Αρχική πολιτική Αμαχητί υποταγή στις επιταγές του διευθυντηρίου των Βρυξελλών

Αμαχητί υποταγή στις επιταγές του διευθυντηρίου των Βρυξελλών

Ο πρωθυπουργός μπορούσε να θέσει όρους διεκδικώντας μια άλλη λύση. Του Κώστα Ανδριανόπουλου.

Η Σύνοδος Κορυφής της 25ης Μαρτίου συνιστά καμπή για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Ανοίγει νέος πολιτικός κύκλος στην Ε.Ε. Μετά την εγκατάλειψη των βασικών εργαλείων για την άσκηση εθνικής οικονομικής πολιτικής, εκ μέρους των κρατών (Μάαστριχτ, ΟΝΕ), τώρα και η απλή υλοποίηση του καθημερινού κυβερνητικού έργου περνάει στα χέρια εξωθεσμικών, υπερεθνικών κέντρων. Το σχέδιο προχωρεί. Πλην, όμως, με δυσκολία, εν μέσω αντιφάσεων. Όλοι κάτι διεκδικούν. Προσαρμόζονται ζητώντας εξασφαλίσεις. Όλοι, εκτός της Ελλάδος, που αν και βρίσκεται στη δεινότερη θέση, δεν θέτει κανέναν όρο. Η ελληνική κυβέρνηση αναλώνεται σε προσχηματικές διεκδικήσεις, για εγχώριο επικοινωνιακό χειρισμό. Στην ευρωπαϊκή επικαιρότητα, το κλίμα ασάφειας διαρκών αντιπαραθέσεων κυριαρχεί. Παραμερίζει για πάντα το στερεότυπο, πως υπάρχουν μόνο αδήριτες οικονομικές ανάγκες στις οποίες απλώς προσαρμοζόμαστε. Αποκαλύπτεται τώρα, πως κάθε στιγμή υπάρχουν εναλλακτικές πολιτικές επιλογές και συχνά όχι μία, αλλά περισσότερες. Πως λύσεις είναι δυνατόν να οικοδομηθούν στο πλαίσιο άλλων αφετηριακών επιλογών. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης και πρώτα από όλα απαλλαγής από τη μοιρολατρία που παράγει αυτοκαθήλωση. Το γαλλογερμανικό σύμφωνο ανταγωνιστικότητας, ως ουσία υιοθετείται. Μετατίθεται απλώς η καθιέρωσή του, ώστε να μειωθούν οι τριβές και να διαλέξει ο καθείς τον ευνοϊκότερο τρόπο για την καθιέρωσή του, δεδομένης της κοινωνικής άρνησης.

