Αρχική πολιτισμός Έλα να παίξουμε

Έλα να παίξουμε

Γράφει ο Ηρακλής Λογοθέτης. Μαζὶ μὲ τὴν αὐξανόμενη ἐγκληματικότητα ποὺ κυκλώνει τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, πληθαίνουν οἱ ἔξαλλες κραυγὲς ποὺ συνιστοῦν βία ἀντὶ βίας, ἐνῶ παράλληλα αὐξάνονται οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς αὐτοδικίας.

Ὕποπτα πολιτικὰ μοῦτρα προτείνουν τὸν προληπτικὸ ἐξοπλισμὸ τῶν νοικοκυριῶν καὶ μαῦρες συμμορίες ἐκμεταλλεύονται τὸν διάχυτο φόβο προσφερόμενες νὰ ἀναλάβουν τὴν προστασία τῶν ἀδυνάτων, ποὺ καλοῦνται νὰ καταβάλουν βαρὺ πολιτικὸ τίμημα στὴν ἀκροδεξιά. Ἡ ἰδιωτικὴ ἀσφάλεια γίνεται δημόσιο ζήτημα καὶ μάλιστα πρώτης γραμμῆς, καθὼς ὁλόκληρο τὸ φάσμα τοῦ ἀνθρώπινου βίου ὁρίζεται στὸ ἕνα ἄκρο του ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ Οἴκου καὶ στὸ ἄλλο ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς Ἀγορᾶς. Οἱ δύο πόλοι ὅμως, παρὰ τὴν ἔκταση τῆς ἐνδιάμεσης ἐθιμικῆς περιοχῆς, δὲν εἶναι διόλου ἀνεπικοινώνητοι καὶ συχνὰ ἡ αἰχμὴ τοῦ ἑνὸς χτυπάει ἐπιτακτικὰ τὴν πόρτα τοῦ ἄλλου. Σ’ αὐτὴ τὴν τρέχουσα συνθήκη τὸ θεατρικὸ ἔργο ποὺ ἔγραψε καὶ σκηνοθέτησε ἡ Κερασία Σαμαρᾶ μὲ τὸν παραπλανητικὸ τίτλο «Ἔλα νὰ παίξουμε» προσλαμβάνει ἰδιαίτερη βαρύτητα, καθὼς διερευνᾶ ἀπὸ μιὰ πλευρὰ τὴν ἔσχατη γραμμὴ ἄμυνας τῆς ἀθωότητας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τοὺς ὅρους καὶ τὰ ὅρια τῆς ἀνταποδοτικῆς βίας. Τὸ ἔργο πραγματεύεται τὴν εἰσβολὴ ἑνὸς νεαροῦ ζευγαριοῦ στὴν φαινομενικῶς ἀσφαλὴ καὶ περιφραγμένη ἰδιωτικὴ κατοικία μιᾶς τυπικῆς μεσοαστικῆς οἰκογένειας. Ἡ εἰσβολὴ ντύνεται μὲ τὸ τυχαῖο ροῦχο μιᾶς ἀπρόσμενης ἰδιωτικῆς ἐπίσκεψης, εἶναι καθησυχαστικὰ ἀφελὴς καὶ παραπλανητικὰ διακριτική, ξεκινᾶ σὰν λανθάνουσα παραβίαση καὶ ἐξελίσσεται (στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ πλέον) σὲ ἄσκηση αἱματηρῆς κατοχῆς. Ὁ αἰφνιδιασμὸς εἶναι ἀπόλυτος ἐπειδὴ οἱ ξένοι, μέχρι νὰ βγάλουν τὴ μάσκα, δὲν εἶναι παρὰ δύο νεαρὰ παιδιὰ μὲ καλοὺς τρόπους. Ἕνα ζευγάρι ποὺ χτύπησε τὴν πόρτα γιὰ νὰ ζητήσει ἕνα ποτήρι νερό. Ἔτσι, τὸ οἰκογενειακὸ ἀνάχωμα παρακάμπτεται χωρὶς νὰ πέσει οὔτε κὰν νὰ ὑπονομευτεῖ – γι’ αὐτὸ ἡ ἅλωση δὲν γίνεται ἀντιληπτὴ παρὰ ὅταν ἔχει συντελεστεῖ.
