Αρχική πολιτισμός Αννίτα Παναρέτου: Τα πορτραίτα μιας εποχής

Αννίτα Παναρέτου: Τα πορτραίτα μιας εποχής

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο.Το βιβλίο της Η παρηγορία των επιστολών σου… με τη φανταστική αλληλογραφία ανάμεσα στην Ευανθία Καΐρη και την Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου είχε προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον όταν κυκλοφόρησε πριν από πέντε χρόνια.

Τώρα με Τα πορτραίτα της (Εκδόσεις Εστία) η Αννίτα Παναρέτου ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, παρουσιάζοντας ένα μυθιστόρημα που συχνά θυμίζει δοκίμιο για τους μεγάλους Έλληνες ζωγράφους. Μαλέας, Παρθένης, Παπαλουκάς, γίνονται ήρωες ενός μυθιστορήματος που διαβάζεται σε πολλά επίπεδα.
Είναι μια ερωτική ιστορία ξεχωριστή, μια σπουδή πάνω στην «ελληνικότητα» και την ποικιλότροπη αναζήτηση της που ξεκινούν από ριζοσπαστικούς δρόμους για να φτάσουν μέχρι τον δικτάτορα Μεταξά.
Πρωταγωνίστρια και η Μαρία Πολυδούρη. Μέσα από τη δική της οπτική ανακαλύπτουμε έναν άλλο Καρυωτάκη.
Ενώ, όμως, από τη μια παρουσιάζεται η ζωή της αστικής τάξης της εποχής και ο δικός της κόσμος, από τα πιο συγκλονιστικά κομμάτια που διαβάζει κανείς στο βιβλίο είναι όσα αφορούν το προσφυγικό ζήτημα και την καθημερινότητα των παραγκουπόλεων. Οι απίστευτες προκαταλήψεις. Ακόμη και η «ψαγμένη» και ευαίσθητη ηρωίδα της ιστορίας φρίττει στη σκέψη ότι ο πατέρας της έχει σχέση με μια προσφυγοπούλα… Η ερωτική ιστορία και το ασύμβατο των δυο κόσμων παρουσιάζεται με εξαιρετικό τρόπο, χωρίς η συγγραφέας να καταφεύγει σε ευκολίες.
Μια πρώτη συζήτηση αγγίζει λίγα από τα θέματα που θίγει το μυθιστόρημα και μπορεί να εκληφθεί ως μια μικρή εισαγωγή.

 

Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη συγκεκριμένη περίοδο; Τι είναι αυτό που σας γοήτευσε;
Ο Μεσοπόλεμος είναι μια συναρπαστική εποχή. Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος ακόμα περισσότερο, καθώς στη διάρκειά του συνεχίστηκε και κορυφώθηκε μια αλληλουχία εξάρσεων και καταβαραθρώσεων, που είχε ξεκινήσει από τον 19ο αιώνα: τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 ακολούθησε η ταπεινωτική ήττα του 1897, που τη διαδέχτηκαν οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913, τους οποίους διαδέχτηκε η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Όλες αυτές οι εθνικές περιπέτειες, μαζί και με την επίδραση των κρίσιμων διεθνών συγκυριών, οδήγησαν σε αναπόφευκτες ζυμώσεις. Μια από τις κύριες εκφράσεις αυτών των ζυμώσεων είναι το αίτημα της ελληνικότητας, που τέθηκε εκ νέου επί τάπητος (και αποτέλεσε βασικό ζητούμενο του καθεστώτος Μεταξά) και η αναψηλάφησή της, όπως επιχειρήθηκε από τον πνευματικό κόσμο της εποχής. Ειδικότερα στον κόσμο της ελληνικής ζωγραφικής -δηλαδή τον κόσμο των Πορτραίτων της-, ο Μεσοπόλεμος σηματοδότησε μια από τις πλέον ανήσυχες και γόνιμες περιόδους. Επομένως βρέθηκα μπροστά σε πολλά θέλγητρα, στα οποία πρόθυμα υπέκυψα.

