολύ. Ότι κάθε στοχευμένη λέξη της είναι ένα πλήγμα στον ανυπεράσπιστο μετανάστη που, γυρίζοντας νυχτιάτικα από την κακοπληρωμένη δουλειά του, είτε πλένει πιάτα σε ένα σουβλατζίδικο είτε πουλάει CD στις πλατείες, φοβάται αληθινά, τρέμει μονίμως και διαρκώς, ότι μπορεί να λιντσαριστεί από μια ομάδα διαταραγμένων χρυσαυγιτών σε ένα σκοτεινό δρόμο της Κυψέλης ή να συρθεί για πολλοστή ταλαιπωρία σε ένα κελί που το κράτος στοιβάζει χωρίς οίκτο ανθρώπινες ψυχές. Ότι κάθε της χρωματισμένη πρόταση δικαιολογεί περισσότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανθρώπινων υπάρξεων, όχι πολύ διαφορετικών από τις υπάρξεις με αισθήσεις και αισθήματα που πραγματεύεται με λεπτότητα στα ποιήματά της.
Η Κική Δημουλά δεν είπε ψέματα. Αλλά είπε τη μισή αλήθεια. Και για την ακρίβεια, κάτι λιγότερο από τη μισή. Κι έκανε ένα λάθος που δεν κάνει στον ποιητικό της λόγο. Άφησε τα παραδείγματά της να λειτουργήσουν με τρόπο γενικευτικό. Μπορεί από παραδρομή ή από κακό ζύγι της στιγμής. Ή και από υποτίμηση του προφορικού λόγου απέναντι στον γραπτό που είναι μάστορας. Μπορεί και κάτι άλλο που δεν μου περνάει από το μυαλό. Το σίγουρο είναι ότι εκείνη την κακιά ώρα, η Κική Δημουλά «έγραψε» το χειρότερο ποίημα της ζωής της.

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!