Ἡ Σαμαρᾶ ἀποδίδει μεγάλη σημασία στὶς πρῶτες νύξεις τῆς βίας, τὴν ἀγένεια καὶ τὴ δυσάρεστη αἴσθηση ποὺ τὴν συνοδεύει. Ἡ ἐπίμονη παρουσία τῶν ἀγνώστων ὅμως δὲν ἀργεῖ νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἐπιθετικὴ κρούση καὶ ἡ κρούση αὐτή, ἀκριβῶς ἐπειδὴ συγκαλύπτει μιὰ ἀρχόμενη παράκρουση, εἶναι στὰ ἀρχικά της στάδια ὑποκραδασμικὴ σχεδόν, ἁπαλὴ κι ἀνεπαίσθητη. Τὸ προπέτασμα τῶν ἐναρκτήριων ἐντυπώσεων, παρόλο ποὺ ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα λεπτὰ τῆς παράστασης ἀργοσαλεύει ἀνησυχητικά, συντηρεῖ μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐντεινόμενης ἀπορίας, ἕνα εἶδος λαθραίας καὶ ἐπιφανειακὰ ἀνεξήγητης δυσαρέσκειας, ποὺ ὅσο περνᾶ ἡ ὥρα διογκώνεται ἀπὸ κάτι συμπαγὲς καὶ ἐντούτοις, γιὰ λίγο ἀκόμα, ἀκαθόριστο ὅσο καὶ τὰ κίνητρα τῶν ἀπρόκλητων ἐπισκεπτῶν. Τὸ κεντρὶ διεισδύει τόσο ἀργὰ ποὺ οἱ οἰκοδεσπότες θὰ νιώσουν τὸ μέγεθος καὶ τὴ δηλητηριώδη του ἐπενέργεια μόνον ὅταν θὰ ἀγγίξει κυριολεκτικὰ τὸ νεῦρο τοῦ πόνου. Καὶ ὅμως: τίποτε δὲν εἶναι σαφέστερο ἀπὸ τοὺς ὑπαινιγμοὺς – ὅσο γιὰ τὶς πλάγιες νύξεις, αὐτὲς ἀκριβῶς ὁδηγοῦν μὲ εὐθύτητα στὴν καρδιὰ τοῦ θέματος. Αὐτὰ εἶναι πράγματα ποὺ οἱ ἄνθρωποι τῆς διπλανῆς πόρτας δὲν ἀγνοοῦν, ἁπλῶς ἐξορκίζουν τὸ κακὸ παραθεωρώντας τὶς ἀκραῖες του συνέπειες καὶ χάνουν χρόνο καὶ εὐκαιρίες ἀντίδρασης… Ὥσπου μὲ μοιραία καθυστέρηση ὑποχρεώνονται νὰ ἀναγνωρίσουν πὼς αὐτὸ ποὺ ὅλοι ὑποπτευόμαστε ὅτι βρίσκεται ἐκεῖ ἔξω καὶ μορφάζει στὸ σκοτάδι βρίσκεται τώρα μέσα στὸ σπίτι τους. Ἀπειλεῖ τὴ ζωή τους καὶ τὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ τους.