Το μυθιστόρημά σας μου έφερε στο νου τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη του Σεφέρη και ακόμη εντονότερα το Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη. Μάλιστα, σημαντικοί τόποι για τη δράση και του δικού σας μυθιστορήματος είναι οι Δελφοί και η Μονή Δαφνίου, όπως και στο Λεμονοδάσος. Εσείς είχατε μια τέτοια σύνδεση στο μυαλό σας;
Δεν είχα καμιά τέτοια σύνδεση στο μυαλό μου –ταπεινά ομολογώ ότι από τα έργα του Κοσμά Πολίτη έχω διαβάσει μόνο την Ερόικα. Οι Δελφοί και το Δαφνί είναι μια -όντως εντυπωσιακή- σύμπτωση. Στην περίπτωση των Πορτραίτων εξυπηρέτησαν τις ανάγκες της πλοκής, ως προς το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή εκτυλίσσεται.

Η Μαρία Πολυδούρη και ο Κώστας Καρυωτάκης είναι σημαντικά πρόσωπα του μυθιστορήματος. Πολλά ακόμη αληθινά πρόσωπα διανοουμένων της εποχής πρωταγωνιστούν. Τι σας οδήγησε σ’ αυτήν την επιλογή σας; Είναι μόνο για την αληθοφάνεια της ιστορίας;
Όπως οι αληθινοί χώροι (ανάμεσά τους οι Δελφοί και το Δαφνί, που αναφέρατε), έτσι και τα αληθινά πρόσωπα αποτελούν το σκηνικό, απολύτως απαραίτητο για την εξέλιξη της υπόθεσης. Καθώς προέρχομαι από τον χώρο της έρευνας, λειτουργώ με τρόπο που άπτεται περισσότερο της Ιστορίας και λιγότερο της μυθοπλασίας. Θαρρώ ότι δεν έχω φαντασία ικανή να αυθυπάρξει και να μπορέσει, μόνη αυτή, να γεννήσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Για να καταφέρω να κινηθώ πειστικά σε μια χρονική στιγμή, πρέπει να έχω πεισθεί η ίδια. Και για να έχω πεισθεί η ίδια, πρέπει να έχω μια επαρκή εικόνα και γνώση της εποχής, ικανή να με κάνει να ζήσω μέσα της – πρώτα εγώ και μετά οι ήρωές μου.

Παρά το γεγονός ότι στο μυθιστόρημά σας κεντρικό ρόλο παίζει η ζωγραφική, ωστόσο κάποια στιγμή ο ίδιος ο ζωγράφος-πρωταγωνιστής φαίνεται να παραδέχεται την πρωτοκαθεδρία του γραπτού λόγου. Εσείς τι πιστεύετε;
Θα απαντήσω διά στόματος του ζωγράφου-πρωταγωνιστή: «Σε καθένα από αυτά τα ταξίδια σκεφτόμουν πόσο ανέφικτο είναι να αποδώσεις επαρκώς το στραφτάλισμα. Η γλώσσα κατόρθωσε να βρει λέξη: στραφτάλισμα. Τα πινέλα όχι. Κι έτσι η γλώσσα ανέλαβε το δύσκολο ρόλο του χρωστήρα, του πινέλου. Το ρόλο της εικαστικής τέχνης. Και τα κατάφερε. Όπως και τόσο συχνά, εξάλλου. Αντίστροφα, όμως, η γλώσσα αδυνατεί άλλα να αποδώσει. Αυτά που μόνο η τέχνη μπορεί. Είναι ευτύχημα που η ανταλλαγή των ρόλων αποδεικνύεται -εν τέλει- εφικτή».