Η δημοσιονομική πειθαρχία κατοχυρώνεται ει δυνατόν συνταγματικά, αλλιώς με νομοθετικό πλαίσιο αντίστοιχης βαρύτητας και ισχύος. Τα δημοσιονομικά μέτρα συνολικοποιούνται, μπαίνουν κάτω από ενιαία κριτήρια, υπάρχουν ποινές για τις υπερβάσεις. Τα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση επεκτείνονται και συναρτώνται με το προσδόκιμο ζωής κ.ά.
Η Ελλάδα οφείλει να αντιταχθεί στο γαλλογερμανικό σύμφωνο. Να αντιταχθεί στο ευρωπαϊκό υπερκράτος και τον συνακόλουθο αυταρχισμό του. Πρώτα από όλα για λόγους αρχής και ουσίας. Ο νεοφιλελευθερισμός, που είναι πολιτική, ζητάει να καθιερωθεί ως συνταγματική αρχή, ώστε να μην απαλλαγούμε ποτέ από αυτόν. Στο εξής, θα έχουμε νεοφιλελεύθερα κράτη, όπως παλαιότερα είχαμε αντικομουνιστικά κράτη. Η σύνδεση της κυβερνητικής πολιτικής με βιομετρικές παραμέτρους συνιστά τεράστια οπισθοδρόμηση. Επιστροφή σε πρώιμα στάδια. Ο Καιάδας ή ακόμα και το χιτλερικό Μπέλσεν όπου ερευνήθηκε (με τον πλέον ανατριχιαστικό τρόπο) το προσδόκιμο του ανθρώπου, έρχονται εγγύτερα.
Με το Μνημόνιο περνάμε πλέον σε ανοικτή λεηλασία. Δεν υπάρχουν προσχήματα, δεν υπάρχουν υποσχέσεις ανάταξης, εξορθολογισμού. Οι δανειστές θα πάρουν αυτά που τους «ανήκουν», έτσι στεγνά χωρίς φιοριτούρες και υποσχέσεις. Με τη δύναμη της ισχύος, με εσωτερική υπονόμευση, μέσα από τους δικούς τους ανθρώπους. Σε συνθήκες τέτοιες, η παραχώρηση των ελάχιστων δυνατοτήτων που έχουν απομείνει στο κράτος ώστε να λειτουργεί αυτοτελώς, είναι εγκληματική.
Από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει το ελληνικό πρόβλημα. Τα πράγματα στην Ελλάδα έφθασαν στο απροχώρητο. Χρειάζεται ριζική αντιμετώπιση. Απαιτείται λύση πακέτο. Η επιμήκυνση του Μνημονίου και η μείωση των επιτοκίων δεν συνιστούν λύση. Η Ελλάδα δεν αντέχει άλλο. Η κοινωνία στενάζει, γονάτισε. Οι δανειστές δυσκολεύονται να πάρουν άλλα. Τα έσοδα του 2011 δεν βγαίνουν. Τα 50 δισ. δεν πρόκειται να μαζευτούν. Δεν υπάρχει καν λύση.
Η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει σε στάση πληρωμών. Τώρα. Να το ανακοινώσει στην Σύνοδο. Να θέσει την Ευρώπη προ του προβλήματος. Να ανοίξει θεσμικά το ζήτημα της αντιμετώπισης του χρέους. Να δημιουργήσει συνθήκες διαπραγμάτευσης, δημιουργώντας δυνατότητες επωφελών προσεγγίσεων. Να δώσει έτσι κάποιες ελπίδες στη χώρα.
Η αναδιάρθρωση του χρέους, επιβεβλημένη από τα πράγματα, έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη της Ε.Ε. και ήδη συντελείται. Ο Παπανδρέου σε συνέντευξη στο γερμανικό περιοδικό Στερν, επιβεβαίωσε ότι απέρριψε την περικοπή του ελληνικού χρέους, αφού πρώτα το συζήτησε με τους εταίρους. «Η αναδιάρθρωση του χρέους θα έφερνε κατάρρευση των τραπεζών σε Ελλάδα και Γερμανία με βάση των όγκο των ελληνικών ομολόγων στα χαρτοφυλάκιά τους», είπε. Επαληθεύεται το ρεπορτάζ πως η πλάστιγγα στις εξελίξεις έγειρε από τις αξιώσεις των ΗΠΑ, τις οποίες μετέφερε ο υπουργός οικονομικών, σταλμένος ειδικά από τον Ομπάμα στην Μέρκελ για να μην ανοίξει ο ασκός του ελληνικού χρέους προς το παρόν. Επαληθεύεται ακόμα, πως όλα διευθετούνται ώστε να δοθεί χρόνος στις γερμανικές τράπεζες για να ξεφορτωθούν κι’ άλλα ελληνικά ομόλογα. Ο χρόνος, όμως, δεν κυλά ουδέτερα. Επιβαρύνει την ελληνική πλευρά, εξουδετερώνει τις ελάχιστες δυνατότητες. Σε λίγο η αναδιάρθρωση θα γίνει αποκλειστικά από τους δανειστές με δικά τους κριτήρια. Δεν θα υπάρχει αντισυμβαλλόμενος.
Ο λαός θα έπρεπε να προετοιμαστεί αντί να καθησυχάζεται. Ο πολύπλαγκτος πρωθυπουργός προς άλλες κατευθύνσεις θα έπρεπε να είχε ταξιδέψει το προηγούμενο διάστημα. Προς την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, ακόμα και την Ισλανδία. Να αναζητήσει φίλους και συμμάχους. Να φτιάξει άλλη εικόνα. Να στείλει μήνυμα.
Υπήρχαν δυνατότητες για άλλους χειρισμούς. Ακόμα και σήμερα μπορεί να ανοίξει άλλος δρόμος. Να υπάρξει άλλη λύση.

Ο έλληνας πρωθυπουργός, λοιπόν, έπρεπε να θέσει βέτο στο «σύμφωνο για το ευρώ» και όχι να παζαρεύει μέσα στα πλαίσιά του. Απλούστατα γιατί η Ευρώπη, την επαύριον του συμφώνου αυτού, θα είναι τελείως διαφορετική και η πορεία της Ελλάδας προς την χρεοκοπία προδιαγραμμένη. Έπρεπε να πει «όχι» στο σύμφωνο εκμεταλλευόμενος όλες τις αντιθέσεις που παρουσιάζονται στην ΕΕ και την έκδηλη κρίση της. Το πρόβλημα το έχουν αυτοί, οι δυνατοί, αυτοί φοβούνται μήπως υπάρξει μια άλλη πορεία του ευρωπαϊκού νότου, ή και χωρών που θα συμπεριφερθούν ως αδύναμοι κρίκοι και θα κηρύξουν αυτές, κάτω από λαϊκή πίεση, την στάση πληρωμών και θα επιβάλλουν μια άλλη πορεία. Όλα αυτά, αν ο πρωθυπουργός λειτουργούσε ως πρωθυπουργός μιας χώρας, μικρής μεν αλλά ανεξάρτητης και περήφανης, τέτοιας που να σέβεται τον εαυτό της, την ιστορία της, το λαό της, το μέλλον των παιδιών της. Αυτό δεν μπορούμε να το περιμένουμε από τον πολιτικό μας κόσμο. Αυτά δεν μπορεί να τα πει, ιδιαίτερα, ο ΓΑΠ.

Σχόλια

Exit mobile version