Εἶναι φανερὸ πὼς ἡ συγγραφέας καὶ σκηνοθέτις τοῦ ἔργου ὑπαινίσσεται ὅτι οἱ οἰκοδεσπότες θὰ μποροῦσαν νὰ ἀντιμετωπίσουν ἀπὸ καλύτερες θέσεις τὴ βία ἂν ἀκολουθοῦσε κάποιο τυπικό: ἂν ἔπαιρνε τὴ μορφὴ ἑνὸς χλωμοῦ κλητήρα, ἑνὸς βλοσυροῦ ἀστυνομικοῦ ὑπαλλήλου ἢ ἔστω ἑνὸς ἐχθρικοῦ ἐνστόλου. Ἡ ἀργοπορία τῶν στερνῶν ἐπιγνώσεων ὑποθάλπεται καὶ ἀπὸ κάτι ἐπιπλέον: οἱ εἰσβολεῖς δὲν ἔχουν κίνητρο τὴν κλοπή, τὴ σεξουαλικὴ κακοποίηση ἢ τὴν ἀπαγωγή. Δὲν ἔχουν κανένα κίνητρο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἴδια τήν, ἀπροσχημάτιστη τελικά, ἐπιβολὴ τῶν ὅρων μιᾶς θανατηφόρας κυριαρχίας. Γι’ αὐτὸ καὶ κινοῦνται μὲ μηχανικὴ αὐτεπάρκεια. Οἰκονομοῦν τὰ ἐπεισόδια τῆς κακοποιοῦ δράσης σὰν ἄσκηση προσομοίωσης στρατηγικοῦ παιγνίου, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ συνηθίζονται μεταξὺ τῶν προνομιούχων τοῦ πλούτου καὶ τῆς πλήξης. Θέμα: ἡ εἰσβολή. Στόχος: ὁ θάνατος ἑνὸς τυχαῖα ἐπιλεγμένου ἀντιπάλου / συμπαίκτη. Διακύβευμα τοῦ παιχνιδιοῦ: ἡ ἴδια ἡ ἔκβασή του. Ἐξαιτίας μάλιστα τοῦ σκανδαλωδῶς ἀναίτιου χαρακτήρα της, ἡ εἰσβολὴ δὲν ἀφήνει ἀνεπηρέαστο τὸ κέλυφος τῆς οἰκογενειακῆς ἁρμονίας.
Οἱ ἀπωθημένοι παιδικοὶ φόβοι ἀνακεφαλαιώνονται στὴν ὄψιμη ἐπανεγγραφὴ μιᾶς ἀγχώδους, ἀπροσδιόριστης ἐνοχῆς. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ δράματος πυροδοτεῖ πρωτόγνωρες κρίσεις, ξεσκεπάζει χρόνιες ἀντιθέσεις, ἀποσυμπιέζει κρυμμένες ἐντάσεις: ἡ οἰκογενειακὴ ἑνότητα δὲν εἶναι τόσο δεδομένη.
Ἕνα σιδερένιο νύχι ξύνει τὸ ἀστικὸ λοῦστρο καὶ ὅσα ὣς τότε φαίνονταν καλὰ τακτοποιημένα ἀναταράσσονται βίαια. Ἡ ἀξιακὴ κλίμακα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς ἀνατρέπεται σὲ λίγη ὥρα, οἱ ἰσορροπίες μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας δοκιμάζονται, κάθε βεβαιότητα διαχωρισμοῦ τῶν πραγμάτων ἀποδεικνύεται ἑτοιμόρροπη, καθὼς ὁ πολιτικὸς βίος τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται νὰ ἀπαιτεῖ ἰδιωτικὸ ἐπίλογο.
Ἡ πυράκτωση τῆς στιγμῆς ὁδηγεῖ σὲ ὑψηλὲς ἀποστάξεις: ἐὰν τὸ ἔσχατο ρίσκο ἀφορᾶ τὴ ζωή σου, τότε τὸ στοίχημα ἀφορᾶ τὸν θάνατο τοῦ ἄλλου… Μπορεῖ ὅμως ἕνα τέτοιο στοίχημα νὰ εἶναι ἄξιο τοῦ ἀνθρώπου, ἐφόσον παραμένει ἄνθρωπος;
* Ο Ηρακλής Λογοθέτης είναι συγγραφέας

 

Σχόλια

Exit mobile version