Τι θα χαρακτηρίζατε ως «ελληνικότητα» σήμερα; Υπάρχουν κάποιοι συνεχιστές της παράδοσης; Ένα ταξίδι στην Ελλάδα της κρίσης, σαν αυτό που κάνει ο ήρωάς σας, τι θα μπορούσε να προσφέρει στον ταξιδιώτη;
Ορίστε, τελικά, έννοιες φαινομενικά αμετάβλητες και στατικές αποδεικνύονται δυναμικές, αλλά και ευάλωτες στις εκάστοτε ιστορικές και κοινωνικές περιστάσεις.
Η ελληνικότητα, κατ’ εξοχήν, ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Δεν μπορώ να ορίσω τη σημερινή ελληνικότητα. Είναι δύσκολο να ορίσεις έννοιες συναφείς με αυτήν του έθνους, όταν έχεις να κάνεις με κοινωνίες που δεν είναι εθνοτικά αμιγείς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ακόμα και η έννοια της παράδοσης αποδεικνύεται ρευστή, ξανά για τον παραπάνω λόγο. Τι νοούμε σήμερα ως παράδοση; Εάν νοούμε όλα εκείνα που προσέφερε ο ελληνικός πολιτισμός στις τρεις μακρές περιόδους του (αρχαίος, βυζαντινός, νεότερος/λαϊκός), τότε θεωρώ ότι ζήτημα παράδοσης δεν υφίσταται πλέον στην Ελλάδα – ακόμα και αν υποτεθεί ότι σιγά-σιγά δημιουργείται μια νέα παράδοση, δεν θα έχει καμιά σχέση με αυτήν που ξέραμε.
Η συνέχεια της παράδοσης είναι μια υπόθεση εξίσου προβληματική (και άδηλη). Ό,τι ήταν να γίνει και να ειπωθεί, έχει ειπωθεί και γίνει. Όσο κι αν ανακαλύπτουμε και αναπαράγουμε π.χ. την παραδοσιακή κουζίνα ή τη δημοτική μουσική, οι ουσιαστικοί συνεχιστές της παράδοσης -ξανά, όπως την έχουμε στο νου μας-, ανήκουν ως επί το πλείστον σε περασμένες γενιές. Ποιος να μιμηθεί τον Δημήτρη Πικιώνη ή τη Δόμνα Σαμίου ή τον Φώτη Κόντογλου;
Θα πρόκειται για κακέκτυπα, αφού ήδη υπάρχουν αρκετά γραφικά δείγματα. Μόνο μια νέα, γενναία και ελεύθερη -αλλά όχι αυθαίρετη- πρόσληψη και αφομοίωση της παράδοσης και μια υπαινικτική διατύπωσή της θα μπορούσαν να ευσταθήσουν στις μέρες μας. Στα πεδία της αρχιτεκτονικής και της μουσικής υπάρχουν κάποια ελπιδοφόρα ψήγματα.
Πιστεύω ότι ένα ταξίδι στην Ελλάδα της κρίσης μπορεί να αποφέρει αποφασιστικής σημασίας όφελος, αν μέσα από την εικόνα της σύγχυσης και της παρακμής προκύψει μια σειρά από ανάγκες: η ανάγκη να απαλλαγούμε από τα κάθε είδους στερεότυπα, τόσο ιδεολογικά όσο και λεκτικά με τα οποία γαλουχούνται οι Έλληνες εδώ και σχεδόν δύο αιώνες· η ανάγκη να διατηρήσουμε τη μνήμη (την έγκυρη ιστορική μνήμη, καθαρμένη από μυθοποιήσεις και μυθεύματα)· η ανάγκη να εξασφαλίσουμε την παιδεία, την καλλιέργεια και την αυτογνωσία που θα συμβάλλουν στη σωστή διαχείριση της μνήμης. Η ανάγκη, με δυο λόγια, να προσδιορίσουμε ξανά τη θέση μας μέσα σ’ αυτό τον γεωγραφικό, ιστορικό και πολιτισμικό χώρο.
Όταν αυτές οι ανάγκες μάς γίνουν συνείδηση, θα έχουμε μπει σε καλό δρόμο.

Σχόλια

Exit mobile version